Ιστορία και λογοτεχνία στους μεταμοντέρνους καιρούς
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Αφορμή, για όσα ακολουθούν, αποτελεί το κείμενο του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη, εδώ στις «Αναγνώσεις» την προηγούμενη Κυριακή, για τον τρόπο που συνήθως αντιμετωπίζουν ένα έργο τέχνης οι ιστορικοί:
«Ξεχωρίζοντας τη μορφή από το περιεχόμενο, ενδιαφέρονται μόνο για το δεύτερο. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί δεν διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις ώστε να ασχοληθούν με τη μορφή, δηλαδή με το θεμέλιο οποιουδήποτε έργου τέχνης, αλλά και γιατί η ειδίκευσή τους τούς έχει δημιουργήσει την προδιάθεση να κάνουν αυτό τον διαχωρισμό».
Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να αντιτείνει ότι εδώ περιγράφεται μια εντελώς παραδοσιακή αντίληψη, ένας φθαρμένος, ξεπερασμένος από τα πράγματα τύπος ιστορικού. Μάλιστα, στις μέρες μας έχουμε αρκετούς ιστορικούς που είναι εξοικειωμένοι με τη σύγχρονη θεωρία και μετέχουν στο γενικότερο κλίμα της λογιοσύνης των πολιτισμικών σπουδών.
Ταυτόχρονα, το ρεπορτάζ των Νέων για το θάνατο του Νίκου Θέμελη μας θύμισε πώς ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, «άτυπος σύμβουλος του [Θέμελη] σε ζητήματα σύγχρονης Ιστορίας», παρουσίασε το 2003 τα βιβλία του:
«H τριλογία Αναζήτηση, Ανατροπή, Αναλαμπή του Θέμελη είναι η σάγκα του εκσυγχρονισμού», συμπλήρωσε ο A. Λιάκος. Τέτοια λογοτεχνικά έργα «συμβάλλουν στον σχηματισμό της δημόσιας αίσθησης της ιστορίας, στην ιστορική κουλτούρα, δηλαδή, της εποχής», πρόσθεσε. Και επισήμανε ότι «απ' αυτή τη σκοπιά ο Θέμελης συμπορεύεται με το ρεύμα της σύγχρονης κριτικής ιστοριογραφίας».
Προφανώς πρόκειται για υπερβολή του προφορικού λόγου, γιατί, παρ’ ότι και οι Μάγισσες της Σμύρνης και ο Άρης, αρχηγός των ατάκτων, και πλείστα άλλα παραλογοτεχνικά έργα, «συμβάλλουν στον σχηματισμό της δημόσιας αίσθησης της ιστορίας, στην ιστορική κουλτούρα, δηλαδή, της εποχής», δεν νομίζω πως «συμπορεύονται με το ρεύμα της σύγχρονης κριτικής ιστοριογραφίας»... Ας προσπεράσουμε όμως αυτή την αποστροφή του λόγου και ας έρθουμε στην ουσία, δηλαδή στο ερώτημα: το έργο του Θέμελη έχει κάποια συνάφεια, κάποια ουσιώδη σχέση, με το θεωρητικό ιστορικό πρόταγμα του Αντώνη Λιάκου, το οποίο όλοι γνωρίζουμε πως εγγράφεται στην περιοχή του μεταμοντέρνου; Και ως σχέση βέβαια δεν εννοώ κάποια σημεία τού «περιεχομένου» των μακροσκελών και αφόρητα επίπεδων αφηγήσεων του Θέμελη, που άρεσαν στο μαζικό αναγνωστικό κοινό, το οποίο προσέτρεξε, σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, για «να νιώσει κάτι από τον ασθµατικό ρυθµό και το υπόγειο ρίγος της ζωντανής Ιστορίας»∙ εννοώ αν τεκμαίρεται κάποια περαιτέρω σχέση, της ιστορικής κατεύθυνσης που ακολουθεί ο Λιάκος, δηλαδή του θεωρητικού του προτάγματος, με το αισθητικό πρόταγμα των βιβλίων του Νίκου Θέμελη.
Ας μη χαμογελάσει κανείς, γιατί κάθε βιβλίο έχει ένα κάποιο αισθητικό πρόταγμα, και όσον αφορά αυτό του έργου του Θέμελη, ο Γιάννης Δάλλας, εγκαίρως, το είχε προσδιορίσει, από αυτές εδώ τις σελίδες, λέγοντας πως συνεχίζει την πεζογραφία του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη..., όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει πως ο Θέμελης ανακατεύει τα απόνερα της πεζογραφικής γενιάς του ’30, και μάλιστα της πιο αδύναμης εκδοχής της. Είναι νομίζω προφανές, ότι ουδεμία ουσιώδης σχέση υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Θέμελη και αυτό του Λιάκου.
Όμως, η εξάντληση κάθε συζήτησης, όχι μόνο των παραδοσιακών αλλά τώρα πια και των μεταμοντέρνων ιστορικών, στο περιβόητο «περιεχόμενο» -όπως κάνουν άλλωστε και οι λογοτεχνικές βιβλιοπαρουσιάσεις των μυθιστορημάτων αλλά και οι συνήθεις φιλολογικές εργασίες-, συναντά την τρέχουσα αντίληψη των συγγραφέων, πως η λογοτεχνία απλώς αφηγείται μια ιστορία, πάνω κάτω σαν μια προσεγμένη τηλεταινία. Χαρακτηριστικός και ο έπαινος του Χατζηβασιλείου: «με έναν πολυπρόσωπο και πολυδαίδαλο µύθο, ο οποίος δεν χάνει ποτέ τον κεντρικό του µίτο […], όπως και µιαν αεικίνητη σκηνοθεσία, που ξέρει να βγάζει στην επιφάνεια ακανθώδεις σχέσεις και ανάγλυφους χαρακτήρες, ο Θέμελης...».
Όλα αυτά μας γυρίζουν πολύ πίσω, στις πρωτόγονες εποχές της ηθογραφίας, πιο πίσω και από τις ζαχαριαδικές συνταγές των μεσοπολεμικών Νέων Πρωτοπόρων. Το μόνο που φαίνεται να έχει αλλάξει, είναι πως τη θέση του περήφανου ξωμάχου, φορέα της «ψυχής του έθνους», ή του ρωμαλέου εργάτη, που ατενίζει με επαναστατική αισιοδοξία το μέλλον, την έχει πάρει ο «πολιτικά ορθός» ήρωας, που μέσα στους αιώνες, μέσα στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, μέσα και στη σημερινή πραγματικότητα, πασχίζει για τον οικονομικό, άμα δε και πολιτισμικό εκσυγχρονισμό του Γένους, εν ολίγοις για τον εκπολιτισμό των ιθαγενών, προσβλέποντας σε έναν επιλεκτικό (και μιμητικό) ευρωπαϊσμό, ως ανάγκη και διέξοδο τού μεγαλοαστικού μεταπρατισμού, και όχι βέβαια ως αίτημα κοινωνικής και δημοκρατικής χειραφέτησης και προοπτικής.
Κι έτσι φθάνουμε στη ρίζα του προβλήματος: πόθεν προκύπτει η αδιαφορία για τη «μορφή», και η συνακόλουθη υπεραξίωση του «περιεχομένου»; Αυτή η μετατόπιση εδράζεται στην πεποίθηση πως τέτοια «προωθημένα» θέματα, όπως η «μορφή», αντιστοιχούν σε προωθημένες κοινωνίες και κουλτούρες, που διαθέτουν την ανάλογη τέχνη και επιστήμη, ενώ εμείς υποκείμεθα (ακόμη) στην περιβόητη σχέση της «μετεκκένωσης». Ας αφήσουμε λοιπόν τις εξεζητημένες ενασχολήσεις, με την αισθητική, τη θεωρία, τους πειραματισμούς, τις πρωτοπορίες, ας τα αφήσουμε όλα αυτά στους «προηγμένους», ας πάρουμε έτοιμο το «πατρόν» και, ξεπατικώνοντας, ας βολευτούμε αναπαράγοντας το εκάστοτε «περιεχόμενο» της ευρωπαϊκής, ή μάλλον πια της αγγλοσαξονικής μόδας. Ας βολευτούμε σαν φουκαράδες επαρχιώτες, κι ευχαριστημένοι να είμαστε, που βρίσκονται κάποιοι «φωτισμένοι» ανάμεσά μας να μας ανοίγουν τα μάτια...
Μόνο που αυτή η καρικατούρα της κοινωνικής κίνησης και ωρίμανσης μπορεί ίσως να ισχύει σε κάποιες προκάτ πολιτισμικές σπουδές, και σε αρκετά ούτως ειπείν μυθιστορήματα, μπορεί να ισχύει ως ηγεμονική ιδεολογία τού καθ’ ημάς διαφωτισμού, αλλά και του καθ’ ημάς ακαδημαϊκού μεταμοντερνισμού, όμως δεν ισχύει στην τέχνη – εκεί ποτέ δεν ίσχυσε στα σοβαρά. Για παράδειγμα, η νεοελληνική πεζογραφία, ήδη από τον 19ο αιώνα, έχει φθάσει στην κορύφωση της Πάπισσας Ιωάννας του Εμμανουήλ Ροΐδη. Έργο που, από άποψη μορφής, ιδιαίτερα δε ως προς τις αφηγηματικές τεχνικές του, οι οποίες οργανώνονται ακριβώς πάνω στη σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας, βρίσκεται στην πρωτοπορία του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Όχι μόνο δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα εσπέρια μυθιστορήματα του καιρού του, αλλά πολλά θα μπορούσε να συνεισφέρει και στη σημερινή συζήτηση για τα όρια και τη μείξη των ειδών, για τη διακειμενικότητα, για τη σχέση μυθοπλασίας και πραγματικότητας, κλπ κλπ, και όσα συνιστούν την ατζέντα της μεταμοντέρνας λογοτεχνικής συνθήκης, στην οποία, άλλωστε, το ομόλογο ρεύμα τής σύγχρονης πεζογραφίας μας μετέχει χωρίς επαρχιακά κόμπλεξ, δηλαδή με παροιμιώδη επιμονή στη «μορφή»...
Ναι, αλλά το ίδιο το παράδειγμα που επικαλούμαι, δηλαδή ο Ροΐδης, στην περιβόητη διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο φαίνεται να υποστηρίζει τα εντελώς αντίθετα, δηλαδή πως δεν μπορεί να υπάρξει σύγχρονη, ευρωπαϊκού «επιπέδου» ελληνική λογοτεχνία (ποίηση), χωρίς την αντίστοιχη κοινωνική ωρίμανση. Τότε, όμως, πώς προέκυψε η Πάπισσα;
Προέκυψε! Αυτή είναι η ταυτολογική απάντηση, γιατί το ερώτημα δεν υφίσταται στην ιστορία της τέχνης, όπως δεν υφίσταται το ερώτημα πώς προέκυψε ο Λωτρεαμόν. Καμιά δε «εξήγηση» δεν πρόκειται να βρούμε στους πολυσέλιδους τόμους των Απάντων του Ροΐδη, που αποθησαυρίζουν οξείες και οξυδερκείς αντιπαραθέσεις και παρεμβάσεις του, που βεβαιώνουν για την ευρυμάθεια, για το εύστροφον και το χαρισματικόν του ανδρός, για το ανεπανάληπτο ύφος του, στην ουσία όμως διασκεδάζουν τη συγγραφική αργία στην οποία περιέπεσε και το γεγονός ότι παρέμεινε ουσιαστικά ο συγγραφέας ενός και μοναδικού μυθιστορήματος. Όλη δε η πνευματική διαδρομή του, καθώς και τα βιογραφικά του στοιχεία, μας βεβαιώνουν για την προϊούσα περιθωριοποίησή του, δηλαδή για την ήττα του, όχι ως πνευματική ή κοσμική φιγούρα αλλά ακριβώς ως συγγραφέας της Πάπισσας. Αντίθετα, ο Άγγελος Βλάχος, περνώντας τα χρόνια, «επηρεάζει την ιστορική κουλτούρα» της εποχής, απολαμβάνει όλο και περισσότερες τιμές, ασκεί πολιτικούς ρόλους, κ.τ.λ, όπως μας δείχνει το συγκριτικό χρονολόγιο Ροΐδη-Βλάχου, στην πρόσφατη έκδοση της διαμάχης τους από τον Δημήτρη Δημηρούλη.
Αυτή η ήττα του Ροΐδη διαρκεί πολύ, διαρκεί ακόμη και σήμερα, αφού σχεδόν κάθε σελίδα των Απάντων του τυγχάνει εμβριθούς μελέτης και απολαμβάνει τις περιποιήσεις χρονοβόρων διατριβών, εκτός από τις σελίδες της Πάπισσας... Απ’ ό,τι φαίνεται, ενάμισι αιώνα μετά, οι αιτίες, δηλαδή καθεστωτικές αντιλήψεις, κοινωνικές νοοτροπίες, ιδεολογικοί μηχανισμοί, διατηρούν αμείωτη την ισχύ τους, και οι φορείς τους αμείωτο το κόμπλεξ τους απέναντι στο κορυφαίο αυτό έργο.
Κι επειδή ο σχετικός κατάλογος ανάλογων έργων και συγγραφέων είναι μακρύς και συνεχώς συμπληρώνεται, περιλαμβάνοντας π.χ. μεγέθη σαν τον Νικόλαο Κάλας, ή φθάνοντας, πιο κοντά σε μας, στον πεζογράφο Γιάννη Πάνου, δικαιούμαι νομίζω να καταλήξω στο συμπέρασμα, πως οι όντως ευρωπαίοι συγγραφείς που διαθέτουμε και τα έργα τους περνούν των παθών τους τον τάραχο, ή και περιθωριοποιούνται, ενώ, αντίθετα, οι ανώδυνοι «ευρωπαϊστές» (σε αγαστή συμπόρευση με τους προβλέψιμους «αντιευρωπαϊστές») τη βγάζουν ζάχαρη, τα δε σκαριφήματά τους καθορίζουν την «ιστορική κουλτούρα» της κάθε εποχής.
Επί ερημικού λόφου, δεσπόζοντος της πόλεως, αναπαύεται τις νύχτες η Πάπισσα Ιωάννα, αυτή εν εαυτώ μόνη. Συνομιλεί μόνο με φευγαλέα σπαράγματα από φωνές αγαπημένων της συγγραφέων:
-Έμαθα μέσα στη στέρηση ν’ απλώνω άπληστα σφουγγάρια πάνω από το αλμυρό πέλαγος της ιστορίας και ν’ αποθλίβω κατόπιν τον γλυκό χυμό...
-Με τον ίδιο τρόπο, αγαπητέ μου, οι αρχαίοι ναυτικοί αντλούσαν πόσιμο νερό απ’ την πικρή θάλασσα...
-Μετά θάνατον, ο νους του ανθρώπου απορροφάται από τον ποιητικό νου. Συνεχίζει να υπάρχει, όχι ως προσωπική υπόσταση αλλά ως μέρος του καθολικού νου...
-Χρονικογράφο σε νόμιζα εσένα...
-Τον τίτλο του συγγραφέα δεν μου τον χάρισε κανείς, δεν τον οφείλω σε κανέναν και δεν μπορεί κανείς να μου τον αφαιρέσει. Είναι η μόνη μου περιουσία, το μόνο σ’ αυτό τον βίο που μπορώ να αποκαλέσω δικό μου...
-Όλα τα άλλα σού τα πήραν, ή μάλλον τα έχασες...
-Εκτιμώ τη γλώσσα όταν αυθαδιάζει, παρά όταν επαινεί και χαϊδεύει...
-Το άνθος των αρχόντων και των σοφιστών βρισκόταν στα πόδια σου, αλλά «όταν ομιλεί η θεά τέχνη, οι θνητοί οφείλουν ταπεινά να υπακούουν», τους είπες...
-Οι ίδιες σκέψεις, αν διαταχθούν διαφορετικά, δεν σχηματίζουν ένα νέο είδος λόγου, αν όμως οι ίδιες λέξεις διαταχθούν διαφορετικά, σχηματίζουν τελείως άλλες σκέψεις. Να η υπεροχή της τέχνης...
-Μήπως είναι απατηλή αυτή η αναπάντεχη ευτυχία της γλώσσας; Και ο καπνός είναι μεν φυσικόν σημείον του πυρός, αλλά όχι αυτό τούτο το πυρ...
-Εσύ, Πάπισσα, μιλάς έτσι; Εσύ που αποτίναξες κάθε ταπεινό ή υπέρλαμπρο χιτώνα και αφιερώθηκες στον καθαρμό της γλώσσας, εσύ που πόνεσες για το ένδυμα του λόγου;
-Ουκ έστιν του λόγου ένδυμα∙ σάρκα εκ της σαρκός το φόρεμά μου, χιτώνας επί χιτώνος η σάρκα μου...
Sophie Fardella- Carnet 1 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου