26/8/11

Ανυπότακτοι και αντάρτες στην απελευθερωμένη Κρήτη (1920-1922)

ΤΩΝ ΝΙΚΟΥ ΒΑΦΕΑ ΚΑΙ ΜΑΝΟΛΗ ΒΟΥΡΛΙΩΤΗ

Τον Μάιο του 1947 η αθηναϊκή εφημερίδα Ελευθερία έστειλε τον συντάκτη της Γεώργιο Ανδρουλιδάκη στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη, για να γράψει για τον κίνδυνο επέκτασης του εμφυλίου πολέμου και στο νησί αυτό. Ο Ανδρουλιδάκης, λοιπόν, στην πρώτη του ανταπόκριση αναφέρει: «Οι Κρήτες θυμούνται ακόμη τη μάστιγα της αδελφοκτονίας από μιαν άλλη εποχή, του 1920-22, οπότε η αντικρητική μανία μιας άλλης κυβερνήσεως […] τους ανάγκασε και τότε να παραμείνουν ένοπλοι επί δύο χρόνια στα βουνά. Θυμούνται την τότε συμφορά και δυστυχία». Πρόκειται για μια σπάνια αναφορά στα εν λόγω γεγονότα, τα οποία στη συνέχεια πέρασαν στη λήθη.
Επιχειρούμε εδώ να προσεγγίσουμε αδρομερώς αυτά ακριβώς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Κρήτη την πρώτη δεκαετία μετά την ένωσή της με το ελληνικό κράτος τα οποία, με αφετηρία τις μαζικές ανυποταξίες των ντόπιων κληρωτών, οδήγησαν στην συγκρότηση ενός πολυάριθμου σώματος «στασιαστών» μετά το καλοκαίρι του 1921, το οποίο έμελε να διαταράξει για αρκετούς μήνες την τάξη στο νησί και να μετατρέψει τους «ανυπότακτους» και τους «λιποτάκτες», σε «αντάρτες».
Στις αρχές του 1921 η νεοκλεγείσα κυβέρνηση των Λαϊκών κήρυξε γενική επιστράτευση, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις της πριν τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Με δεδομένη τη μικρή προσέλευση στα όπλα των στρατευσίμων από τη δυτική, κυρίως, Κρήτη, τον Σεπτέμβρη του 1921 κηρύχτηκε μονομερώς στο νησί ο Νόμος περί Ληστείας -χωρίς όμως και να εφαρμοστεί άμεσα- ο οποίος προέβλεπε τον εκτοπισμό των συγγενών των ανυπότακτων. Σε αντίδραση προς τη μονομερή κήρυξη στην Κρήτη του νόμου, τον ίδιο μήνα οργανώνεται στα Χανιά ένοπλο συλλαλητήριο, το οποίο πετυχαίνει την ανάκληση του σχετικού διατάγματος. Δεν θα συμβεί όμως το ίδιο και με το δεύτερο αίτημα του συλλαλητηρίου, την απόσυρση του ναυτικού αγήματος που είχε στείλει η κυβέρνηση στα Χανιά. Έτσι, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου, στα χωριά πέριξ των Χανίων θα συγκεντρωθεί ένα ένοπλο σώμα περίπου 150-200 ανδρών, «ανυποτάκτων και λοιπών κακοποιών στοιχείων» κατά τον φιλοκυβερνητικό τύπο, το οποίο το πρωί της 20ής Νοεμβρίου θα βαδίσει κατά της πρωτεύουσας του νησιού. Ακολουθεί τριήμερη μάχη με δυνάμεις του στρατού, της χωροφυλακής και τους άνδρες του αγήματος, τους οποίους καλύπτει με βολές κατά των στασιαστών το σταθμευμένο στα Χανιά οπλιταγωγό «Μυκάλη». Τελικά, στις 24 Νοεμβρίου οι αντάρτες θα αναγκαστούν να αποσυρθούν προς τα ορεινά. Κατά την υποχώρησή τους όμως, ομάδα ενόπλων θα επιτεθεί στις φυλακές του Ιτζεδίν και θα απελευθερώσει τους εκεί κρατούμενους, περίπου 120 βαρυποινίτες οι οποίοι θα προσχωρήσουν στις δυνάμεις των ανταρτών.
Κάπου εδώ μπορεί να πει κανείς ότι κλείνει η πρώτη φάση της «στάσης των ανυποτάκτων» στη δυτική Κρήτη, καθώς με την υποχώρηση των ανταρτών οι κυβερνητικές δυνάμεις θα αποφύγουν να τους ακολουθήσουν προς την ενδοχώρα, περιοριζόμενες στην υπεράσπιση των Χανίων. Ακολουθεί μια περίοδος αρκετών εβδομάδων, περίπου μέχρι το τέλος του χειμώνα, κατά την οποία οι δυνάμεις των ανυπότακτων κινούνται με βάση τη λογική του ανταρτοπόλεμου, με σποραδικά χτυπήματα εδώ και κει, μέχρις ότου οι κυβερνητικές δυνάμεις περάσουν στην αντεπίθεση. Στα τέλη Ιανουαρίου του 1922 ο υπουργός εσωτερικών Στάης μεταβαίνει στην Κρήτη μαζί με ισχυρές στρατιωτικές ενισχύσεις και αμέσως διατάσσει την εφαρμογή του Νόμου περί Ληστείας. Ακολουθεί η έξοδος των κυβερνητικών δυνάμεων προς τις ορεινές επαρχίες, ταυτόχρονα με τις πρώτες εκτοπίσεις συγγενών των ανυποτάκτων. Μέχρι τα τέλη Απριλίου οι περισσότεροι ανυπότακτοι θα έχουν παραδοθεί ή συλληφθεί. Τέλος, στις αρχές Μαΐου ο Γενικός διοικητής Κρήτης Κ. Τσαλδάρης θα αναστείλει την εφαρμογή του Νόμου περί Ληστείας και έτσι οι συγγενείς των ανυποτάκτων θα μπορέσουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, την ίδια στιγμή που υπογραφόταν το διάταγμα της επικήρυξης ως ληστών των πέντε ανδρών που θεωρήθηκαν ως πρωτεργάτες του «στασιαστικού κινήματος της Κρήτης».
Ήδη από το καλοκαίρι του 1921, ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Π. Παπαλέκας στις εκθέσεις του προς τους ανωτέρους του αναφερόταν συστηματικά στο κύμα των μαζικών ανυποταξιών και λιποταξιών που παρατηρούνταν στη δυτική κυρίως Κρήτη και έκανε λόγο για τους κινδύνους που αυτά τα φαινόμενα εγκυμονούσαν για τη δημόσια ασφάλεια. Λίγους μήνες μετά τη σύνταξη αυτών των εκθέσεων, και για την ακρίβεια τη μεθεπομένη της επίθεσης των δυνάμεων των ανταρτών εναντίον της πρωτεύουσας της Κρήτης στα τέλη Νοεμβρίου, το αθηναϊκό Σκριπ έδινε μια ολοκληρωμένη εικόνα της ποσοτικής έκτασης του φαινομένου της ανυποταξίας στον νομό Χανίων, υπολογίζοντας ότι από τους 1197 στρατεύσιμους κληρωτούς στο νομό, μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν παρουσιαστεί μόνο οι 294, εκ των οποίων οι 48 στη συνέχεια λιποτάκτησαν. Ένα μήνα αργότερα, ο συνταγματάρχης πεζικού Λεωνίδας Σαγιάς, ειδικός απεσταλμένος του υπουργείου Στρατιωτικών στην Κρήτη μετά τη στάση του Νοεμβρίου, αναφέρει ότι το σύνολο των «ανυποτάκτων και κακοποιών» σε όλο το νησί υπερβαίνει τους τρεις χιλιάδες, ενώ επιχειρεί ταυτοχρόνως και μια πρώτη καταμέτρηση των μέχρι τότε αποτελεσμάτων των κατασταλτικών πρακτικών των καταδιωκτικών αποσπασμάτων.
Οι καταμετρήσεις της αποτελεσματικότητας των κατασταλτικών μέτρων θα γίνουν βεβαίως όλο και πιο συχνές στον τοπικό και αθηναϊκό τύπο από το τέλος του χειμώνα και μετά, όταν θα ξεκινήσει και η επιθετική επιχείρηση των στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων προς την ορεινή ενδοχώρα. Είχε βεβαίως προηγηθεί η μετάβαση στην Κρήτη του υπουργού Εσωτερικών Στάη, στα τέλη Ιανουαρίου, και η εκ μέρους του εφαρμογή του Νόμου περί Ληστείας, με τους συνακόλουθους εκτοπισμούς των συγγενών των ανυποτάκτων. Τελικά, στις 17 Απριλίου 1922 ο στρατιωτικός διοικητής Κρήτης υποστράτηγος Δημητρακόπουλος θα σημάνει, τρόπον τινά, το τέλος της επιχείρησης καταστολής του κινήματος, εκδίδοντας «επίσημον ανακοινωθέν περί των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων από της αρχής των διώξεων των ανυποτάκτων, λιποτακτών και λοιπών κακοποιών στοιχείων της νήσου Κρήτης».
Αν τώρα θέλουμε να περάσουμε από την αποτύπωση του φαινομένου της μαζικής ανυποταξίας στη μεσοπολεμική Κρήτη, στην εξήγησή του, καλό είναι να τονίσουμε εξαρχής ότι το γεγονός των αντιδράσεων των αγροτικών πληθυσμών στο μέτρο της υποχρεωτικής στράτευσης δεν πρέπει να μας ξενίζει γιατί αποτελεί μάλλον τον κανόνα σε αντίστοιχες περιπτώσεις, παρά τις σχετικές σιωπές της επίσημης ιστοριογραφίας. Αρκεί να θυμηθούμε τις δυσκολίες που συνάντησε επί δεκαετίες η προσπάθεια του ελληνικού κράτους να συγκροτήσει τακτικό στρατό κληρωτών στις περιοχές που περιελήφθησαν πρώτες στην επικράτειά του τον 19ο αιώνα, αλλά και κάποιες αντίστοιχες με την Κρήτη περιπτώσεις κατά τον Μεσοπόλεμο, όπως αυτή της επίσης νησιωτικής Σάμου, όπου ένα αντίστοιχο κίνημα, αρχικά «λιποτακτών και ανυποτάκτων», θα απολήξει στην κατάληψη όλου του νησιού από το ένοπλο σώμα των ανταρτών, τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1925.
Και στην περίπτωση της Κρήτης, λοιπόν, όπως και αλλού, οι αδράνειες που επιδεικνύει κάθε παραδοσιακή κοινωνία απέναντι σε νομοθετικά μέτρα που διαταράσσουν ισορροπίες εφαρμοσμένες επί μακρόν στο εσωτερικό της επαρκούν, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, προκειμένου να εξηγήσουμε τη συμπαράσταση που επιδεικνύει προς κάθε μέλος της που εξεγείρεται ενάντια σε αυτά τα μέτρα. Ίσως το πιο τρανταχτό παράδειγμα της σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στη διατάραξη αυτού του τύπου των παραδοσιακών ισορροπιών, αφενός, και φαινόμενα όπως οι μαζικές ανυποταξίες, αφετέρου, είναι μια εικόνα που θα ανακαλέσει στη μνήμη του πολλά χρόνια αργότερα ο Δημήτρης Βλαντάς, ηγετικό στέλεχος του Δημοκρατικού Στρατού στην ταραγμένη δεκαετία του ’40 και κρητικός στην καταγωγή: η εικόνα των κρητών ανυπότακτων του 1921, που μας ενδιαφέρουν εδώ, να καλλιεργούν κρυφά τα χωράφια στα χωριά τους, ενόσω κάποιοι σύντροφοί τους κρατούσαν τσίλιες. Όπως μας θυμίζει, λοιπόν, ο Eric Hobsbawm, «το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του αντάρτη είναι μη στρατιωτικό, και χωρίς αυτό είναι ανήμπορος: πρέπει να έχει τη συμπαράσταση και την υποστήριξη, ενεργητική και παθητική, του ντόπιου πληθυσμού. Όποιος Ρομπέν των Δασών τη χάσει πεθαίνει∙ το ίδιο και κάθε αντάρτης».

 «[…] καταδιωκτικόν απόσπασμα εκ 50 ανδρών πεζικού συνέλαβεν εις το χωρίον Επισκοπή έξ ανυποτάκτους ους ωδήγει εις τον εκεί σταθμόν Χωροφυλακής […]. Μόλις όμως διεδόθη εις το χωρίον η σύλληψις τούτων συνηθροίσθησαν περί τους τριάκοντα κάτοικοι του χωρίου ως και γυναίκες και τινες ανυπότακτοι, οίτινες πάντες επετέθησαν κατά του αποσπάσματος επί σκοπώ να απελευθερώσωσιν τους συλληφθέντας. Συνήφθη πάλη καθ’ ην εδόθη ευκαιρία εις δύο εκ των συλληφθέντων να δραπετεύσωσιν, οι λοιποί ωδηγήθησαν υπό του αποσπάσματος εις τον Αστυν. Σταθμόν. Τότε ήρχισαν να κρούωνται οι κώδωνες των εκκλησιών των πέριξ χωρίων καλούντες διαφόρους ανυποτάκτους, λιποτάκτας και χωρικούς εις βοήθειαν. […] Εν τω μεταξύ είχον συγκεντρωθή εις τας κορυφάς των πέριξ λόφων περί τους 120-150 ένοπλοι αξιούντες […] την απελευθέρωσιν των συλληφθέντων. Εις την αρνητικήν απάντησιν του Νομάρχου […] οι ένοπλοι χωρικοί βοηθούμενοι και υπό γυναικών και άλλων αόπλων τους οποίους ως και τας γυναίκας έθεσαν εν πρωτοπορεία, επεχείρησαν επίθεσιν κατά του Αστυν. Σταθμού με τον σκοπόν να δημιουργήσωσιν αταξίαν και δυνηθώσιν να δραπετεύσωσιν οι συλληφθέντες.»
(ΓΑΚ, Πολιτικόν Γραφείον Πρωθυπουργού, φάκ. 704, «Έκθεσις περί της Δημοσίας Ασφαλείας εν Κρήτη», 16 Αυγούστου 1921)

[Επεξεργασμένη εκδοχή του παραπάνω άρθρου πρόκειται να περιληφθεί στα υπό έκδοση πρακτικά της συνάντησης κοινωνικής ιστορίας με θέμα «Νέες προσεγγίσεις στην ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου (1922-1940)» (Αθήνα 2011)]

 Ο Νίκος Βαφέας  διδάσκει ιστορική και πολιτική κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Ο  Μανόλης Βουρλιώτης είναι ιστορικός


Δημήτρης Καλόγηρος- Η αίσθηση του χρώματος

Δεν υπάρχουν σχόλια: