ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΤΣΕΤΙΔΗ
Εγώ υπηρετούσα στη Σχολή Ευελπίδων και βρισκόμουν με άδεια στο χωριό. Τότε η 9η μεραρχία έκανε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή μας και ένας συνταγματάρχης με κράτησε κοντά τους. Του είπα ότι ήμουν με άδεια και μου είπε:
-Μη σε νοιάζει, θα στείλω σήμα για να σε κρατήσω.
Έτσι και έγινε. Με πήρε μαζί του, κοιμόμουν στη διπλανή σκηνή από τη σκηνή του και τον ακολούθησα σε όλες τις εκκαθαρίσεις που κάναμε σε Πάρνωνα και Ταΰγετο. Ήξερα καλά όλα τα κατατόπια των βουνών, είχαμε πρόβατα.
Ήμουν και τότε που οι χωροφύλακες πιάσανε τον Πρεζεκέ, που κρυβόταν τραυματισμένος σε μια σπηλιά. Ο γιατρός που ήταν μαζί του και τον φρόντιζε, είχε χτυπηθεί άσκημα στο πόδι, το ένα χέρι του ήταν κατατσακισμένο και ξεμάτιζε. Τον είχαμε τυλίξει με πανιά για επιδέσμους.
Για μια στιγμή πήγα προς νερού μου. Κοντά στον γιατρό είχε μείνει ένας νεαρός που φόραγε έναν μαύρο μπερέ. Ακούω έναν πυροβολισμό και γυρίζω τρέχοντας. Βρήκα τον νεαρό να κρατάει το όπλο και τον γιατρό σκοτωμένο.
-Γιατί το ‘κανες, ρε, αυτό; του είπα.
-Με παρακάλαγε, μου απάντησε.
Μαζί με τους άλλους του Πρεζεκέ ήταν κι ένα κορίτσι 15-16 χρονώ. Τη βάλαμε πάνω σε ένα μουλάρι και τη φέραμε στο χωριό. Αυτή γλύτωσε και ζει ακόμη. Η αδερφή του Πρεζεκέ είχε φύγει την προηγούμενη μέρα από τη σπηλιά που κρυβόντουσαν και είχε πάει στον Άγιο Πέτρο. Έτσι γλύτωσε κι αυτή. Η αρραβωνιαστικιά του όμως δεν γλύτωσε. Είχε καταφέρει να ξεφύγει από τη σπηλιά και κρυβόταν σε κάτι βατουριώνες, δίπλα σε ένα ρέμα. Μια μέρα είχε πλύνει κάτι ρούχα της και τα είχε απλώσει να στεγνώσουν. Ένας τσοπάνης τα είδε και το μαρτύρησε. Την έπιασαν την ίδια μέρα και την σκότωσαν επί τόπου. Κάποιοι είπαν ότι τη βασάνισαν, δεν ήμουν παρών να ξέρω.
Στο χωριό μας, ένα τηλέφωνο υπήρχε. Αυτό το είχε πάρει μια δασκάλα στο σπίτι της, ήταν στη «Χι» κι αυτή. Δυο παιδιά, ο Κωστούρος, ένα λεβεντόπαιδο δυο μέτρα μπόι, κι ο Σαρρής, είκοσι πέντε χρονών παληκάρια, θέλανε να παραδοθούν. Έκανε χαλασμό εκείνη την ημέρα, έριχνε χιόνι πυκνό, μεγάλη αναμπουμπούλα, και τα παιδιά κατέβηκαν στο χωριό για να παραδοθούν. Τρεις ημέρες να αργούσαν θα προλάβαιναν τα μέτρα ειρηνεύσεως.
Η δασκάλα τηλεφώνησε στον Κιρκινάρη και ήρθε αυτός και πήρε τα παιδιά και τα πήγε στη Σπάρτη, στο ξενοδοχείο «Μενελάιον», όπου είχαν άλλους έξι πιασμένους. Τους σκότωσαν και τους οχτώ. Τους πήγανε στη μεγάλη χαράδρα που βρίσκεται πάνω από την Βάρσοβα και τους κατάκοψαν με κλαδευτήρια και με βατοκόπια.
Ο Κιρκινάρης ήταν καλό παιδί. Τον γνώριζα από το Γύθειο, όπου πηγαίναμε τα πρόβατα να ξεχειμωνιάσουν. Τώρα, πού να ξέρει κανείς πώς έμπλεξε με την κατάσταση. Ο πατέρας του ήταν έμπορος με μεγάλη περιουσία.
Τότε που χτυπήσανε οι αντάρτες στο χωριό, είχα δυο πρώτα ξαδέρφια στην οργάνωση. Εγώ τους είπα:
-Τι πάτε να κάνετε ; Δεν σκεφτόσαστε τι θα γίνει ύστερα;
Σιγά που λογαριάσανε τα λόγια μου.
Ήρθανε οι άλλοι και πιάσανε εκατόν τριάντα άτομα, αλλά, δεν ξέρω γιατί, μετά τους άφησαν όλους. Μόνο τρία σπίτια κάψανε, τα σπίτια των καπεταναίων.
Γνώριζα και τον Βροντάκο και μια φορά τον ρώτησα γιατί πήγε στα Τάγματα.
-Για να μην έρθει η λαοκρατία, μου απάντησε.
Πήγα στον πόλεμο στην Αλβανία. Ήμουν στην πρώτη γραμμή, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, είδα τον φίλο μου τον Βασίλη που τον έκανε κομμάτια μια οβίδα στο αμπρί που βρισκόμαστε. Ήταν Κυριακή και του είπα να πάμε να ξυριστούμε.
-Βαριέμαι, μου είπε, τράβα μόνος σου.
Μετά πάλι στην εθνοφυλακή, ξανά στρατιώτης στη Σχολή Ευελπίδων.
Στα δικά μας, είδα πώς καταντάει ο άνθρωπος και στους μεν και στους δε. Άμα πιάσει στα χέρια του ένα όπλο γίνεται αγνώριστος, άλλο πράμα.
Φαντάσου, ο Γιάννης ο Χατζηπάκος ήταν παπαδάκι στην εκκλησία. Νήστευε τη Σαρακοστή και μεταλάβαινε. Κι ύστερα, όταν ζώστηκε τα φυσεκλίκια και πήρε το όπλο, έγινε εκείνο το θηρίο, που σκότωσε το δάσκαλό του γιατί, λέει, τους είχε κάποτε πει ότι όχι οι βασιλιάδες, αλλά ο Βενιζέλος έκανε μεγάλη την Ελλάδα. Κι όσοι τριγύριζαν έκτοτε στα χωριά της περιοχής μαζί με τον Γιάννη, είχαν μετά να λένε ότι χαιρόταν να βασανίζει και να σκοτώνει. Μια φορά, λένε, είχε τόση μανία να δει αίμα, που άφριζε από το κακό του και ήταν έτοιμος να σκοτώσει τον υπασπιστή του. Είδε εκείνος ένα σκυλί που περνούσε μπροστά τους, να! Γιάννη , σκότω’ το σκυλί του είπε. Το σκότωσε, είδε αίμα να τρέχει και ησύχασε.
Φταίνε κι οι Εγγλέζοι για το κακό που έγινε τότε. Για τα περισσότερα δεινά της χώρας φταίνε και οι ξένοι. Από το είκοσι ένα και δώθε οι ξένοι μας διαφεντεύουν και μας εκμεταλλεύονται. Εμένα μου αρέσει να διαβάζω βιβλία. Μέσα στα βιβλία είναι καταγραμμένα όλα τα βάσανά μας. Να μην έρχονται τέτοιες εποχές, δεν αντέχει ο νους του ανθρώπου να θυμάται τέτοιες καταστάσεις.
Τότε που έβγαλαν οι αντάρτες τους φυλακισμένους από τις φυλακές, ήταν κι ένα λεβεντόπαιδο από το χωριό μας, καμιά εικοσαριά χρονών, που αρρώστησε στο βουνό και τους έλεγε ότι δεν μπορεί. Δεν τον άφηναν να φύγει και μια μέρα έφυγε μοναχός του. Έξω από τα πρώτα σπίτια του χωριού τον πρόλαβαν, και τον σκοτώσανε επί τόπου.
Έφτασα τα ενενήντα και δεν θυμάμαι να ησυχάσαμε ποτέ σε αυτή τη χώρα. Και τώρα, σε αλλιώτικο πόλεμο μας έβαλαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου