20/8/11

Από πού πάνε για την ποίηση;

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΝΑΖΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΟΥ, Άρρητο, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 36

Είναι τόσοι πολλοί οι γνωστοί και φίλοι που εργάζονται ως φιλόλογοι στη Μέση Εκπαίδευση, και ταυτόχρονα γράφουν (ποίηση, πεζογραφία, κριτική, δοκίμιο), που μπορούμε νομίζω να διακινδυνεύσουμε μια γενικότερη παρατήρηση: η καθημερινή τριβή και εξοικείωση με τη διδασκαλία της λογοτεχνίας, δηλαδή με ό,τι και όπως διδάσκεται ως λογοτεχνία, φαίνεται πως έχει σαν αποτέλεσμα μια σημαντική επιβάρυνση: πολύ συχνά, τα λογοτεχνικά ή κριτικά κείμενά τους βρίθουν από σωρευμένες και ανεκπλήρωτες, «στραμπουλιγμένες» αφηγηματικές και αισθητικές προθέσεις, κολυμπούν μέσα στην ασάφεια και το πλήθος των μη «λειτουργικών» επιδράσεων, που στοιχειώνουν τον λόγο τους.
Η εικόνα συμπληρώνεται με τις αντιφάσεις και την αμφιθυμία στο πεδίο όπου κατ’ εξοχήν εκφράζεται η νεοελληνική εθνοπολιτισμική νεύρωση, δηλαδή σε αυτό της γλώσσας∙ εκεί, οι εμπεδωμένοι τρόποι και η δομή της κυρίαρχης σεφερικής δημοτικής συμφύρονται με αντίρροπες ή αποκλίνουσες τάσεις, συχνότερα λόγιες, εις βάρος, φυσικά, όχι μόνο του ύφους αλλά και της διαύγειας του λόγου και της στοιχειώδους  αρμονικότητας του ήχου του.

Κι αν τα προηγούμενα, στο βαθμό που ισχύουν, αφορούν απλώς τις παθολογίες μιας κοινωνικής κατηγορίας, τα πράγματα γίνονται σοβαρά, ενίοτε και τραγικά, όταν υπάρχει ταλέντο, δυνατότητα, ουσιαστικό εγχείρημα καλλιτεχνικής έκφρασης. Τότε, η σκέψη επιστρέφει σε εκείνες τις εθνορομαντικές απόψεις του Σεφέρη για τη νεοελληνική εγγραμματοσύνη, για την καταστροφική λειτουργία του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος στην έκφραση του λόγου...
Εν προκειμένω, η εναρκτήρια συλλογή της Χατζημωϋσιάδου, Του έρωτα, της ψυχής και των οστράκων (Δωδώνη, 2004):

ΟΙ ΥΑΚΙΝΘΟΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ

Κατάστικτο από ζουμπούλια
Έφθασε το βράδυ.
Μαζί ένας εύφορος πυρετός
τρύγησε τα μάτια σου
και ποτάμια ύδατα προχώρησαν
προς το μέρος σου
Σαν κάποια θυέλλη λύπης
πάνω σε χρυσά βροχής
κλωνάρια να λειτούργησε.
Κι ενώ η διάρκεια σε απήγγειλε
αέναα πόθησες τη ζωή.

Είναι εμφανής ο δισταγμός του ποιήματος σε σχέση με το τι θέλει «να πει», δηλαδή πώς να το πει. Με την κλίμακα ποιας φωνής θα μπει στον ποιητικό στίβο; Και προς τα πού να πορευθεί; Η συνύπαρξη αποήχων του μεσοπολεμικού συμβολισμού («Κατάστικτο από ζουμπούλια...»), σουρεαλιστικής ζωικής ορμής («ένας εύφορος πυρετός τρύγησε τα μάτια σου») και χειρισμών της γλώσσας κατά τον τρόπο της Δημουλά («η διάρκεια σε απήγγειλε»), αποτυπώνει ανάγλυφα το σχολικό περιβάλλον, τις σταθερές και τις προτιμήσεις του, ή μάλλον την πρόσληψη όλων αυτών από τη «σχολική διδακτική». Αλλά πρόκειται απλώς για μια συνύπαρξη ετερογενών στοιχείων, η οποία δεν δικαιώνεται ως σύνθεση, έστω και της απλούστερης μορφής, έστω ως παράθεση στιγμιοτύπων της διαδρομής του ποιητικού λόγου. Ταυτόχρονα, ο ήχος της γλώσσας «σκαλώνει» εκεί που εκβιάζεται η ποιητικότητα, λες και το ποίημα να διαισθάνεται όλα τα προηγούμενα και να προσπαθεί, εσπευσμένα, να μιλήσει έξω απ’ αυτά: «θυέλλη λύπης».
Στην ανά χείρας, δεύτερη συλλογή, Άρρητο, η Χατζημωσιάδου προσπαθεί να υπερβεί αυτά τα εγγενή όρια, και το καταφέρνει με όχημα μια θεματολογία που προτάσσει το υπαρξιακό άλγος και το ημερώνει με ισχυρές δόσεις μεταφυσικής. Έτσι, η γλώσσα και ο ρυθμός κατακάθονται, το ποίημα «γλυκαίνει», τα επιμέρους στοιχεία του αποκτούν ειρμό και συνάφεια.

ΠΡΟΣΩΡΑΣ

Πάλεψε πάλεψε με το σύννεφο
το φεγγάρι, ώσπου τελικά νικήθηκε.
Τώρα οχτώ χιλιάδες νυχτερίδες
το πατούν και το εξαφανίζουν.
Δύσκολη νύχτα η αποψινή
φεγγαράκι μου ατρόμητο
και για τους δυο μας.

Όμως, αποτελεί λύση η θεματολογία, όταν το ζητούμενο είναι πρώτα απ’ όλα η αισθητική αρτιότητα; Γιατί όχι; Δεν υπάρχει καμιά δυσαρμονία «μέσου» και «σκοπού», αφού οποιοδήποτε από τα στοιχεία του ποιήματος μπορεί να αποτελέσει το όχημα, το έναυσμα για τη διερεύνηση μιας προσωπικής ποιητικής, για τη διαύγαση του θολού τοπίου των επιρροών, δηλαδή για τη γενναία απομάκρυνση από την επικράτεια της φιλολογίας, με κέρδος τη διακινδύνευση στις διαρκώς επισφαλείς εκτάσεις της ποίησης. Όπως ακριβώς στους τρεις πρώτους στίχους:

Συλλογίζομαι τι ποσότητες ουρανού
φέραμε στα μάτια μας
για να μας πονάει τόσο η γη
κι αν στ’ αλήθεια άλλαξε κάτι
απ’ τον καιρό του Χέλντερλιν.
Ενταφιαζόμαστε από ζωή.
             («Σχέσεις αιτιότητας»)

Όμως, στον τρίτο στίχο είναι η στιγμή που το ποίημα αντικρίζει την εικόνα του και τρομάζει, καταφεύγοντας στο εννοούμενο «κλασικό» ερώτημα του Χέλντερλιν, «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ' έναν μικρόψυχο καιρό;». Έτσι, το ποίημα αυτοϋπονομεύεται, εν τέλει παραιτείται από τη θέση στην οποία μόλις το ίδιο όρισε τον εαυτό  του («τι ποσότητες ουρανού φέραμε στα μάτια μας»), για να καταλήξει αμήχανα («Ενταφιαζόμαστε από ζωή»). Φυσικά δεν πρόκειται για κάποια αδυναμία της ποιήτριας, αλλά για ένα ολόκληρο φαινόμενο, που αφορά ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης ποίησης. Και είναι εδώ που η φιλολογική ιδιότητα λειτουργεί ως πλεονέκτημα, με το βιβλίο της Χατζημωυσιάδου να εκφράζει πολύ πιο έντονα, ακόμα και αντιπροσωπευτικά, τα διλήμματα και τη διακύμανση του λόγου, την αβεβαιότητα του ποιητή για το ρόλο και το νόημα της ίδιας της ποίησης και της ποιητικής λειτουργίας.
Μήπως πρέπει να το πάρουμε απόφαση, ότι αυτό το πλέγμα αντιφάσεων, αυτός ο μηχανισμός χαρακτηρίζει πια τη συνθήκη της τέχνης, φαινόμενο που μάλλον θα ενταθεί, αφού ο λόγος για την τέχνη και περί την τέχνη καλύπτει όλο και μεγαλύτερο μέρος του πεδίου; Αν όμως, σε τελευταία ανάλυση, το ζητούμενο της τέχνης παραμένει το ποίημα, ένα μόνο ποίημα, ρηξικέλευθο και ανατρεπτικό, απροσδόκητο και ξαφνιαστικό, αυθάδες και αύταρκες, δηλαδή ποίημα-γεγονός καλλιτεχνικό, όλα τα άλλα είναι απλώς αδιάφορα. Ή μάλλον ένας τρόπος για να περνά ο καιρός, «μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας», μέχρι και πάλι ένα ποίημα, ένας μόνο στίχος, να μας βγάλει τη γλώσσα, ειρωνευόμενος τη μακαριότητά μας - και τις φιλολογίες μας. Όπως, για παράδειγμα, οι στίχοι της Χατζημωυσιάδου:

στοιχηματίζοντας σ’ ένα κομμάτι ουρανού
που προσφέρει ολόκληρα τα δάκρυα

Δεν υπάρχουν σχόλια: