ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Γεωργία, Περιβάλλον, Διατροφή. Η Ελληνική Γεωργία στο Παγκόσμιο Αγροτοδιατροφικό Σύστημα, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 234
Στη δίνη της σύγχρονης καπιταλιστικής κρίσης, την κρίση χρέους και τις πολιτικές «Μνημονίου», η συζήτηση για τα «αγροτικά» ίσως θεωρηθεί ως ελάσσονος σημασίας πρόβλημα. Ωστόσο, πρόκειται για μεγάλης σημασίας ζήτημα, τόσο γιατί η κρίση πλήττει και τον αγροτικό τομέα, όσο γιατί η «διατροφική κρίση» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του πλανήτη. Ο Βαγγέλης Νικολαΐδης, με το νέο του βιβλίο επαναφέρει με σύγχρονους όρους στο τραπέζι της πολιτικής το «αγροτικό ζήτημα». Με την «ολιστική» του προσέγγιση (παραγωγή, κατανάλωση, περιβάλλον, αγρότες, ευρωπαϊκή διάσταση, διεθνείς σχέσεις, κ.ά.), δεν αρκείται απλά στην «παρατήρηση» (διαστάσεις, αιτίες, συνέπειες), αλλά καταθέτει εναλλακτική πρόταση με «όρους κοινωνίας».
Ο συγγραφέας δεν είναι οπαδός του ουδέτερου «ακαδημαϊσμού», αλλά έχει «μέτωπο» σε απόψεις και πολιτικές που υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, τα οποία ευθύνονται για τη δημιουργία των προβλημάτων.
Αφετηρία της ανάλυσης του είναι η ανάδειξη του «πολυλειτουργικού» ρόλου της γεωργίας και ολόκληρου του πλέγματος σχέσεων που συνδέονται με αυτήν. Ο αγροτικός τομέας εκτός από την παραγωγή προϊόντων και όρους ζωής των αγροτών, συνδέεται άμεσα με την προστασία του περιβάλλοντος, τη διατήρηση του κοινωνικού ιστού της υπαίθρου, τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, κ.ά. Οι ασκούντες την αγροτική πολιτική παρά τη φραστική αναγνώριση του «πολυλειτουργικού» της ρόλου, στην ουσία την αντιμετωπίζουν μονοδιάστατα, γεννώντας το ερώτημα κατά πόσο αυτή είναι εφικτή, με το υφιστάμενο κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο που κυριαρχείται από τις δυνάμεις της αγοράς. Κατά τον Β. Νικολαΐδη, «η σημερινή μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στη ρητορική και πρακτική της αγροτικής πολιτικής, αντανακλά την έλλειψη πολιτικής βούλησης για ουσιαστική αναγνώριση του «πολυλειτουργικού» ρόλου της γεωργίας και κατά προέκταση για την αποτελεσματική στήριξη της». Πολύ περισσότερο μάλιστα που «ακόμη και ο πρωταρχικός ρόλος της γεωργίας, η παραγωγή τροφίμων, στηρίζεται και προστατεύεται ολοένα και λιγότερο από τις επικρατούσες πολιτικές, στο πλαίσιο του περιορισμού και της απορρύθμισης των λειτουργιών του κράτους και φιλελευθεροποίησης των αγορών» (σελ.51). Η αναγνώριση του «πολυλειτουργικού» ρόλου της γεωργίας δίνει την δυνατότητα επανεξέτασης των κριτηρίων αξιολόγησης του αγροτικού τομέα με αναπτυξιακά-κοινωνικά-περιβαλλοντικά κριτήρια, τα οποία δεν χωρούν στα στενά πλαίσια του ανταγωνισμού των αγορών και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εκπέμπουν διεθνείς οργανισμοί, όπως «Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου-ΠΟΕ», «Συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου», «ΟΟΣΑ», μαζί και η νέα «Κοινή Αγροτική Πολιτική-ΚΑΠ» της ΕΕ.
Όπως ήδη τονίσαμε, η «διατροφική κρίση» αποτελεί ειδική μορφή εκδήλωσης της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης στη σφαίρα διατροφής. Σήμερα πάνω από 1,1 δισεκατομμύρια κάτοικοι του πλανήτη πεινούν και άλλα τόσα υποσιτίζονται. Οι κυρίαρχες ερμηνείες ανάγονται είτε στις κλιματικές αλλαγές, είτε στον υπερπληθυσμό, είτε στη γονιμότητα των εδαφών ή άλλους παράγοντες, αποσιωπώντας τις κοινωνικές-πολιτικές αιτίες του προβλήματος. Όπως τονίζει ο συγγραφέας «το παράδοξο της ύπαρξης πλεονασμάτων τροφής και πεινασμένων-υποσιτιζόμενων ανθρώπων είναι δομικό στοιχείο του υφιστάμενου μοντέλου παραγωγής και διανομής. Οφείλεται στο γεγονός ότι ο σκοπός της παραγωγής τροφίμων δεν είναι η διατροφή και η ευημερία των ανθρώπων, αλλά η διαρκής αύξηση των κερδών και μάλιστα ως αυτοσκοπός. Η υπαγωγή κάθε ανθρώπινης ανάγκης και δραστηριότητας στο μηχανισμό της συσσώρευσης κεφαλαίου, έχει ως αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη να αντικαθιστά ολοένα και περισσότερα ανθρώπινα δικαιώματα σε διαρκώς μεγαλύτερο βαθμό» (σελ.58).
Αυτή η επιδίωξη του μέγιστου κέρδους, αποτελεί παράλληλα και τη βαθύτερη αιτία των μεγάλων ανατιμήσεων τροφίμων τα τελευταία χρόνια με συνακόλουθο τις λαϊκές εξεγέρσεις που εκδηλώνονται σε διάφορες χώρες του πλανήτη. Η αυξανόμενος έλεγχος της «διατροφικής αλυσίδας» (παραγωγή αγροτικών εισροών, παραγωγή προϊόντων, επεξεργασία, διακίνηση και εμπορία τροφίμων) από μερικές δεκάδες πολυεθνικές και μεγάλες αλυσίδες super-markets στον κόσμο, καθώς τα κερδοσκοπικά παιγνίδια στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων αγροτικών προϊόντων, αποτελούν τη βασικότερη αιτία ανατιμήσεων ειδών διατροφής. Από την άλλη παρατηρείται αύξηση των κρουσμάτων νοθείας και υποβάθμισης της ποιότητας τροφίμων. Τα μεγάλα «διατροφικά σκάνδαλα», όπως οι «τρελές αγελάδες», κοτόπουλα ή χοιρινά με διοξίνες, ελαιόλαδο με παραφινέλαιο, κ.ά, αποτελούν εκδηλώσεις ενός και του αυτού φαινομένου, της ασυδοσίας των «agribusiness» που διευκολύνεται αντικειμενικά από την απορύθμιση των μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας τροφίμων. Τελευταίο κρούσμα που είδε το φως της δημοσιότητας ήταν η διοχέτευση στην ελληνική αγορά από τη Γερμανία, μέσω της πολυεθνικής αλυσίδας σούπερ-μάρκετ «Lidl» με την εμπορική ονομασία Marvest, ακατάλληλων κρεάτων (κατεψυγμένος βοδινός κιμάς), στον οποίο υπήρχε το παθογόνο βακτήριο E.coli 0157 που μπορούσε να προκαλέσει επιδημία, και την τελευταία στιγμή αποτράπηκε χάρις στον έλεγχο και εντολή καταστροφής τους από τον ΕΦΕΤ.
Μια νέα διάσταση της ποιότητας τροφίμων, που εκτός από μεγάλους κινδύνους για τη δημόσια υγεία πλήττει άμεσα τη βιοποικιλότητα και τους μικρομεσαίους παραγωγούς και τη διατροφική ασφάλεια, αποτελεί η χρήση «γενετικά τροποποιημένων οργανισμών» (ΓΤΟ) για παραγωγή «μεταλλαγμένων προϊόντων». Ένας μικρός αριθμός πολυεθνικών της βιοτεχνολογίας, με επικεφαλής την «Monsanto», επιχειρούν με την επιβολή της χρήσης ΓΤΟ, να ελέγξουν τη «τροφική αλυσίδα» και να θέσουν υπό ιδιόμορφη διατροφική «ομηρία», χώρες, λαούς, παραγωγούς και καταναλωτές. Την τελευταία δεκαετία διεξάγεται μια σκληρή μάχη η οποία δεν έχει κριθεί οριστικά, για το αν θα κυριαρχήσει ή όχι το «διαγονιδιακό» μοντέλο παραγωγής ειδών διατροφής. Πέρα από το πρόβλημα της δημόσιας υγείας, της διατροφικής εξάρτησης και καταστροφής των μικροπαραγωγών, η χρήση ΓΤΟ σε ανοικτούς αγρούς, συνεπάγεται ανυπολόγιστες αρνητικές συνέπειες στη βιοποικιλότητα και στο περιβάλλον, εξ’ αιτίας του κινδύνου «επιμόλυνσης» του γενετικού υλικού του πλανήτη που αποτελεί κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Από την άλλη το μοντέλο της εντατικής γεωργίας και η ανεξέλεγκτη χρήση αγροχημικών, ασκούν μακροχρόνια ανεπανόρθωτες βλάβες στο περιβάλλον, ενώ το καταναλωτικό μοντέλο της σπάταλης χρήσης φυσικών πόρων και της άκρατης εμπορευματοποίησης, εντείνει σε συνθήκες απελευθέρωσης των αγορών, τα στρεβλά παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα. Η ανάγκη ριζικής στροφής στον τρόπο παραγωγής αγροτικών προϊόντων, κάνοντας χρήση βιώσιμες μέθοδες παραγωγής (παραδοσιακές, βιολογικές, ολοκληρωμένης διαχείρισης) αποτελεί μεγάλης σημασίας ζήτημα, λαμβάνοντας παράλληλα υπ’ όψιν τις τοπικές, περιφερειακές και εθνικές ανάγκες για τρόφιμα και μόνο «εξ’ υπολοίπου» παραγωγή για εξαγωγές. Συνακόλουθο του βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου είναι και ένα αντίστοιχο μοντέλο κατανάλωσης και «διαίτης», που θα υπολογίζει τις διατροφικές παραδώσεις, την τοπική παραγωγή, τους κανόνες υγιεινής διατροφής και ασφάλειας τροφίμων. Στην περίπτωση μας το μοντέλο της «μεσογειακής δίαιτας» διαθέτει ασύγκριτα πλεονεκτήματα σε σχέση με το μοντέλο του «fast-food» που προωθούν κυρίες οι πολυεθνικές.
Σημαντικό μέρος του βιβλίου του Β. Νικολαΐδη αφιερώνεται στην εξέταση της σημερινής κατάστασης του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα. Η συρρίκνωση του βάρους του στην ελληνική οικονομία, ερμηνεύεται «μηχανιστικά» ως θετική εξέλιξη από ορισμένους. Πρόκειται για απλουστευτική αντίληψη που υποτιμάει το σύνθετο ρόλο του αγροτικού τομέα, εκτός από την παραγωγή τροφίμων, στην περιφερειακή ανάπτυξη, τις διακλαδικές διασυνδέσεις, το περιβάλλον, τον πολιτισμό κ.α. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας, «ο αγροτικός τομέας κατέχει περίοπτη θέση ως τροφοδότης πρώτων υλών, εφ’ όσον παράγει το 13,8% της συνολικής αξίας των εγχωρίων και ενδιάμεσων εισροών που χρησιμοποιεί το παραγωγικό σύστημα της χώρας». (σελ.98) Ο συγκεκριμένος δείκτης είναι σχεδόν διπλάσιος από την ποσοστιαία συμμετοχή του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ. Η υποτίμηση της σημασίας του εκδηλώνεται επίσης και στις εξωτερικές συναλλαγές, όπου παρατηρείται διαχρονικά αύξηση του εμπορικού ελλείμματος αγροτικών προϊόντων και αντίστοιχα πηγή τροφοδότησης του χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού). Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η αξία εισαγωγών κτηνοτροφικών προϊόντων κυρίως από βόρειες χώρες της ΕΕ, είναι περίπου στο ίδιο ύψος της αξίας εισαγωγών πετρελαίου, γίνεται αντιληπτή η έκταση του προβλήματος.
Δυστυχώς η ασκούμενη αγροτική πολιτική των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ την τελευταία δεκαετία, καθώς των κατευθύνσεων της νέας ΚΑΠ της ΕΕ, οδηγεί στην ουσία σε αποδιάρθρωση αντί ανάπτυξη του αγροτικού τομέα. Η αποδέσμευση των επιδοτήσεων από την παραγωγή, σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικές τιμές και την κατακόρυφη αύξηση του κόστους παραγωγής, συνετέλεσαν ώστε σειρά από καλλιέργειες να οδηγηθούν σε δραματική συρρίκνωση: τευτλοκαλλιέργεια από 418.000 στρέμματα το 2005 σε 58.000 το 2011, βαμβάκι από 3,8 εκατ. στρέμματα σε 2,5 εκατ.στερμ., μαλακό σιτάρι από 1,6 εκατ. στρέμματα σε 1,2 εκατ.στρεμ., βιομηχανική τομάτα από 1.200.000 τόνους σε 600.000 τόνους, σουλτανίνα από 39.000 τόνους σε 1.000 τόνους (!) κοκ. Από την άλλη η δράση των διαφόρων καρτέλ (γάλακτος, κρέατος, κλπ), συμπιέζουν αφόρητα το εισόδημα των κτηνοτρόφων. Η συρρίκνωση των καλλιεργειών και η δράση των καρτέλ, οδηγούν σε δραματική συρρίκνωση του αγροτικού εισοδήματος, που με τη σειρά του επιταχύνει την εγκατάλειψη του επαγγέλματος και την ερήμωση της υπαίθρου.
Ωστόσο, οι πιο πάνω εξελίξεις δεν είναι «προϊόν» κάποιου οικονομικού «ντετερμινισμού». Υπάρχουν εναλλακτικές πολιτικές (εφ’ όσον αλλάξουν οι κοινωνικοί-πολιτικοί συσχετισμοί και οι κυβερνήσεις), όπου ο αγροτικός τομέας, από «ασχημόπαπο» της ελληνικής οικονομίας, μπορεί να γίνει πηγή «διατροφικής αυτοδυναμίας», περιφερειακής ανάπτυξης, αύξησης της απασχόλησης, ενίσχυσης εισοδήματος, προστασίας βιοποικιλότητας και φροντίδας στο περιβάλλον. Ο Νικολαΐδης, καταρρίπτοντας τους «μονόδρομους» των κυρίαρχων πολιτικών, παραθέτει τους βασικούς άξονες μιας βιώσιμης εναλλακτικής αγροτικής πολιτικής. Αφετηριακό σημείο είναι ο επαναπροσδιορισμός της θέσης και ρόλου του αγροτικού τομέα. Διαφύλαξη του φυσικού πλούτου και του δημόσιου χαρακτήρα του. Αειφόρος γεωργική παραγωγή και η τεχνική στήριξη των παραγωγών. Στήριξη του αγροτικού εισοδήματος με ένταξη του αγροτικού τομέα στο γενικότερο πλαίσιο ανάπτυξης, τοπικής και περιφερειακής. Αγροτική πολιτική για όλα τα προϊόντα, για όλες τις περιοχές. Αντιμονοπωλιακή οργάνωση και αποεμπορευματοποίηση της παραγωγής τροφίμων. Μετριασμός εξάρτησης του αγροτικού εισοδήματος από πηγές εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Ενίσχυση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης στην οικονομία και ειδικά στην τοπική και αγροτική ανάπτυξη. Κοινωνική φροντίδα για τον αγρότη-παραγωγό. Ανάδειξη των κοινών συμφερόντων παραγωγών-καταναλωτών, σύνδεση του αγροτικού κινήματος και των εναλλακτικών κινημάτων για το περιβάλλον, τα δικαιώματα κλπ, με τα κινήματα γύρω από το ζήτημα της διατροφής, κά. Ανεξάρτητα από επιμέρους επιφυλάξεις που μπορεί κάποιος να έχει στη θεώρηση σημείων του βιβλίου, πρόκειται για μια σημαντική προσφορά που εμπλουτίζει τη βιβλιογραφία και αξίζει η ανάγνωση και πολύπλευρη αξιοποίηση του.
Ο Γιάννης Τόλιος είναι οικονομολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου