26/8/11

Ποίηση ολιστική

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΘΗΝΑΚΗ

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ, Στα μέσα σύνορα, εκδόσεις Πόλις, σελ. 68

O λόγος της λογοτεχνίας ―της ποίησης, εν προκειμένω― είναι ένα διαρκώς ανανεούμενο στοίχημα ―και δίλημμα;― μεταξύ της (ακραίας) μορφής τεχνικής του και της (ακραίας) μορφής ελευθερίας της υπόστασής του. Ο μοντερνισμός, έστω και στη μετανεωτερική εποχή, παλεύει ακόμα να δημιουργήσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα επιβιώσει, ως το τελευταίο σύστημα παραγωγής λόγου με συγκεκριμένα και αυστηρά κριτήρια. Κι όμως∙ ο μεταμοντερνισμός δεν κατάφερε, όσο κι αν τον στηρίζουν κάποιοι εξ ημών με ό,τι μέσα διαθέτει ο καθένας, παρά να πάρει το δεύτερο συνθετικό του από ένα υπάρχον και προσώρας θαλερό κίνημα.
Υποψιάζομαι, αυτό το στοίχημα/δίλημμα είναι αδιάλειπτα παρόν γιατί, κατά τα φαινόμενα, δεν έχει βρεθεί το σημείο όπου σταματά ο λόγος να διασώζεται ως ένα αύταρκες σχήμα, ως ένα σχήμα που επιβιώνει, όχι για λόγους αυτοσυντήρησης αλλά για λόγους αυθυπαρξίας.

Ο Γιάννης Δούκας, στην πρώτη του ποιητική συλλογή, διατηρεί άσβεστο αυτό το στοίχημα και το επαναφέρει, δίχως καμία υποχώρηση, πολλώ δε μάλλον υποψία αυθεντίας. Στα ποιήματά του, όλα έμμετρα και απολύτως ρυθμικά, επιστρέφει σε μιαν ακραία μορφή τεχνικής, με πλήρη ωστόσο την απουσία οποιασδήποτε αγκύλωσης και συμβιβασμού σε μορφές και επιλογές που απλώς θα ήθελαν να εξυπηρετήσουν το μέτρο και τον ρυθμό. Η επιλογή βέβαια αυτή του Δούκα δεν μπορεί παρά να φέρνει στον νου του αναγνώστη του ότι η αδυναμία του τελευταίου να φανταστεί για ποιον λόγο γίνεται αυτή η επιλογή αυτομάτως μετατρέπεται σε βεβαιότητα ότι ο λόγος, αυτό που έλεγα στην αρχή, είναι ένα ενιαίο σχήμα έκφρασης, ένα κοινό κελάρι, απ’ όπου ο κάθε δημιουργός, κάθε φορά, ανασύρει οτιδήποτε μπορεί να επιβεβαιώσει αυτόν τον κανόνα· τον κανόνα της ενότητας.

Φανέλες κυανέρυθρες και κόκκινες σημαίες
Συνθήματα που γράφουμε κι αμέσως θα σβηστούν
Θρησκείες τις βαφτίσαμε, μα ήταν παρέες
Παρέες ποιοι θα διάλεγαν, αλήθεια, ν’ ασπαστούν;
(«Ωκεανίδων και Ευρυδάμαντος»)

Η πολιτική διάσταση των ποιημάτων του Δούκα έχει τον πρώτο λόγο. Το καθετί είναι τόσο πολιτικό όσο του αναλογεί να είναι∙ το καθετί έχει τέτοια πολιτική διάσταση όση δικαιούται να έχει οτιδήποτε συμβαίνει στον μέσα και στον έξω κόσμο μας και επηρεάζει, στον βαθμό που μπορεί, το περιβάλλον μας. Δεν είναι μανιφέστο ούτε καταδικαστική απόφαση αυτά τα ποιήματα∙ είναι το καλό χώνεμα μιας εμπειρίας που συνεχώς διεκδικεί την επιστροφή της στο αρχικό κίνητρο του δημιουργού, ο οποίος παραμένει εντός της σύγχρονης πραγματικότητας ― όπως και το κίνητρο της δημιουργίας του βέβαια. Το Στα μέσα σύνορα αδυνατεί να δώσει τελεσίδικες λύσεις, γιατί, απλούστατα, αυτές δεν υπάρχουν. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Γιάννης Δούκας, ενώ μερικές φορές μοιάζει να γνωρίζει απαντήσεις, κυρίως αναδημιουργεί ερωτήματα για καιρό ξεχασμένα∙ επαναφέρει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τον σαρκασμό έναντι οποιασδήποτε αυθεντίας, αντικαθιστώντας τα με το ―πικρό πολλές φορές― χιούμορ της ροκ εκφραστικής διάστασης της ζωής.

Ο Λένιν ζει
Στην Άπω Ανατολή
Τρώει ξερό ψωμί και το ξερνάει
Τα σύνορα περνάει
Αλλά στο τέλος πιάνεται
Γίνεται σκόνη του καιρού
Και μες στον κόσμο χάνεται
(«Ο Λένιν ζει»)

Αυτή η ροκ εκφραστική διάσταση είναι που συντείνει, μεταξύ άλλων, στην προέλαση της υπαρξιακής αγωνίας που εντοπίζεται στη συλλογή. Ανεξάρτητα απ’ οποιαδήποτε στιγμή στο κείμενο, η πάλη για την υπαρξιακή εγκατάσταση σ’ έναν κόσμο που καταργεί βεβαιότητες κι αυτονόητα διαχέεται σαν ένα τραγούδι που ναι μεν έχει βρει τον ρυθμό του, ακόμα όμως ψάχνει ―και ποτέ δεν θα σταματήσει να το κάνει― το τελικό και επικυρωμένο του περιεχόμενο. Υποψιάζομαι, πάλι, ο Γιάννης Δούκας δεν αναζητά λύσεις και εντελείς απόψεις∙ αυτό που φαίνεται ότι συμβαίνει είναι η αναπόσπαστη προσήλωσή του στην ακύρωση της αιώνιας αφοσίωσης σε ανθρώπους, πράγματα και ιδέες και στη μεταμόρφωση αυτής της αφοσίωσης σε καθημερινή δοκιμασία.

Playmobil στα γόνατα κάποιας απτέρου νίκης
Στους κίονες που μοιάζουνε σαν lego των νηπίων
Ο νους μας αποσπάσματα αρχαίων ερειπίων
Φωτογραφίζεσαι, γελάς. Ανήκεις; Δεν ανήκεις!
(«Playmobil»)

Και, τελικά, ένα ερώτημα: Γιατί έμμετρα ποιήματα; Γιατί ποιήματα με ομοιοκαταληξίες, σαν τραγούδια; Γιατί, στην εποχή, όπως λένε ένθεν κι ένθεν, του μεταμοντέρνου σκεπτικισμού, ένας νέος ποιητής επιλέγει να γράψει με τον παραδοσιακότερο τρόπο; Μίλησα ήδη για το ενιαίο της γραφής∙ να ο πρώτος λόγος. Ας προστεθεί πως ο Γιάννης Δούκας δεν κάνει, σε καμία περίπτωση, τα ποιήματά του να μοιάζουν «παραδοσιακά» ή, εντέλει, ξεπερασμένα. Επίσης, αυτός είναι ένας τρόπος να τονιστούν οι λέξεις περισσότερο∙ είναι ένας τρόπος να διαφανεί η σημασία της κάθε λέξης και του ρόλου που παίζει καθεμιά απ’ αυτές σε κάθε στίχο, σε κάθε τίτλο, σε κάθε γύρισμα του νοήματος. Η ευκολότερη απάντηση θα ήταν να πούμε πως ο ποιητής συνομιλεί με την παράδοση. Σε καμία περίπτωση! Ο Δούκας απλώς τη χρησιμοποιεί, τελικά, ως ανάγκη∙ δεν συνομιλεί μαζί της∙ τη φέρνει στο σήμερα και την κάνει ένα νέο πεδίο, στο απόλυτο σήμερα.
Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Δούκα είναι ένα ορόσημο απόσχισης της ποίησης και της έκφρασης του λόγου της από στεγανά και κλισέ. Είναι, πάνω απ’ όλα, μία συλλογή που δεν σταματά στις λέξεις και στα πράγματα· προχωρά, με τον δικό της τρόπο, κι έρχεται αντιμέτωπη με οποιονδήποτε σκεπτικισμό, μετατρέποντας την οποιαδήποτε αμφιβολία για τη δυναμική του λόγου ως σύγχρονου πολεμικού εργαλείου σε μια διανοητική και πλήρη αισθήματος παρέμβαση για τον σύγχρονο άνθρωπο ως όλον. Μία συλλογή που επιτυγχάνει, τελικά, ν’ αποκρύψει τον δημιουργό και να βγάλει μπροστά το ποίημα, ασυμβίβαστο μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτο καθημερινούς συμβιβασμούς.

Ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: