ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
PETER BURGER, Θεωρία της Πρωτοπορίας, μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης, πρόλογος Νίκη Λοϊζίδη, εκδόσεις Νεφέλη, σ. 224
Πολύ λίγα λόγια θα μπορούσε, στην πραγματικότητα, να πει κανείς για ένα έργο τέχνης. Πολύ περισσότερα, όμως, θα μπορούσαν να λεχθούν για τη λειτουργία του, ή για τις συνθήκες που το διέπουν, για το πλαίσιο και το περιβάλλον εντός των οποίων αυτό πραγματώνεται. Από τη μία πλευρά η τέχνη, από την άλλη η κοινωνική πραγματικότητα και στη μέση οι θεσμοί που διαμεσολαβούν σε κάθε ανάγνωσή τους, διαμορφώνουν το περίγραμμα που πλαισιώνει σχηματικά την όποια νεωτερική και μετανεωτερική κοινωνικοκαλλιτεχνική συνθήκη.
Η πρωτοπορία, συνάμα και η θεωρία της, δεν θα μπορούσε παρά να αντιπαρατεθεί σε αυτό το σχήμα, καθότι μέλημα και στόχος της ήταν να το καταστρέψει ή να το αντικαταστήσει με ένα άλλο. Από εδώ, όμως, ξεκινάει όλη η προβληματική, εκείνη που μπορεί και πάλι να οδηγήσει σε γενικότερα συμπεράσματα για τη φύση της τέχνης και την πραγματική λειτουργία της.
Έχει επισημανθεί πως η αναστοχαστικότητα αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου «μεταμοντέρνου» σύμπαντος, αποτελώντας βέβαια ένα από τα πιο χρήσιμα εργαλεία θεώρησης της ιδιάζουσας πρακτικής που συνιστά η τέχνη και όχι μόνο. Το κλασικό πια βιβλίο του Bürger, γραμμένο το 1974, στο πέρασμα από μία εποχή σε μία άλλη, προσφέρει όντως τα στάδια μιας αναστοχαστικής διερώτησης και, μάλιστα, αναφορικά με τη σημερινή τέχνη. Ξεκινάει την «προκαταρκτική» του «παρατήρηση» με την υπόθεση πως «αν η αισθητική θεωρία έχει περιεχόμενο στο μέτρο που αναστοχάζεται την ιστορική εξέλιξη του αντικειμένου της, τότε μια θεωρία της πρωτοπορίας αποτελεί αναγκαίο τμήμα των σημερινών σκέψεων σχετικά με τη θεωρία του πολιτισμού» (σ.27)· και, λίγο παρακάτω, στην εισαγωγή του, γράφει πως «η κριτική επιστήμη διακρίνεται από την παραδοσιακή επιστήμη κατά το ότι αναστοχάζεται την κοινωνική σημασία της δραστηριότητάς της» (σ. 29).
Ο Bürger γράφει την εποχή που οι αντιφάσεις που συνόδεψαν την πρωτοποριακή τέχνη είχαν καταστεί ήδη εμφανείς. Τα τρία κύρια προτάγματά της, η ενσωμάτωση του έργου τέχνης στην καθημερινή ζωή, η ρήξη με τις παρελθούσες καλλιτεχνικές πρακτικές, καθώς και η άσκηση κριτικής στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο είχαν ήδη τεθεί υπό αμφισβήτηση. Ο συγγραφέας, μάλιστα, προχωράει ακόμα περισσότερο δηλώνοντας την αποτυχία της, ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 1970. Η Θεωρία του Bürger αποτελεί σύντομη έκθεση των επίδικων της πρωτοπορίας και, την ίδια στιγμή, κριτική αποτίμησή της.
Ποια είναι, όμως, τα κύρια σημεία της θεωρίας του; Αντιλαμβάνεται την πρωτοπορία με μαρξιστικούς όρους, ως μια μορφή «αυτοκριτικής της τέχνης στην αστική κοινωνία», ως μια αυτοκριτική δηλαδή της ίδιας της τέχνης, όχι μόνο σε ό,τι αφορά στους θεσμούς διαχείρισής της, αλλά και ως γενικότερου καθεστώτος στην αστική κοινωνία. Η τελευταία, εξορίζοντας την τέχνη από τη βιοτική πρακτική και τη θρησκευτική λειτουργικότητά της στον κόσμο της καντιανής ανιδιοτελούς αισθητικής ενατένισης, της επιφυλάσσει το ρόλο μιας εποπτείας των καθημερινών πραγμάτων, και για το καλλιτεχνικό υποκείμενο το ρόλο ενός αυτόνομου αισθητιστή, καταδικασμένου στην «κοινωνική αναποτελεσματικότητα».
Θα ήταν εύκολο να προκαταλάβει κανείς την κατηγορία της αντινομίας που πιθανόν επικρέμαται στην απόπειρα εκ μέρους των καλλιτεχνικών δρώντων –και ακόμα περισσότερο αυτών της πρωτοπορίας- να επανακτήσουν τη δυνατότητα επέμβασης και επαρκούς επενέργειας στο κοινωνικό. Ωστόσο, και εδώ είναι το δεύτερο σημείο που θα τόνιζε κανείς σε σχέση με τη θεωρία του Bürger, προτεραιότητα των εν λόγω καλλιτεχνών δεν ήταν η επανάδραση των καλλιτεχνικών ζητημάτων στην καθημερινή ζωή, αλλά η αλλαγή της τελευταίας, έτσι ώστε, μπολιασμένη με τη φαντασία, να μεταμορφωθεί προς το ποιητικότερο. Εντούτοις, εδώ, όπως και αλλού, ο γερμανός κριτικός της λογοτεχνίας δεν παραλείπει να σημειώσει την πλήρη αποτυχία αυτής της επιδίωξης. Το αποτέλεσμά της, όμως, –και εδώ βρίσκεται το τρίτο σημείο- αφορούν στην ίδια την τέχνη και τα έργα της, καθότι, ενώ δεν κατόρθωσε να αλλάξει τη ζωή, άλλαξε ριζικά το ίδιο το έργο τέχνης, όχι μόνον τη λογική τής παραγωγής του, αλλά και αυτήν της δεξίωσής του.
«Το πρωτοποριακό έργο επιβάλλει μια νέα μέθοδο κατανόησης», γράφει, ενώ αλλού σημειώνει πως «η προσοχή τού προσλαμβάνοντος υποκειμένου δεν στρέφεται πλέον σε κάποιο νόημα του έργου το οποίο μπορεί να συλληφθεί μέσω της ανάγνωσης των μερών, αλλά στην αρχή της κατασκευής» (σ.163). Αποκηρύσσοντας ολόκληρη την παράδοση της τέχνης, η πρωτοπορία αποκήρυξε και τους κανόνες του κλασικού, οι οποίοι δεν έπαψαν να την κατατρέχουν. Οι κανόνες αυτοί ήταν όμως εκείνοι που, πέρα από το να την εξεικονίζουν, μετέφεραν την αίσθηση της συνέχειας ενός κόσμου, την ενότητα του οποίου εγγυόταν η θεϊκή πίστη. Η απώλεια της θεϊκής αναφοράς σήμανε εύλογα και την απώλεια μιας αίσθησης ολότητας και οργανικότητας, καθώς και ενός τελικού σκοπού των πραγμάτων. Η επερχόμενη, ανασυγκροτημένη από θραύσματα τάξη, συνοδευόμενη από τον καθολικό κατακερματισμό της εργασίας, μεταξύ άλλων και της ευρύτερα καλλιτεχνικής, επέφερε ουσιαστικές μετατοπίσεις στη διαγωγή των καλλιτεχνών, οι οποίοι αντιλαμβάνονται και προσανατολίζουν διαφορετικά την πρακτική τους, αμφισβητώντας ταυτόχρονα το μοναδικό καλλιτεχνικό πρότυπο, εκφρασμένο με τη μορφή ενός κυρίαρχου ρεύματος. Το τέταρτο σημείο, λοιπόν, της θεωρίας του Bürger, που αξίζει να καταγραφεί εδώ, αφορά στην αλλαγή της «στράτευσης» τους, στην αλλαγή κατεύθυνσης των προσδοκιών τους: «με το πρωτοποριακό έργο αίρεται η παλιά διχοτομία μεταξύ ‘καθαρής’ και ‘πολιτικής’ τέχνης”.
Το τελευταίο αυτό σημείο είναι προϊόν ενός συλλογισμού που έχει διαμορφωθεί μέσα από μια σειρά αρνήσεων, απωλειών και αποτυχιών. Η κριτική που ασκείται στον Bürger αφορά αυτήν ακριβώς την εστίασή του στην αποτυχία, την αναποτελεσματικότητα και την απόρριψη των αιτημάτων της πρωτοπορίας. Μετά από αυτόν, βέβαια, λίγοι είναι εκείνοι που θα μπορούσαν να την υπερασπιστούν ή να ενδώσουν στο επιχείρημα που θα αξιολογούσε τις πρωτοποριακές προτάσεις ως συντακτικές ενός διαφορετικού κόσμου. Ο Bürger μοιάζει, ωστόσο, να κάνει χρήση μιας «διαλεκτικής της αποτυχίας», ικανής να διατηρήσει την πρωτοποριακή διάθεση, αφήνοντας τα αιτήματά της ανοικτά και επιτρέποντάς τους να εξακολουθούν να κατέχουν μια κάποια δυναμική. Όντως, οι θεσμοί βγήκαν περισσότερο κυρίαρχοι από ποτέ υιοθετώντας τις πρωτοποριακές τάσεις, όπως ακριβώς και ο κόσμος του θεάματος και της κατανάλωσης· όντως η σύγχρονη οπτική κουλτούρα είναι πλήρως εμποτισμένη από αυτήν, όντως όλα λιμνάζουν ανιεράρχητα σε ύδατα ακατάληπτων αξιών, όντως η τέχνη εξακολουθεί να αποτελεί το αντικείμενο του ενδιαφέροντος μιας μικρής και συνήθως ταξικά προσδιορισμένης μερίδας του κοινωνικού σώματος, όντως το καλλιτεχνικό υποκείμενο εξοστρακίστηκε στον πλανήτη των «ευνουχισμένων γητευτών» του Νικόλα Κάλας και όντως η πανσπερμία των τάσεων και των στιλιστικών προτύπων κατέστη τόσο ισχυρή ώστε να απαγορεύει κάθε πιθανή ρήξη.
Χωρίς να εντοπίζεται σε κάποιο σημείο ένας τέτοιος ισχυρισμός, φαίνεται πως το λανθάνον συμπέρασμα της θεωρίας του Bürger είναι πως η διάδοχη κατάσταση δεν συνοδεύτηκε από το «τέλος» της πρωτοπορίας αλλά από την οριστική επικράτησή της, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που καθετί θα μπορούσε να απολαμβάνει αυτόν το χαρακτηρισμό. Μολαταύτα, τούτη η «διαλεκτική τής [πάντα σχετικής] αποτυχίας», αυτό το υπερκριτικό και, ταυτόχρονα, δημιουργικό εργαλείο, προκρίνει την διατύπωση αρκούντως επίκαιρων ερωτημάτων, ίσως εξίσου καταδικασμένων σε μιαν επόμενη αναίρεση. Τα ζητήματα, για παράδειγμα, της αυτονομίας και της κοινωνικής λειτουργίας του καλλιτεχνικού υποκειμένου παραμένουν -και ίσως δεν θα πάψουν να παραμένουν- ανοιχτά. Η παρακάτω διατύπωση του συγγραφέα είναι χαρακτηριστική: «Αν ο διττός χαρακτήρας της τέχνης στην αστική κοινωνία συνίσταται στο γεγονός ότι η απόσταση έναντι της κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής και αναπαραγωγής περιέχει τόσο μια στιγμή ελευθερίας όσο και μια στιγμή ανευθυνότητας, αναποτελεσματικότητας, τότε είναι εμφανές ότι η προσπάθεια των εκπροσώπων της πρωτοπορίας να επανεντάξουν την τέχνη στη διαδικασία της ζωής αποτελεί η ίδια εξαιρετικά αντιφατικό εγχείρημα. Και τούτο διότι η (σχετική) ελευθερία της τέχνης έναντι της βιοτικής πρακτικής αποτελεί ταυτόχρονα και τον όρο μιας δυνατότητας μιας κριτικής γνώσης της πραγματικότητας. Μια τέχνη που δεν θα είναι πια διαχωρισμένη από την πραγματικότητα, αλλά θα περιορίζεται εντελώς στο πλαίσιό της, θα χάσει, μαζί με την απόσταση από τη βιοτική πρακτική, και την ικανότητά της να ασκεί κριτική» (σ.112). Το ζήτημα που θέτει εδώ ο Bürger είναι σίγουρα μεγάλο. Θα επανέλθουμε...
Ο Κώστας Χριστόπουλος είναι εικαστικός καλλιτέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου