16/9/11

Παναγιώτης Κονδύλης Ο «επαΐων του περιθωρίου»...

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Με την ευκαιρία αναδημοσίευσης[1], αυτή τη φορά αυτοτελώς (παρέμεινε ο υπότιτλος, χωρίς ωστόσο ο νέος τίτλος να αποδίδει την ερμηνευτική πρόθεση του κειμένου), μιας εισαγωγής (1991) τριανταπέντε περίπου σελίδων του Παναγιώτη Κονδύλη οι «δημοσιολογούντες» ένας-ένας ξιφούλκησαν εναντίον των «εχθρών» του, σε ένα μόλις δεκαπενθήμερο. Ως μεταθανάτιοι «φίλοι» του, κατά τη «συνομάδωση των υπάρξεων» που είχε υποστηρίξει ο ίδιος ο Κονδύλης, διατείνονται ότι ο προς υπεράσπιση «διανοούμενος-στοχαστής» υπήρξε «μονίμως αποκλεισμένος από την ελληνική πανεπιστημιακή πραγματικότητα» ή «περιθωριοποιημένος από το ελληνικό ακαδημαϊκό σύστημα». Ακόμη σκληρότερα: «Έχει αποδειχθεί ότι οι λίγοι (ελάχιστοι) ελεύθεροι και ειλικρινείς στοχαστές δεν ευδοκιμούν στο ελληνικό θερμοκήπιο», σε αντίθεση με τους «μίμους και γελωτοποιούς» που «εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαίτερα υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης».
Κι αν ένα μέρος αυτών των «διαπιστώσεων» αναπαράγεται σύντομα σε άλλο έντυπο, γιατί όχι να μην εμφανισθεί και σε ένα τρίτο η συναφής ετυμηγορία: «Ήταν ένας από τους κορυφαίους διανοούμενους τον οποίο η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα δεν εδέησε να κάνει μέλος της»;
Τι ακριβώς είχε συμβεί; Ο Κονδύλης μία και μόνη υπήρξε υποψήφιος για καθηγεσία, στην (ενιαία) Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1979/1980. Όταν δηλαδή έλαβε πέντε θετικές ψήφους και έξι αρνητικές (τι σήμαινε αυτή η κατανομή το υποψιάζεται κανείς αβίαστα, ακόμη και μετά από τρεις δεκαετίες, με επιζώντες μάλιστα τους πρωταγωνιστές αυτής της απόρριψης). Στα δεκαοχτώ χρόνια που μεσολάβησαν ώς το θάνατό του ουδέποτε έθεσε μιαν ανάλογη υποψηφιότητα. Γιατί τάχα; Ο Τομέας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων πραγματοποίησε (Νοέμβριος 1999) επιστημονικό συνέδριο για το έργο του. Στο «Εισαγωγικό σημείωμα» των Πρακτικών (Παναγιώτης Κονδύλης: Για την «κοινωνική οντολογία», Αθήνα, «Ελληνικά Γράμματα» 2001, σσ. 13-15) δίδεται επαρκής απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Με καθοδηγητικό νήμα το τρίπτυχο: «Κοινωνική ιστο­ρία, Ιστορία των ιδεών και Φιλοσοφία», το οποίο κορυ­φώνεται στα θεωρήματα της «Κοινωνικής οντολογίας» με αντικείμενο το «μόνιμο ανθρώπινο και κοινωνικό υπό­στρωμα», προσπάθησα να ανασυγκροτήσουμε τη σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη και να αποτυπώσουμε τον τρόπο με τον oποίο προέβη στις θεωρητικές του γενι­κεύσεις. Όπως είναι γνωστό, εντελώς απρόσμενα ο Κον­δύλης στις 11 Ιουλίου 1998, σε ηλικία πενηνταπέντε ετών, έχασε τη βραχύβια μάχη με το θάνατο, αφήνοντας ανο­λοκλήρωτο το συγγραφικό του σχέδιο να τεκμηριώσει αναλυτικά το σύνολο των επιμέρους πτυχώσεων της «κοι­νωνικής οντολογίας».
Η ημερίδα αυτή δεν είχε ως κίνητρο ένα πλέγμα επαρ­χιώτικου επιγονισμού απέναντι σ’ ένα έργο υψηλών προ­διαγραφών και συναφώς διεθνούς εμβέλειας ως προς τις συζητήσεις που προκάλεσε και προκαλεί. Ο Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξε ένας «δικός» μας άνθρωπος, όσο μπο­ρεί να ειπωθεί με ακρίβεια κάτι τέτοιο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 στράφηκε προς τα μέλη του Τομέα Φι­λοσοφίας, με ορισμένους μάλιστα συναδέλφους αναπτύσσοντας ένα περίγραμμα φιλικών σχέσεων, για να αντλή­σει συνεργάτες στη σειρά της «Φιλοσοφικής και Πολιτι­κής Βιβλιοθήκης» των εκδόσεων «Γνώση». Περίπου το ένα τέταρτο αυτού του εγχειρήματος προήλθε απ’ αυτή τη συνεργασία, με μεταφράσεις που συνόδευαν εκτενείς ει­σαγωγές και «καταγραφές της νεοελληνικής θεωρητικής παραγωγής» που προϋπέθεταν επίσης διεξοδικές εισαγωγές και ανάλογο υπομνηματισμό. Επρόκειτο, όπως έγραφε ο ίδιος, για την υπογράμμιση της «ενότητας φιλο­σοφικού και κοινωνικοπολιτικού στοχασμού, σε μια επο­χή όπου οι παραδοσιακοί συστηματικοί διαχωρισμοί κα­τάντησαν προβληματικοί και άγονοι, όπου η ιστορικότη­τα των φιλοσοφικών προβλημάτων έγινε τόσο πλατιά συ­νειδητή όσο και η φιλοσοφική σημασία της εμβάθυνσης στην ιστορική δραστηριότητα των ανθρώπων» (Το αόρα­το χρονολόγιο της σκέψης, Αθήνα 1998, 77).
Βέβαια, όσο εδραιωνόταν η ανάγκη να παραμείνει ο Κονδύλης απλώς ένας «επαΐων του περιθωρίου», τόσο αποκτούσε ο ίδιος τη δύναμη να αποποιείται την καθηγε­σία που ανυστερόβουλα του προσφέρθηκα. Δύο φορές αρνήθηκε, χωρίς ο γνώριμος αυτοσαρκασμός να μετριά­σει τις ευχαριστίες, μια τέτοια πρόταση, όταν συνταξιο­δοτήθηκε ο Ευτυχής Μπιτσάκης (1993) και όταν, στη συνέχεια, μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ο συνάδελφος Βασίλης Κύρκος (1996). Αυτή τη φορά τα περιθώρια των αρνή­σεων έχουν εξαντληθεί, μια και ο θάνατος κρατά για τον εαυτό του την τελική αξίωση ισχύος. Αυτό σημαίνει πως το έργο του Κονδύλη παραμένει μια αστείρευτη πηγή ερεθισμάτων και προβληματισμών, με την αυτονόητη επι­σήμανση ότι υπήρξε πράγματι συμπύκνωση της «παιδεί­ας, της εναισθητικής ικανότητας και του πλούτου συνειρμών» του δημιουργού του. Επιπλέον -και η διευκρίνιση αυτή θα μπορούσε να έχει ως αποδέκτες τους μεταπτυ­χιακούς φοιτητές και τις φοιτήτριες- αποτελούσε το έρ­γο μιας «εσωτερικής ασκητικής» και της σύστοιχης ηθι­κής στάσης που προέκυπτε κατά την κοπιώδη προσπά­θεια κατανόησης των «ανθρωπίνων πραγμάτων», όπως δηλαδή το έπραττε ο Κονδύλης ως επιδέξιος και αφοσιω­μένος «αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις» (Το αόρατο, ό.π., 94, 9/10)
Αυτός λοιπόν ο φίλος «επαΐων του περιθωρίου», που συχνά έθετε το «χιούμορ» στην υπηρεσία της «μελαγχολι­κής» ικανότητας να «σχετικεύεις τον εαυ­τό σου», υπήρξε στο «πλαίσιο της επιστημονικής δραστηριότητας» του, δηλαδή ως «αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σε συγκεκριμένες κα­ταστάσεις», «πανεπιστημιακός» «δυτικού» τύπου. Ένας χαρακτηρισμός σύμφωνα με ό,τι οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί αντιλαμβάνο­νται -ακόμη και σε μια περίοδο ριζικής «αμερικανοποίησης» των πανεπιστημίων, όπου αντικαθίσταται πολυσχιδώς η «ηθική της αντικειμενικότητας» από την ηθική της «αποτελεσματικότητας»– ως «λει­τούργημα» τους: συσκέπτονται και αποφασίζουν με «αξιο­λογική ουδετερότητα» μέσα σ’ έναν πύργο που ορθώνεται μοναχικά στον περιβάλλοντα κόσμο, ο οποίος εγγενώς αντιστρατεύεται αυτή τη συμπεριφορά. Αυτή η «ετερογονία των σκοπών» καθίσταται, ιδίως όταν διακηρύσσεται ότι η επιστημονική γνώση «δεν μπορεί να είναι πρακτικά δεσμευτική για κανέναν», εξαιρετικά οδυνηρή.

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.


[1] Παναγιώτης Κονδύλης, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας: Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 69

1 σχόλιο:

Pantelis Bassakos είπε...

Ενδιαφέρουσα άσκηση στην απάρνηση (Verneinung) Δεν πρόκειται για "ένα πλέγμα επαρ­χιώτικου επιγονισμού" μας διαβεβαιώνει, για να πει αμέσως μετά πως μιλάει για ένα "δικό τους παιδί", αυτό που το έργο του είχε τόσο καλή διεθνή σταδιοδρομία.
Άλλωστε το όλο κείμενο παραπέμπει σε εκδήλωση επαρχιακής κωμόπολης, 'προς τιμήν του ένδοξου τέκνου μας'. Ίσως να φταίει το ανόητα βαρύγδουπο και πομπώδες της ρητορείας: ακόμα να συνέλθω από εκείνη τη "βραχύβια μάχη με το θάνατο" - ή εκείνο το σημείο, όπου ο συγγραφέας, προκειμένου να πει: τώρα πια ο Κονδύλης δεν μπορεί να συνεχίσει να μας αρνιέται, γιατί πέθανε - σκέψη από μόνη της βαθύτατη - λέει: "Αυτή τη φορά τα περιθώρια των αρνή­σεων έχουν εξαντληθεί, μια και ο θάνατος κρατά για τον εαυτό του την τελική αξίωση ισχύος".
Αντί για τον έπαινο του Κονδύλη, ο συγγραφέας κατέληξε να ξαναγράφει τον 'επικήδειο' του Κονδυλάκη.
Τι όμως αρνήθηκε, τι αποποιήθηκε, ο Κονδύλης;
"την καθηγε­σία που ανυστερόβουλα του προσφέρθηκα (sic)"
Υποθέτω αυτό το "προσφέρθηκΑ" είναι lapsus calami". Δεν παύει ωστόσο να είναι διασκεδαστικό. Αλλά "προσφέρθηκΑ" ή "προσφέρθηκε", το κείμενο είναι και διδακτικό: μας μαθαίνει πως στο πανεπιστήμιο του συγγραφέως, οι διαδικασίες εκλογής ΔΕΠ μπορούν να περιγραφούν με όρους 'προσφοράς' - ήτοι, ο παραγοντισμός στο κόκκινο, και περήφανος για αυτό.
Ο Κονδύλης γνώριζε καλά πως there is such a thing as a free lunch, πως δηλαδή παρά το 'ανυστερόβουλο' της προσφοράς, κάποια στιγμή θα του ζητηθεί να ανταποδώσει τη χάρη που του έγινε. Και αρνιόταν.