ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ – ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, Η διαμάχη για την ποίηση. Τα κείμενα και οι αντιδράσεις, επιμέλεια Δημ. Δημηρούλης, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, σ. 624
Μετά από σχεδόν 30 χρόνια επί τέλους καθίσταται προσβάσιμη σε όλους μια καθοριστική για τις ροϊδικές (και όχι μόνο) σπουδές μελέτη, με αντικείμενο τη γνωστή διαμάχη του «είρωνα» κριτικού με τον Άγγελο Βλάχο στο τέλος της δεκαετίας του 1870. Ο Δ. Δημηρούλης, σε έναν τόμο όπου συμπεριλαμβάνονται όλα τα κείμενα που σχετίζονται με την σημαντικότατη αυτή σελίδα της κριτικής μας, μας προσφέρει την εξαιρετική μελέτη του ως εισαγωγή. Δεδομένου ότι οι περισσότερες μελέτες (για πολλά χρόνια έως σχεδόν και τις αρχές του 21ου αιώνα) με αντικείμενο το κριτικό (και όχι μόνο) έργο του Ροΐδη δεν ιχνηλατούν επί της ουσίας το υπόβαθρο της σκέψης του, η κατάθεση του κειμένου αυτού είναι από μόνη της σημαντικότατη, παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας δηλώνει ότι το «ανέσυρε» από τα συρτάρια του με «αναβλητική απροθυμία» (σ. 217).
Όπως ο ίδιος μας εξομολογείται, το κείμενο «παρέμεινε το ίδιο», από τα χρόνια της διδακτορικής του διατριβής, εκτός από τη «δοκιμασία απίσχνασης και διαφρόντισης» στην οποία το «υπέβαλε» (σ. 217). Ωστόσο, φρόντισε να εμπλουτίσει την εισαγωγή με ένα αναθεωρημένο «Βιβλιογραφικό απάνθισμα», στο οποίο συμπεριλαμβάνει πολλές από τις νέες μελέτες που εμφανίστηκαν στην παρελθούσα τριακονταετία.
Ο πρώτος και σημαντικός λόγος που η ανά χείρας μελέτη, εν είδει «Εισαγωγής», αποτέλεσε σημαντικό βήμα στην εξέταση του όλου θέματος είναι το γεγονός ότι εκλαμβάνει τη διαμάχη (και την κριτική βέβαια) ως «πολιτισμικό φαινόμενο», εξετάζοντας τις περιπλανήσεις της στο χώρο του πνεύματος εν γένει και όχι μόνο του λογοτεχνικού φαινομένου. Δεν μένει δηλαδή μόνο στο γνωστό (και μη εξαιρετέο) ύφος του Ροΐδη, στη ρητορική του σκευή που τόσους γοήτευσε, αλλά ανιχνεύει ενδελεχώς και τις φιλοσοφικές καταβολές του από τη δυτική φιλοσοφία, και κυρίως από τον Ιππόλυτο Ταιν, οι οποίες είχαν μεν εντοπιστεί από παλαιότερους μελετητές, αλλά δεν είχαν αναλυθεί δεόντως. Παρόλο που οι υποθέσεις για τις καταβολές της ροϊδικής σκέψης είναι αρκετές, ο Δημηρούλης νηφάλια υποδεικνύει το υπόβαθρo που (ορθά) εντοπίζει, ενώ παράλληλα αναδεικνύει ψύχραιμα το γεγονός ότι ο Ροΐδης δεν αντιγράφει, όπως μερικοί υποστήριξαν, αλλά οικειοποιείται δημιουργικά (σ. 50). Αναθεωρεί, εν ολίγοις, τη γενικότερη άποψη που επικρατούσε (και εν πολλοίς επικρατεί και σήμερα) για την ελλιπή ικανότητα του Ροΐδη να χειρίζεται τις ξένες «πηγές» (σ. 60). Φυσικά, ο Δημηρούλης με νηφαλιότητα εντοπίζει και το γεγονός ότι έχει και ελαττώματα, ένα από τα οποία είναι το ότι η διαμάχη, ενώ ξεκίνησε με θέματα επί της ουσίας, κατέληξε να εκφυλιστεί σε «καταιγιστική παράθεση ονομάτων και παραθεμάτων» (σ. 129).
Όπως σημειώνει ο Δημηρούλης, ο Ροΐδης ήρθε σε ρήξη ευρύτερα με το κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο, εκτός από το πνευματικό ή λογοτεχνικό. Έτσι, η επίθεσή του στον φθίνοντα Ρομαντισμό και τη συντηρητική πανεπιστημιακή κριτική, θεωρείται ένα μέρος μόνο της γενικότερης ρήξης του με τη νεοελληνική κοινωνία. Η προβληματική έννοια της ελληνικότητας και η ταυτότητα, την οποία στερείται η κοινωνία όπου ζει ο συγγραφέας της Πάπισσας, αποτελούν τους στόχους της κριτικής του Ροΐδη για πολλά χρόνια. Η τελική άρνησή του στην ύπαρξη της ποίησης, αλλά και στη δυνατότητα εξευρωπαϊσμού της κοινωνίας μας, χαρακτηρίζονται πολύ σωστά ως «αποδοκιμασία» (σ. 28) και «απόλυτη άρνηση» (σ. 68). Ωστόσο, η τελευταία φράση γίνεται κατανοητή μόνο με τη διευκρίνιση ότι πρόκειται για μια άρνηση υπό όρους. Ο Ροΐδης ήξερε ότι υπήρχε ποίηση και κοινωνία, αλλά αυτό που εν ολίγοις ήθελε να δει στη Νέα Ελλάδα ήταν η εμφάνιση και ανάπτυξη μιας ποίησης και μιας κοινωνίας (ή ενός πολιτισμού εν γένει) στο πλαίσιο της νεοτερικής εποχής, παρόλους τους κινδύνους από τον «πνευματικό σάλο» που τη χαρακτήριζε. Και αυτό το δεδομένο θα μπορούσαμε να πούμε ότι παραμένει σταθερό (από την Πάπισσα σπερματικά και πιο έντονα από τις «μεσαιωνικές μελέτες» που την ακολουθούν ως τους «Αθηναϊκούς Περιπάτους» και τα τελευταία κείμενά του), μαζί με τη στάση του απέναντι στην ελληνική κοινωνία, την οποία ορθά εντοπίζει ο Δημηρούλης (σ. 68).
Η επισήμανση της στάσης του Ροΐδη απέναντι στους δημοτικιστές, στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, αποτελεί ακόμα μία σημαντική επισήμανση της ανά χείρας μελέτης. Τη δεκαετία του 1980, όταν άρχισε να συντίθεται η παρούσα μελέτη, δεν ήταν εύκολο, αλλά ούτε και σήμερα είναι ενίοτε, να παρουσιαστεί ο Ροΐδης ως άνθρωπος που υπερασπίζεται αρχικά, αλλά απογοητεύεται κατόπιν από τη λεγόμενη «γενιά του ’80» και τη «νέα αυταπάτη» που εντόπισε στους κόλπους της (σ. 90).
Η σημαντικότερη συμβολή της μελέτης αυτής για τις ροϊδικές σπουδές υπήρξε η ανίχνευση των ήδη εντοπισμένων τότε ταινικών καταβολών, εστιασμένη κυρίως στις ομοιότητες της κριτικής σκέψης του Έλληνα με τις μελέτες του Γάλλου φιλοσόφου, με αφορμή κυρίως τα κείμενα της διαμάχης, στην οποία χρησιμοποιήθηκε και η πιο απόλυτη μορφή τού ταινικών αποχρώσεων σχήματος για την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» ή περιβάλλον, το έθνος και τη χρονική στιγμή. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης, ο Δημηρούλης θεωρεί πως, από τους τρείς αυτούς παράγοντες, οι δύο «φυλή και ιστορική στιγμή ουσιαστικά αποσιωπήθηκαν» (σ. 48). Οι παρατηρήσεις του για τις οφειλές του Ροΐδη στον Ταιν θα μπορούσαν να είχαν περιλάβει και την παρουσίαση των αρκετών διαφορών, τις οποίες ο Δημηρούλης αναφέρει συχνά πυκνά, διαπιστώνοντας ότι φυσικά και δεν αναπαράγει αυτούσιο το ταινικό μοντέλο. Ενδεχομένως όμως τότε η «Εισαγωγή» να γινόταν δυσανάλογα μεγάλη για τον ρόλο της.
Η παρουσίαση της διαμάχης και των κειμένων της αποτελεί το βασικό κορμό της μελέτης και οι παρατηρήσεις του Δημηρούλη συνιστούν μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση του υλικού, με νηφάλιες και καίριες παρατηρήσεις επί συγκεκριμένων σημείων των κειμένων και όχι με γενικολογίες. Ενίοτε μάλιστα γίνεται αναφορά και σε κάποια ροϊδικά κείμενα εκτός διαμάχης (κυρίως του τέλους του 19ου αιώνα). Φυσικά, και για το έργο του Βλάχου οι παρατηρήσεις είναι εξαιρετικά χρήσιμες και ξεκάθαρα διατυπωμένες.
Εξίσου σημαντική, αλλά και πρωτότυπη είναι η αναλυτική παρουσίαση της «υποδοχής» της διαμάχης, από λογίους και τον Τύπο, που καταλαμβάνει ένα αξιοσημείωτο κομμάτι της εισαγωγής. Έτσι, αναδεικνύεται το γεγονός ότι η επικράτηση του Βλάχου μετά το τέλος της διαμάχης στο τέλος της δεκαετίας του 1870 ήταν μόνο φαινομενική, ενώ η ουσιαστική νίκη ανήκε στον Ροΐδη, με την καταφανή επίδραση που άσκησε στη λεγόμενη «γενιά του 1880». Η αναθεώρηση των διατυπωμένων, ήτοι ομολογημένων, απόψεων και ανιχνευμένων-μη ομολογημένων επιδράσεων των ιδεών τόσο του Ροΐδη όσο και του Βλάχου χωρίζεται σε δύο φάσεις, τις αντιδράσεις αμέσως ή λίγο μετά τη διαμάχη του 1877 και εκείνες από τους εκπροσώπους της γενιάς του 1880 κι έπειτα.
Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή, ο αναγνώστης σίγουρα έχει αποκομίσει μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα για τη γνωστή διαμάχη και την «υποδοχή» της στους κατοπινούς χρόνους, και είναι πια έτοιμος να προχωρήσει στην ανάγνωση και μελέτη του υλικού που παρατίθεται στη συνέχεια, δηλαδή στα ίδια τα κείμενα. Κι εδώ, το δώρο της ανάγνωσης είναι ακριβό, και πλήθος οι σκέψεις που ο ίδιος ο διάλογος προκαλεί, σκέψεις για την ιστορία της λογοτεχνίας ή/και της κριτικής, για τις αισθητικές και ιδεολογικές διαμάχες, αλλά και για το παρόν, τόσο της λογοτεχνίας και φιλολογίας, όσο και των ευρύτερων πολιτισμικών διεργασιών, ερωτημάτων και διλημμάτων.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η συγκέντρωση του υλικού, μαζί με την εισαγωγή που το φωτίζει, αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για τη μελέτη αυτής της σημαντικότατης σελίδας της ιστορίας της κριτικής μας στην οποία συμμετείχαν δύο επιφανείς λόγιοι, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει και το θεωρητικό υπόβαθρο που υπάρχει πίσω από κάθε κριτική άποψη που διατυπώνεται. Η θεωρία συμβαδίζει με την κριτική και η σχέση τους αναδεικνύεται μέσα από την ιστορικότητα της συγκυρίας στην οποία οι απόψεις αυτές εγγράφονται.
Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης
Η επισήμανση της στάσης του Ροΐδη απέναντι στους δημοτικιστές, στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, αποτελεί ακόμα μία σημαντική επισήμανση της ανά χείρας μελέτης. Τη δεκαετία του 1980, όταν άρχισε να συντίθεται η παρούσα μελέτη, δεν ήταν εύκολο, αλλά ούτε και σήμερα είναι ενίοτε, να παρουσιαστεί ο Ροΐδης ως άνθρωπος που υπερασπίζεται αρχικά, αλλά απογοητεύεται κατόπιν από τη λεγόμενη «γενιά του ’80» και τη «νέα αυταπάτη» που εντόπισε στους κόλπους της (σ. 90).
Η σημαντικότερη συμβολή της μελέτης αυτής για τις ροϊδικές σπουδές υπήρξε η ανίχνευση των ήδη εντοπισμένων τότε ταινικών καταβολών, εστιασμένη κυρίως στις ομοιότητες της κριτικής σκέψης του Έλληνα με τις μελέτες του Γάλλου φιλοσόφου, με αφορμή κυρίως τα κείμενα της διαμάχης, στην οποία χρησιμοποιήθηκε και η πιο απόλυτη μορφή τού ταινικών αποχρώσεων σχήματος για την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» ή περιβάλλον, το έθνος και τη χρονική στιγμή. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης, ο Δημηρούλης θεωρεί πως, από τους τρείς αυτούς παράγοντες, οι δύο «φυλή και ιστορική στιγμή ουσιαστικά αποσιωπήθηκαν» (σ. 48). Οι παρατηρήσεις του για τις οφειλές του Ροΐδη στον Ταιν θα μπορούσαν να είχαν περιλάβει και την παρουσίαση των αρκετών διαφορών, τις οποίες ο Δημηρούλης αναφέρει συχνά πυκνά, διαπιστώνοντας ότι φυσικά και δεν αναπαράγει αυτούσιο το ταινικό μοντέλο. Ενδεχομένως όμως τότε η «Εισαγωγή» να γινόταν δυσανάλογα μεγάλη για τον ρόλο της.
Η παρουσίαση της διαμάχης και των κειμένων της αποτελεί το βασικό κορμό της μελέτης και οι παρατηρήσεις του Δημηρούλη συνιστούν μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση του υλικού, με νηφάλιες και καίριες παρατηρήσεις επί συγκεκριμένων σημείων των κειμένων και όχι με γενικολογίες. Ενίοτε μάλιστα γίνεται αναφορά και σε κάποια ροϊδικά κείμενα εκτός διαμάχης (κυρίως του τέλους του 19ου αιώνα). Φυσικά, και για το έργο του Βλάχου οι παρατηρήσεις είναι εξαιρετικά χρήσιμες και ξεκάθαρα διατυπωμένες.
Εξίσου σημαντική, αλλά και πρωτότυπη είναι η αναλυτική παρουσίαση της «υποδοχής» της διαμάχης, από λογίους και τον Τύπο, που καταλαμβάνει ένα αξιοσημείωτο κομμάτι της εισαγωγής. Έτσι, αναδεικνύεται το γεγονός ότι η επικράτηση του Βλάχου μετά το τέλος της διαμάχης στο τέλος της δεκαετίας του 1870 ήταν μόνο φαινομενική, ενώ η ουσιαστική νίκη ανήκε στον Ροΐδη, με την καταφανή επίδραση που άσκησε στη λεγόμενη «γενιά του 1880». Η αναθεώρηση των διατυπωμένων, ήτοι ομολογημένων, απόψεων και ανιχνευμένων-μη ομολογημένων επιδράσεων των ιδεών τόσο του Ροΐδη όσο και του Βλάχου χωρίζεται σε δύο φάσεις, τις αντιδράσεις αμέσως ή λίγο μετά τη διαμάχη του 1877 και εκείνες από τους εκπροσώπους της γενιάς του 1880 κι έπειτα.
Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή, ο αναγνώστης σίγουρα έχει αποκομίσει μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα για τη γνωστή διαμάχη και την «υποδοχή» της στους κατοπινούς χρόνους, και είναι πια έτοιμος να προχωρήσει στην ανάγνωση και μελέτη του υλικού που παρατίθεται στη συνέχεια, δηλαδή στα ίδια τα κείμενα. Κι εδώ, το δώρο της ανάγνωσης είναι ακριβό, και πλήθος οι σκέψεις που ο ίδιος ο διάλογος προκαλεί, σκέψεις για την ιστορία της λογοτεχνίας ή/και της κριτικής, για τις αισθητικές και ιδεολογικές διαμάχες, αλλά και για το παρόν, τόσο της λογοτεχνίας και φιλολογίας, όσο και των ευρύτερων πολιτισμικών διεργασιών, ερωτημάτων και διλημμάτων.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η συγκέντρωση του υλικού, μαζί με την εισαγωγή που το φωτίζει, αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για τη μελέτη αυτής της σημαντικότατης σελίδας της ιστορίας της κριτικής μας στην οποία συμμετείχαν δύο επιφανείς λόγιοι, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει και το θεωρητικό υπόβαθρο που υπάρχει πίσω από κάθε κριτική άποψη που διατυπώνεται. Η θεωρία συμβαδίζει με την κριτική και η σχέση τους αναδεικνύεται μέσα από την ιστορικότητα της συγκυρίας στην οποία οι απόψεις αυτές εγγράφονται.
Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου