24/9/11

Γνωρίζοντας τη φιλοσοφία μέσα από τα προβλήματά της

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ALAIN RENAUT, Η Φιλοσοφία, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, επιμέλεια μετάφρασης, Άρης Στυλιανού, εκδόσεις Πόλις, σελ. 826

Η ιστορία της φιλοσοφίας ως φιλοσοφία

Ένας καθιερωμένος τρόπος, για να παρουσιάσει κανείς τα ενδιαφέροντα της φιλοσοφίας και να αναδείξει τη συμβολή και τη χρησιμότητά της, είναι μέσα από την έκθεση της ιστορικής εξέλιξης των φιλοσοφικών ιδεών. Εκτός από καθιερωμένος – και ίσως ακριβώς γι’ αυτό– ο  συγκεκριμένος τρόπος είναι και αποτελεσματικός κυρίως ως προς την κατάδειξη της ιστορικότητας αυτών των ιδεών και των προβλημάτων γύρω από τα οποία αυτές διαμορφώθηκαν. Αυτή η τελευταία διατύπωση, όμως,  ότι δηλαδή οι φιλοσοφικές ιδέες δεν κυοφορούνται γενικώς στη σκέψη των φιλοσόφων, αλλά διαμορφώνονται και, κάποια στιγμή, αποκρυσταλλώνονται σε αναφορά προς συγκεκριμένα προβλήματα, μας υποδεικνύει και μια άλλη κατεύθυνση ۠ αυτήν που ακολουθεί το βιβλίο που συνέγραψε ο γνωστός πολιτικός και ηθικός φιλόσοφος Alain Renaut, σε συνεργασία με τον Jean- Cassier Billier, διδάκτορα της πολιτικής φιλοσοφίας και διδάσκοντα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris V), τον Patrick Savidan, καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Πουατιέ, και τη Ludivine Thiaw- Po –Une, διδάκτορα φιλοσοφίας και διδάσκουσα στο ίδιο Πανεπιστήμιο.
Η ιστορία της φιλοσοφίας δεν είναι απλώς έκθεση των ιδεών του παρελθόντος και το έργο που επιτελεί σίγουρα δεν μπορεί να περιγραφεί με τη φράση «ο τάδε φιλόσοφος είπε ότι…». Για την ακρίβεια, η ιστορία της φιλοσοφίας δεν μας εκθέτει αυτά που είπαν οι διάφοροι φιλόσοφοι. Αντιθέτως, εκθέτει ιδέες ۠ ιδέες που διατυπώθηκαν από φιλοσόφους, σε σχέση με συγκεκριμένα προβλήματα. Με  αυτή την έννοια, η ιστορία της φιλοσοφίας δεν είναι μία απλή έκθεση φιλοσοφικών ιδεών, αλλά είναι και η ίδια φιλοσοφία, στον βαθμό που συνδέει την έκθεση και την ιστορική εμφάνιση αυτών των ιδεών με τη διατύπωση αντίστοιχων προβλημάτων, μάλιστα, δε, προβλημάτων που υπερβαίνουν το πλαίσιο της ιστορικής τους σύλληψης και αποτύπωσης, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι τα ίδια τα προβλήματα δεν έχουν ιστορικότητα. Το γεγονός ότι τα φιλοσοφικά προβλήματα, τα οποία εκθέτει η ιστορία της φιλοσοφίας, υπερβαίνουν το πλαίσιο της ιστορικής τους σύλληψης σημαίνει ότι δεν εξαντλούνται στην ιστορικότητά τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι η ιστορία της φιλοσοφίας είναι η ίδια φιλοσοφία. Είναι η έκθεση φιλοσοφικών προβλημάτων τα οποία εξακολουθούν να είναι επίκαιρα και να αποτελούν τον πυρήνα της σύγχρονης ακαδημαϊκής-επιστημονικής συζήτησης και έρευνας. Έτσι, η ιστορία της φιλοσοφίας συγκροτείται επί τη βάσει της έκθεσης και της ανάλυσης συγκεκριμένων φιλοσοφικών προβλημάτων. Το έργο του Renaut και των συνεργατών του μάς  δείχνει  πώς γίνεται αυτό, δηλαδή με ποιον τρόπο η ιστορία της φιλοσοφίας συγκροτείται η ίδια ως φιλοσοφία μέσα από την έκθεση και την ανάλυση των ουσιωδών προβλημάτων της τελευταίας.

Η μέθοδος: μετατρέποντας τα θέματα σε προβλήματα

Το βιβλίο περιλαμβάνει πέντε μέρη τα οποία αντιστοιχούν σε ισάριθμες θεματικές ενότητες, σε πέντε φιλοσοφικά θέματα, όπως είναι –  με τη σειρά που παρουσιάζονται στο έργο και συγκροτούν την περιεχομενική του διάρθρωση –  το υποκείμενο, ο πολιτισμός, ο ορθός λόγος και το πραγματικό, η πολιτική, η ηθική. Κάθε ένα από αυτά τα φιλοσοφικά θέματα είναι κέντρο του θεωρητικού ενδιαφέροντος. Ο Renaut αναδεικνύει  το νόημα του καθενός, παρά τα ασαφή, πολλές φορές, όριά του και τη συνάφειά του με άλλα θέματα. Όμως, κατά τη συστηματική προσπάθειά του για την ανάδειξη αυτού του νοήματος και την οριοθέτησή του ως προς άλλες συναφείς θεματικές περιοχές, καταφέρνει να αναδείξει τον ιδιαίτερο νοηματικό πυρήνα των συγκεκριμένων φιλοσοφικών θεμάτων. Στην ουσία, αυτός ο πυρήνας είναι το αδρομερές περίγραμμα της μορφής που σχηματοποιεί το καθένα από τα πέντε φιλοσοφικά θέματα του βιβλίου. Πρόκειται για τη συστηματική προσπάθεια σημασιολογικού προσδιορισμού του καθενός από αυτά. Είναι δηλαδή η προσπάθεια για την υποβολή του ερωτήματος «τι σημαίνει αυτό;», μαζί με την απόπειρα να δοθεί μια πρώτη απάντηση. Ωστόσο, η υποβολή του ερωτήματος και η προσπάθεια για μια πρώτη απάντηση δείχνει και τον τρόπο με τον οποίο κάθε θέμα – φιλοσοφικό θέμα – μετατρέπεται σε πρόβλημα. Τότε, το φιλοσοφικό θέμα οριοθετείται, σε σχέση με άλλα θέματα, αλλά και προσδιορίζεται ως προς την ιδιαίτερη και συγκεκριμένη σημασιακή του ταυτότητα, με βάση τη δυσκολία που προκύπτει κατά την επεξεργασία του, κατά την αποσαφήνιση των λεπτότερων σημασιολογικών του αποχρώσεων και των λεπτοφυέστερων, ειδικότερων συστατικών μερών του. Τότε, αρχίζει να υπερβαίνει τις δυνατότητές μας και μάς δυσκολεύει۠ μας ωθεί στα όρια των γνωσιακών και των μεθοδολογικών μας δυνατοτήτων. Είναι η στιγμή που το θέμα «αλήθεια», «υποκείμενο», «γνώση», «πολιτισμός», «γλώσσα»,«πράξη», «ηθική», «πολιτική», καθώς και πολλά άλλα, μετατρέπεται σε πρόβλημα.
Ο Renaut, σε αυτό το σημαντικό βιβλίο του, αποσκοπεί στο να μας δείξει πώς συντελείται αυτή η μετατροπή. Όταν το θέμα, το οποίο αρχικώς εκτίθεται, μετατρέπεται σε πρόβλημα, το οποίο διατυπώνεται με τη μορφή ερωτήματος, ακολουθεί η διατύπωση ορισμένης θέσης ή και περισσότερων σε σχέση με το ερώτημα. Τότε το φιλοσοφικό πρόβλημα συνδέεται με το επιχείρημα. Φιλοσοφία χωρίς πρόβλημα και επιχείρημα δεν νοείται. Με αυτή την έννοια, τα φιλοσοφικά προβλήματα και τα σχετικά προς αυτά επιχειρήματα υπερβαίνουν το αρχικό ιστορικό τους πλαίσιο. Μπορούμε δηλαδή να παρακολουθήσουμε ορισμένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που θέτει ως ερωτήματα η αρχαία ελληνική σκέψη (π.χ. το πλατωνικό ερώτημα περί το τι δικαιολογεί τη γνώση, την κρίση ως κατηγόρηση στον Αριστοτέλη, ή το σκεπτικό, κατά τον αρχαίο σκεπτικισμό, ερώτημα «πώς μπορώ να γνωρίζω ότι γνωρίζω;»), καθώς και τα επιχειρήματα που διατυπώνονται, ως περιεχόμενα ενός σύγχρονου επιστημονικού περιοδικού  που συζητεί σημερινά προβλήματα και αναλύει την επιχειρηματολογία που τα συνοδεύει και τις συναφείς υποστηριζόμενες με αυτήν επιστημονικές απόψεις.
Με αυτόν τον τρόπο, μας δείχνει ο Renaut, το φιλοσοφικό θέμα αποκτά συγκεκριμένη μορφή: σχηματοποιείται σε πρόβλημα. Αυτή η μορφή σμιλεύεται με το ερώτημα που αποτελεί όχημα για την πορεία του προβλήματος, μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας και τις περιόδους εξέλιξης της σκέψης και της επιστήμης, ενώ, ταυτοχρόνως, ορίζει και το επίδικο ζήτημα, δηλαδή το σημείο τριβής και διαφωνίας, σε σχέση με το ερώτημα, το οποίο συνιστά συνθήκη σύνταξης και διατύπωσης των επιχειρημάτων. Έτσι, λοιπόν, ο Renaut κάτω από κάθε θέμα διατυπώνει μια σειρά από συναφή προβλήματα και εκθέτει και τα βασικά επιχειρήματα που στηρίζουν απόψεις και θέσεις σε σχέση με αυτά. Είναι σαν να προβάλλει τη συζήτηση γύρω από αυτά τα προβλήματα μέσα από έναν διαρκή διάλογο, με συγκρουόμενες απόψεις και υποστηρικτικά αυτών των απόψεων αντιπαρατιθέμενα επιχειρήματα, τα οποία ανασυγκροτεί με εύστοχο τρόπο, ώστε ο αναγνώστης –  συστηματικός μελετητής, πρωτοεισαγόμενος στη σπουδή της φιλοσοφίας φοιτητής ή ευπαίδευτος θηρευτής των προβλημάτων που αρθρώνουν τον στοχασμό και τον κριτικό αναστοχασμό και συχνά τους ωθούν στα όριά τους – να ασκείται και ο ίδιος σε αυτή την ανάλυση και ανασυγκρότηση προβλημάτων και επιχειρημάτων.
Ο Renaut διαιρεί καθένα από τα μέρη-φιλοσοφικά θέματα που απαρτίζουν το βιβλίο σε προβλήματα, όπως είναι η αντίληψη και η σχέση της με τη γνώση, το υποκείμενο και ο άλλος, η γλώσσα, η επιθυμία, η ύπαρξη και ο χρόνος, η τέχνη, το θρησκευτικό φαινόμενο, η ιστορία, θεωρία, η αλήθεια, η ερμηνεία και η απόδειξη, αλλά και η ηθική και η σχέση των ηθικών κρίσεων με την αλήθεια, η δικαιοσύνη και τα θεμελιώδη προβλήματα της φιλοσοφίας του δικαίου, καθώς και η σχέση της ελευθερίας με την ισότητα.

Η θέση από την οποία ακείται η κριτική και τα συμπεράσματά της

Το έργο που μας προσφέρει ο Alain Renaut εγγίζει οριακά προβλήματα, όπως το τι είναι η φιλοσοφία ως ερώτημα της ίδιας της φιλοσοφίας και θεωρεί τις απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα  πυξίδα, για να παρακολουθήσουμε τις κατευθύνσεις του φιλοσοφικού στοχασμού, του επιστημονικού διαλόγου αλλά και των ρευμάτων της σκέψης και των παραδόσεων που δημιούργησαν και που συνεχίζουν να υπάρχουν μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας. Ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου δεν αποκτά μόνο σημαντικές πληροφορίες. Επιπλέον κερδίζει, επειδή ο Renaut εκθέτει και τη δική του θέση, δηλαδή την οπτική μέσα από την οποία εξετάζει τη σύλληψη, τη διατύπωση και την εξέλιξη των φιλοσοφικών προβλημάτων, των ερωτημάτων με τα οποία αυτά εκφέρονται, την επιχειρηματολογική δικαιολόγηση των θέσεων που διατυπώνονται σε σχέση με αυτά, αλλά και τις αναπόφευκτες αντιπαραθέσεις. Οι τελευταίες, όταν «κλείνει» ένα πρόβλημα, το «ανοίγουν» ξανά, μετατρέποντας τις προηγούμενες θέσεις επί των προβλημάτων σε απορίες που οδηγούν σε νέα προβλήματα, αλλά και στην αναδιατύπωση των προηγουμένων επιχειρημάτων, δημιουργώντας την ανάγκη για επανεξέταση, ίσως και αναθεώρηση των ήδη  εκτεθέντων, αλλά και την αναζήτηση και εύρεση καινούργιων.
Μπορούμε, στηριζόμενοι στη «Φιλοσοφία» του Renaut, όπως και στην εξαιρετική Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας της Οξφόρδης, να παρακολουθήσουμε την έκθεση της διαμόρφωσης, της αλλαγής και της εξέλιξης των φιλοσοφικών προβλημάτων, καθώς και των επιχειρημάτων που τα συνοδεύουν, μέσα από τη διερώτηση για την αντικειμενικότητα της σκέψης και της γνώσης και της σχέσης τους με τον κόσμο.
Οι θεμελιώδεις κανονιστικές και οιονεί γνωσιακές αρχές του φιλοσοφείν μάς προσανατολίζουν στο να αναζητούμε αυτή την αντικειμενικότητά της και την έκφρασή της στον επιστημονικό, ηθικό και πολιτικό στοχασμό μέσα από τη λογική συγκρότηση και διάρθρωση των εννοιών αλλά και τις συνθήκες αληθείας που συνδέονται με τις πεποιθήσεις μας. Για παράδειγμα, όλοι έχουμε ηθικοπολιτικές πεποιθήσεις. Όταν όμως καταφάσκουμε και διατρανώνουμε την ορθότητά τους, εμπλεκόμαστε στην αναζήτηση αυτής της αντικειμενικότητας και πιεζόμαστε από το άχθος της υποχρέωσης που μας ωθεί στην αναζήτηση των προϋποθέσεων οι οποίες καθιστούν επαρκέστερη και ικανοποιητικότερη τη δικαιολογητική τους υποστήριξη. Η φράση και θέση «έχουμε δίκιο να τασσόμαστε υπέρ της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης και, γι’ αυτόν τον λόγο, τις διεκδικούμε για όλους» απαιτεί κάτι περισσότερο από την απλή προτίμησή μας σε αυτές τις αξιακές αρχές. Θέτει λοιπόν το πρόβλημα της αντικειμενικότητας της σκέψης που μοιραζόμαστε, όταν αυτές οι αξίες καθίστανται αντικείμενο του συστηματικού στοχασμού μας, καθώς και του κανονιστικού τους περιεχομένου, αλλά και του είδους της σχέσης και της επαφής που έχει η σκέψη με τον κόσμο. Η σκέψη περιλαμβάνει μόνο ιδέες και συνιστά κυρίως ψυχολογικό γεγονός, μια υποκειμενική κατάσταση, ή κατανοείται με σημασιολογικούς όρους, μέσα από τη λογική σύσταση και οργάνωση των εννοιών που την καθιστούν πλήρη, συγκροτημένη αλλά και αντικειμενική; Η προρρηθείσα θέση, όμως, περί ελευθερίας, ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, που ανέφερα ως παράδειγμα, κυρίως αξιώνει τη δικαιολόγηση της ορθότητας των θεμελιωδών κανονιστικών μας πεποιθήσεων, στην πολιτική φιλοσοφία, αλλά και τη  συμφυή σχέση αυτών των πεποιθήσεων με τις κανονιστικές έννοιες της αλήθειας και της γνώσης. Θα ήταν αυτές οι πεποιθήσεις μας – και όχι κάποιες άλλες –  εάν δεν πιστεύαμε ότι είναι αληθείς; Πώς δικαιολογείται αυτή η σχέση; Δεν πρόκειται για τη πεποίθηση που εξοβελίζει την κριτική αμφιβολία στην υπερορία μακράν του δημιουργικού ελέγχου και στοχασμού. Πρόκειται όμως για τη σύνδεση πεποιθήσεων και αλήθειας όπου η τελευταία νοείται ως όριο και στόχος στον οποίο κατατείνουν οι γνωσιακές προσπάθειές μας, ώστε να αναδεικνύεται ακριβώς η εσωτερική σχέση αλήθειας και δικαιολόγησης.
Αυτές οι τελευταίες απόψεις αποσαφηνίζουν και τη θέση από την οποία έχει γραφτεί αυτή η βιβλιοκρισία. Είναι θέσεις που αναδεικνύουν ως μείζον πρόβλημα το αν θα δεχθούμε την ύπαρξη κανονιστικών λόγων που θα έχουν ισχύ υπερβαίνουσα τη βούλησή μας, τις επιθυμίες μας, αλλά και τις όποιες διαδικασίες κοινωνικής και συνάμα διαλογικής κατασκευής.  Ο προβληματισμός για την ύπαρξη τέτοιων κανονιστικών λόγων είναι σηματωρός για τον σχεδιασμό μιας ερευνητικής πορείας που τείνει προς την αναζήτηση και, συνεπώς, και προς την υποστήριξη της αντικειμενικότητας και της ορθότητας των ηθικοπολιτικών, κανονιστικών μας επιλογών, ώστε αυτές να μη δικαιολογούνται απλώς ως πραγματιστικώς προσεγγιζόμενες και αποδεκτές εντός του πλαισίου μέσα στο οποίο διατυπώνονται και νοηματοδοτούνται. Η αποσαφήνιση αυτών των θέσεων καθιστά πιο ευκρινή την κριτική, χωρίς να θεωρεί ότι είναι έλλειψη η απουσία αυτών των θέσεων και του αντίστοιχου προβληματισμού από το βιβλίο του Renaut. Ο ίδιος, άλλωστε, υιοθετεί και αναπτύσσει διαφορετικές προσεγγίσεις σε σχέση με προβλήματα αντικειμενικότητας των κανονιστικών λόγων και της αλήθειας των ηθικοπολιτικών κρίσεων, όπως φαίνεται και από τον πολύ ενδιαφέροντα διάλογό του με τον Charles Larmore, με τις απόψεις του οποίου συμφωνώ, σχετικά με την ηθική (βλ. Α. Renaut-C.Larmore, Περί ηθικής λόγος και αντίλογος. Ιδεαλισμός ή ρεαλισμός, μτφ. Μιχάλης Πάγκαλος, Πόλις, Αθήνα 2006). Ο Renaut όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει με αδιαφορία τις αιχμές αυτών των προβλημάτων, αλλά, αντιθέτως, δίνει την προσήκουσα έμφαση στην εννοιολογική ανάλυση και αποσαφήνιση των φιλοσοφικών θέσεων, ενώ, παραλλήλως, αναδεικνύει τα συναφή επιχειρήματα, εξαίροντας την αναγκαιότητά τους για τη φιλοσοφία, αλλά και την αναγκαιότητα της άσκησης στην υπεράσπιση και την ανασκευή τους, στην αυστηρή έκθεση και διατύπωσή τους και τη συνέπεια στη συλλογιστική, συντακτική τους οργάνωση και διάρθρωση. Με αυτή τη μεθοδολογική άσκηση φιλοδωρεί τον αναγνώστη το βιβλίο του Renaut και αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο όφελος που αποκομίζει ο τελευταίος.

Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει πολιτική και ηθική φιλοσοφία στον Τομέα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: