10/9/11

Πολιτικός και καβαφίζων

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΤΑΣΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ, Κάθοδος, εκδόσεις Τυπωθήτω, σελ. 110

Η δεκαετία του 1940, ανάλογα με τον τρόπο που έχει εγγραφεί στο μυαλό του καθενός, συνοψίζεται σε μία κορυφαία στιγμή της, η οποία χαρακτηρίζει και την ανάγνωση όλης της περιόδου: «ΌΧΙ», Απελευθέρωση, Δεκέμβρης, Βάρκιζα, Λιτόχωρο, Γράμμος... Ο Δεκέμβρης του 1944 είναι λοιπόν η στιγμή που οργανώνει την ανάκληση της μνήμης στα ποιήματα του Τάσου Γαλάτη, στιγμή που καθορίζει την εικόνα όλης της δεκαετίας. Μια εικόνα βέβαια διαμεσολαβημένη από τις μετέπειτα εμπειρίες, από την έλλογη επεξεργασία αυτής της περιόδου στη φάση της ενηλικίωσης (χαρακτηριστικός ο απόηχος του ομόλογου τραγουδιού του Σαββόπουλου). Μια περίοδος που όμως παραμένει ενεργή, σε διαρκή εκκρεμότητα, όπως δηλώνει η πρώτη γραφή, το 2002, 34 ποιημάτων, που έλαβαν την τελική τους μορφή το 2010.

8 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1944
Μετράω με τα δάχτυλά μου
ήταν, αν λογαριάζω αλάθευτα,
έξι μήνες πριν από τον βομβαρδισμό της Δρέσδης
εννιά πριν από τη Χιροσίμα,
τα κρεματόρια κάπνιζαν ακόμη∙

Ούρλιαζαν οι τηλεβόες
θέριζαν τα πολυβόλα
οι τροχιοδείκτες έσκιζαν τον ουρανό
άνοιγαν τρύπες στον τοίχο του αντικρινού σπιτιού
οι σφαίρες του Δεκέμβρη∙

Δεν ήταν παίξε – γέλασε
ήμουνα πια εφτά χρονώ.

Όλες οι απόπειρες της ποίησης να μιλήσει για ιστορικά γεγονότα κρίνονται από την απόσταση που κρατά απέναντι στα ίδια τα γεγονότα. Λίγο πιο κοντά, και το ποίημα γίνεται μέρος της ιστορίας, απορροφάται στη δίνη της, λίγο πιο μακριά, και η ιστορία γίνεται απλώς μια «εξωτερική» αφορμή για το ποίημα, σχεδόν προσχηματική. Όταν λοιπόν ο ποιητής θέλει να μιλήσει για μια περίοδο, για μια συνταρακτική εποχή που την έζησε αυτοπροσώπως, ποιον από τους δύο κινδύνους φοβάται περισσότερο; Εξαρτάται από την τωρινή του θέση, απέναντι στην ιστορία και τα πράγματα.
Ο Τάσος Γαλάτης, σήμερα, κυκλοφορεί και αναπνέει με άνεση στη δεκαετία του 1940, όχι ως τουρίστας αλλά ως μόνιμος, τακτικός κάτοικός της. Το βεβαιώνουν τα 34 ποιήματα αυτής της ενότητας, που φέρει τον τίτλο «Δυοβουνιώτου και Τζαβέλλα», δυο ονόματα που λειτουργούν ως οδόσημα και παραπέμπουν όχι μόνο σε μια πειραϊκή γειτονιά αλλά και κατευθείαν στο 1821, δηλαδή στη συγχρονική ανάγνωση της δεκαετίας του 1940, από τους ανθρώπους που τη ζούσανε ως επανάληψη ή και συνέχεια της πρώτης εκείνης επανάστασης. Τόσο κοντά στα γεγονότα, λοιπόν, ο Γαλάτης οδηγείται σε μια υπαρξιακή ταύτιση με την ιστορία.

Χάθηκαν πια τα οδοφράγματα, σίγησαν οι ερπύστριες
τα χωνιά και τα συνθήματα βουβάθηκαν
λούφαξε ο αρχαίος τρόμος περιμένοντας την ώρα του
πότε θα ξεσπάσει πάλι, γιατί θα ξεσπάσει
όπως μας διαβεβαιώνουν τα χρονικά  

Στη δεύτερη ενότητα, «Βοσπόρου και Ακριτών», η «έδρα» της μνήμης και των ποιημάτων μεταφέρεται στη γειτονιά της Καλογραίζας, όπου και πάλι χάνεται ο έλεγχος της απόστασης ανάμεσα στο ποίημα και το (μικρο)ιστορικό γεγονός, κατά τη γνώμη μου βλάπτοντας τα ποιήματα, αλλά ακόμα και την αναγνωστική πρόσληψη της πρώτης ενότητας, έστω και αν εκείνης η εμμονική εμπλοκή με τη «θάλασσα της ιστορίας» είχε τουλάχιστον ως ανταπόδοση την αχλύ και το πέλαγος των ισχυρών σημασιών της.
Στην τρίτη ενότητα, «Οι ουτοπίες», ο Γαλάτης πλησιάζει και πάλι επικίνδυνα, αυτή τη φορά στον Καβάφη. Αλλά, παρ’ ότι καβαφίζει ανοιχτά, χωρίς καμιά σκοτούρα να το κρύψει, μας δίνει τα καλύτερα ποιήματα του βιβλίου.

...ένας σατράπης του μεγάλου βασιλέα
ή ένας βασιλίσκος από τη Σκυθία
ορέγονται να φυτέψουν ροδωνιές στις στέπες της Ασίας
η έρημος ν’ ανθίσει γιασεμιές
κι όλοι μαζί θήτες ή άρχοντες ξεκινούν πλησίστιοι
να σπείρουν το αίμα και τα κόκκαλά του
στις ερημιές του κόσμου.
.........
Έτσι χτίζονται οι ουτοπίες
κανένας δεν λογάριασε ποτέ το αίμα και τα κόκκαλα.

Ο Γαλάτης δεν πράττει ό,τι σχεδόν οι πλείστοι όσοι καβαφίζουν, δηλαδή δεν προσπαθεί να μιμηθεί το λεπτεπίλεπτο των αποχρώσεων και των φωτοσκιάσεων, που πια όμως δεν λειτουργούν χωρίς το αλεξανδρινό φόντο, ούτε επιχειρεί να «συνεχίσει» ποιητικά τις ιστορικές, διδακτικές διαυγάσεις του ένδοξου προγόνου, δηλαδή, εν αγνοία του, να αναμετρηθεί με τον Καβάφη. Το ιστορικό άνυσμα και το άνυσμα της γλώσσας κρατά ως καβαφική παρακαταθήκη ο Γαλάτης, και μάλιστα τα κρατά εμπεδωμένα, είναι ταυτισμένος μαζί τους, λόγω και του επαγγέλματος του φιλολόγου... Κι εδώ μικρές οι αποστάσεις, και ακόμα μικρότερες στην τέταρτη ενότητα, «Τα σκοτάδια», όπου ο ποιητής κατασκηνώνει στο παρόν, στο κέντρο της Αθήνας, στη μετανάστευση, στην παραβατικότητα.

Αυτοί που τριγυρίζουν στα σκοτάδια – μην τους προσπερνάτε
αύριο, μεθαύριο, ίσως κι αυτό το απόγευμα
μπορεί να τους συναπαντήσετε
με μία βελόνα καρφωμένη στα γεννητικά τους όργανα
εδώ στη γειτονιά σας, στις όχθες του Ιλισσού
εκεί που ο Σωκράτης αντάμωσε τον Φαίδρο
στις άλλες όχθες, του Ηριδανού
εκεί που ο εγκόσμιος Ζευς
εκφώνησε τον Επιτάφιο για την ουράνια Πολιτεία

Επί του συνόλου, φαίνεται πως όσο πιο πολιτική είναι η στόχευση των ποιημάτων του Γαλάτη τόσο αδυνατίζει ο ποιητικός του λόγος, ενώ όσο πιο προσωπική είναι η ματιά του, τόσο ισχυροποιείται. Παρ’ ότι η σκηνοθεσία των ποιημάτων πασχίζει να μας πει το αντίθετο: τα πιο πολιτικά είναι σκηνοθετημένα με το βλέμμα του παιδιού των 7 ετών, ή έστω του εφήβου, ενώ τα υπόλοιπα σκηνοθετούνται ουδέτερα, απρόσωπα, σχεδόν αντικειμενοποιούνται. Να μία κλασική περίπτωση απόλυτης διάστασης, της πρόθεσης του ποιητή και του αποτελέσματος, του ίδιου του ποιήματός του. Ένας ακόμη λόγος που κάνει το βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον και καθόλου προβλέψιμο.
Δεν ρώτησα γιατί ξενιτεύτηκε
ήταν η φτώχεια, η ανέχεια ή μήπως η πολιτική
μάντεψα ότι θα τον ενοχλούσε μάλλον η περιέργειά μου
μιλούσε με υπερηφάνεια για τα Σούσα, την Περσέπολη, τις Πασαργάδες
κι όταν έφτασε στο φημισμένο Ισπαχάν
σχεδόν μου τραγουδούσε

Δεν υπάρχουν σχόλια: