6/8/11

Οι αντιφάσεις και οι ασάφειες της «πράσινης κοινωνικής επανάστασης»

ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΗΛΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΠΟΥΛΟΣ, Παράθυρο στην κρίση. Οι πράσινοι ελκυστές και η πράσινη οικονομία, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 349

“Όταν κάτι το βάψεις πράσινο, είναι πράσινο»
Ε. Γκαλεάνο

Διαβάζοντας το βιβλίο του Ηλ. Ευθυμιόπουλου βρίσκεσαι σε δυσκολία να αντιληφθείς ποιο είναι το παράθυρο ή έστω η χαραμάδα (που ο συγγραφέας προτείνει) στην κρίση. Το «εκσυγχρονισμένο»–πράσινο κράτος που θα προωθήσει και θα διευκολύνει τη διαδικασία της θρυλούμενης πράσινης οικονομίας (ανάπτυξης-μεγέθυνσης), με «πράσινο λαϊκό καπιταλισμό» και με «επιστημονική» και «κανονιστική» αρχή την αειφορία/αειφόρο ανάπτυξη; Η παγκόσμια διακυβέρνηση (την οποία, ορθά, θεωρεί ουτοπία αλλά και, κατά τη γνώμη μας, απευκταία σήμερα) ή η διεθνής ρύθμιση (αυτή κι άν είναι ουτοπία); Η καταπολέμηση της (ιουδαιοχριστιανικής) «απληστίας» και του ανήθικου καπιταλισμού (σύμφωνα με τον Στίγκλιτς και πολλούς άλλους); Η ...λιγότερη παγκοσμιοποίηση; Ή, μήπως, η Eυρώπη με το θεσμικό πλαίσιο της οποίας είναι «επιτακτική» η σύνδεση της ελληνικής κοινωνίας (σ. 122);  Η θολή και νεφελώδης κοινωνία των πολιτών και οι MKO που θα εμπλακούν στην προηγούμενη διαδικασία (υπό το πράσινο κράτος); Η (επανατο)πικοποίηση της οικονομίας (μαζί με τα «αστικά αγροκτήματα), την οποία ο συγγραφέας εντάσσει στις παραμέτρους της αειφόρου ανάπτυξης;
Η συνδεδεμένη με την προηγούμενη, εναλλακτική «εκ των κάτω» τοπική κοινωνική οικονομία, στις θεσμικές και άτυπες μορφές της; H συλλογική–συνεταιριστική διαχείριση των οικοσυστημάτων και των συλλογικών αγαθών (κατά την Ostrom) ή τα οικονομικά εργαλεία της οικονομίας της αγοράς; H απoανάπτυξη/απομεγέθυνση; Η «αυτοσυγκράτηση» των καταναλωτών; Εάν έχουμε διαβάσει σωστά, όλα αυτά ή λίγο απ’ όλα, χωρίς κάτι τέτοιο να συνιστά αναγκαστικά μειονέκτημα.
Το σίγουρο είναι ότι το κύριο βάρος στην ανάλυση δίδεται στην πράσινη οικονομία–ανάπτυξη, στην τεχνοκαινοτομική-διαχειριστική της διάσταση με κρατικοσυστημικά μέσα. Η πράσινη οικονομία και η οικολογική οικονομία ταυτίζονται, με την τελευταία να εξικνείται στο πως θα φωτίζουμε τα σπίτια μας, τι και πώς θα τρώμε και πόσα παιδιά θα κάνουμε κλπ, αλλά και στην «ανατροπή μηνυμάτων της αυτόματης αγοράς» (σ. 339, 340). Ο «πράσινος» καπιταλισμός, ως κλαδί του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, ως μια νέα στρατηγική του κεφαλαίου στη δομική (και οικολογική) κρίση του, δεν φαίνεται να αμφισβητείται, παρότι τούτο έχει ήδη γίνει εδώ και τουλάχιστον μια εικοσαετία (Mandotto, και πολλοί άλλοι). Με άλλα λόγια, η πράσινη ανάπτυξη είναι σε θέση να αμβλύνει τις αλληλεξαρτώμενες σχέσεις των εξωτερικών (οικολογικών) ορίων με τις εσωτερικές αντιφάσεις και τα κοινωνικά όρια του καπιταλισμού;
Παρά την αυξανόμενη κριτική διεθνή βιβλιογραφία, δεν αμφισβητείται επίσης η μόλις σε λίγες σελίδες εξεταζόμενη και πρώτη στην ημερήσια διάταξη και θεραπεία για πάσα νόσο έννοια της αειφόρου ανάπτυξης, που δεν ταυτίζεται με την αειφορία, ούτε έχει «κανονιστικό», δηλαδή νομικό περιεχόμενο, ούτε άλλωστε οι διάφορες εφαρμογές του «νέου πνεύματος» και των νέων συμβολισμών του καπιταλισμού» και της οικονομίας της (οικο)αγοράς και του (οικο)μάρκετινγκ (π.χ. εταιρική περιβαλλοντική ευθύνη, κ.λπ). Το τεράστιο θέμα της οικολογικής δημοκρατίας (με τις διάφορες «σχολές» της) παραμένει ασαφές και προσπερνιέται κι αυτό σε λίγες σελίδες με τον ...αλτρουισμό ως «δομική μορφή» να υποβοηθά την οικολογική δημοκρατία (σ. 302). Ενώ υποστηρίζεται ως λύση η αειφόρος και πράσινη ανάπτυξη, ταυτόχρονα φαίνεται να υιοθετείται και η, ως γνωστόν, εξέχουσα ...πολέμιος αυτής,  δηλαδή η αποανάπτυξη–απομεγέθυνση και η «εκούσια λιτότητα» (άλλοι θα έλεγαν «λιτή αφθονία»). Η τελευταία εξετάζεται αδρομερώς (ως προς τις συνέπειές της και τις διαστάσεις της, και χωρίς κριτική) σε λίγες (έξι) σελίδες, και μάλιστα χωρίς στοιχειώδεις βιβλιογραφικές παραπομπές επί του κειμένου.
Ταυτόχρονα επίσης ο Ηλ. Ευθυμιόπουλος υποστηρίζει τη «νέα», όπως την ονομάζει, οικονομία (δηλαδή την κοινωνική οικονομία, την οποία λανθασμένα κατά την γνώμη μας αντιδιαστέλλει στην κοινωνία της κατανάλωσης, σ. 344). Παρότι θεωρείται σωστά (σ. 345) ότι «η γενίκευση και η αναγνώριση αυτού του τρίτου τομέα, με τις υβριδικές σχέσεις εργασίας, θα επηρεάσει βαθιά τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς», δεν διευκρινίζεται εάν πρόκειται για κοινωνική οικονομία της αγοράς ή της αλληλεγγύης και των αναγκών). Η οικονομία αυτή υπάρχει ήδη σε πρωτοβουλίες της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας (όπως οι τράπεζες χρόνου, οι συνεταιρισμοί, οι συνεταιριστικές τράπεζες και οι διάφορες πιστοδοτικές ενώσεις, οι επιχειρήσεις λαϊκής βάσης κλπ) αλλά και στις «κοινωνικές επενδύσεις», εναλλακτικά συστήματα αποταμίευσης, συναλλαγών και δανεισμού, δίκτυα μικρών καταστημάτων και τοπικών επιχειρήσεων, συμπληρωματικά νομίσματα.  Αυτά βέβαια ενταγμένα στη σφαίρα των δημόσια αναγνωρισμένων πρακτικών(;) (σ. 315).
Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να επαναρρυθμισθεί (με «παγκόσμια διακυβερνητική πρωτοβουλία», σ. 330) ο διεθνής χρηματοοικονομικός τομέας, να διαχωριστεί σε επενδυτικό και λιανικό-αποταμιευτικό,  να υπάρξει (όπως προτείνουν και οι κινέζοι) ένα παγκόσμιο νόμισμα (όπως το bancor του Κέυνς), αλλά από την άλλη (σ. 343) και οι καταναλωτές (γενικά όλοι;) να αντιταχθούν (ατομικά; συλλογικά;) στην ανεξέλεγκτη, δηλαδή παγκοσμιοποιημένη φύση του εμπορίου, επιβάλλοντας (προστατευτικούς;) όρους και περιορισμούς υπέρ της τοπικής παραγωγής, της προστασίας του περιβάλλοντος. H αντίσταση στην «τρελή» κατανάλωση θα πρέπει να λάβει τη μορφή (σ. 344) «αυτοσυγκράτησης» και την «ενεργοποίηση των μηχανισμών της αγοράς» («έξυπνες» ρυθμίσεις, φορολογικά κίνητρα και αντικίνητρα, κατάργηση αντιανταγωνιστικών επιδοτήσεων, εμπορία ρύπων, τράπεζες αντισταθμιστικής διόρθωσης (περιβαλλοντική οικονομική). Τα μέτρα (οικονομικά και αγορακεντρικά ) που υιοθετούνται στο πλαίσιο αυτού του νέου προσανατολισμού επιβάλλονται εν ονόματι, όπως νομίζει ο συγγραφέας, της πραγματικότητας που θέλει «το περιβάλλον να γίνεται όλο και πιο ανθρωπογενές» (σ. 298). Πέρα του ότι φαίνεται να αποδέχεται μοιραία αυτή την πραγματικότητα (η οποία οφείλεται στον «άνθρωπο» γενικά ή στο μεγεθυνσιακό χαρακτήρα του συστήματος της οικονομίας της αγοράς[1]), χωρίς διάθεση κριτικής παρέμβασης, τα μέτρα αυτά δεν έχουν νόημα παρά μόνο εάν, έστω, απαντούν ταυτόχρονα σε κοινωνικά (καταπολέμηση της ανεργίας) και οικολογικά (γενικότερη οικολογικοποίηση της οικονομίας και κυρίως αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα) κριτήρια[2]. Το τελευταίο φαίνεται να αποδέχεται αλλού o συγγραφέας προκρίνοντας μια ολιστική πολιτική θεωρία (αλλά ποιά;) για την επίτευξη οικονομικής, κοινωνικής και οικονομικής αναδιάρθρωσης (σ. 166), αφού και τα τρία συστήματα δεν λειτουργούν εν κενώ.
Συνοπτικά, η  πράσινη οικονομία, κατά τον συγγραφέα ως «παράθυρο στη κρίση», περιορίζεται σε φιλοπεριβαλλοντικές–«ισοζυγιακές» μεθόδους παραγωγής και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με «έξυπνες», δηλαδή «αγοραίες» (διάβαζε «αρπαχτές»;) όπως είδαμε λύσεις, αλλά και ολίγον από κοινωνική οικονομία (της αγοράς), με διεθνή χρηματοπιστωτική ρύθμιση, η οποία είναι εγγενώς αδύνατη αλλά ίσως και αναποτελεσματική[3]. Σ’ αυτό το πλαίσιο, γιατί να μη δημιουργηθούν πράσινες φούσκες π.χ. από την νέα «πράσινη» δόμηση; Γιατί η πράσινη παραγωγή να μην ακυρωθεί από το «παράδοξο του Jevons»; Η επέκταση της χωρίς τέλος κατανάλωσης ενέργειας που βρίσκεται στον πυρήνα των καπιταλιστικών οικονομιών θα συνεχίσει, στο πλαίσιο μιας οικονομίας βασισμένης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που θα υποκαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα; Μόνο μια -κατά H. Daly και J. St. Mill- στάσιμη οικονομία (econοmie stationnaire) θα μπορούσε από οικολογική άποψη να λύσει το πρόβλημα της εξάντλησης των μη ανανεώσιμων πόρων του πλανήτη. Από αυτή την άποψη, μπορεί η κρίση να θεωρηθεί ως ιστορική ευκαιρία, αφού από μόνο του το σύστημα δύσκολα συγκατατίθεται αυθόρμητα σε μια επιβράδυνση της μεγέθυνσης[4].
Ένα πραγματικό νέο (πράσινο) new deal απαιτεί ρήξη με κάθε νεοφιλελεύθερη πολιτική (η οποία ακόμα και σήμερα, σε περίοδο κρίσης του συστήματος, δεν φαίνεται στην πράξη να αμφισβητείται ουσιαστικά), παρά μερικές ενέσεις κευνσιανισμού προς όφελος των τραπεζών και των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών. Όσο κυριαρχεί το χρηματοοικονομικό σύστημα που αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση των βραχυπρόθεσμων κερδών, η εγκαθίδρυση μιας οικολογικής ή πράσινης οικονομίας είναι χίμαιρα[5]. Αλλά, επιπροσθέτως, και αυτή θα πρέπει να αποκαθαρθεί από τον «ταρτουφισμό» της πράσινης μεγέθυνσης[6].
Η πολιτική οικολογία δεν περιορίζεται στον «κηπουρικό» ή τεχνο-καινοτομικό φιλοπεριβαλλοντισμό. Είναι μια συνολική κριτική στον τρόπο αλλά και στο σκοπό παραγωγής και κατανάλωσης και στη δομή των κοινωνικών σχέσεων. Με άλλα λόγια, μια οικο-οικονομία δεν νοείται εκτός προοπτικής ενός οικο-κοινωνικού μετασχηματισμού της οργάνωσης κοινωνίας και της οικονομίας (και της εργασίας): μικρότερη παραγωγή, εγγύτερη, (συλλογική-συνεταιριστική επανατοπικοποίηση), με μείωση του χρόνου εργασίας αλλά με ισοδίκαιη κατανομή. Και τούτο απαιτεί ολιστική πολιτική προσέγγιση «εκ των κάτω», με βάση το μικρο-χωρο-τοπικό, με νέους συμμετοχικούς/αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς. Μια οικοανάπτυξη  που έλεγαν παλιά, αντίδοτο ακόμα και σε μια κρίση σαν τη δική μας. Μια επαναφορά δηλαδή στην ξεχασμένη πολιτική οικολογία στην τρίτη εξελικτική εκδοχή της[7], αυτή της κοινωνικής διάστασης (κοινωνικό new deal[8]),  και, κυρίως, στον δημόσιο δημοκρατικό σχεδιασμό (προγραμματισμό) μιας οικονομίας των αναγκών και των συλλογικών αγαθών (στις οποίες θα ενταχθεί ο τρίτος τομέας), με εξοικονόμηση πόρων και μετάβαση προς μια κατά Latouche κοινωνίας μηδενικής μεγέθυνσης ή απομεγέθυνσης. Πριν απ’ όλα, όμως, απαιτείται η αποδόμηση των αξιών και των συμβόλων του οικονομισμού και ειδικότερα αυτών του βιοπολιτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η παλιά οικονομική σχέση με τον κόσμο πλησιάζει στο τέλος της[9]. Εάν, βιώνοντας μια γενικευμένη και καθολική κρίση, είναι έτσι, οι όροι «ανάκαμψη» ή «μεταρρύθμιση» είναι άτοποι [10].
To βιβλίο του Ευθυμιόπουλου συνδυάζει τον αναγκαίο τεχνοκρατικό λόγο με το γλαφυρό σε αρκετές περιπτώσεις ύφος, χωρίς να του λείπει ο εσωτερικός προβληματισμός· έτσι άλλωστε νομίζουμε πως πρέπει να διαβάσουμε και τις όποιες αντιφάσεις αναφέραμε στην αρχή του παρόντος. Ωστόσο, μια πιο σαφής διάρθρωση του εντυπωσιακού είναι αλήθεια και επικαιροποιημένου πραγματολογικού υλικού, σε συνδυασμό με μια πιο εμπλουτισμένη βιβλιογραφία, θα διαύγαζε αυτό το υλικό, αλλά, επίσης, θα αναδείκνυε καθαρότερα και τις αρκετές φορές ενδιαφέρουσες  θέσεις του συγγραφέα.  

Ο Τάκης Νικολόπουλος διδάσκει Δίκαιο και πολιτική περιβάλλοντος στο ΤΕΙ Μεσολογγίου



[1] Άραγε, στην ίδια «ανθρωπογενή» αιτία οφείλονται οι συνεχείς διατροφικές κρίσεις (ασφάλειας τροφίμων, πρόσφατα E.coli) και όχι σ’ ένα υπερεθνικό τεχνοεπιστημονικό σύστημα μαζικής και εντατικής-μεγεθυνσιακής παραγωγής- που εγγενώς δημιουργεί κινδύνους- και στους μαιάνδρους του οποίου δεν μπορεί να υπάρξει έλεγχος ούτε εκτίμηση και διαχείριση του («αποδεκτού») κινδύνου;
[2] Βλ. G. Duval, Une economie verte? Yes we can, Altern. Econ οπ.παρ., no 301/2011, σ. 54-56, όπου αναφέρονται ως παραδείγματα αναδιοργάνωσης του ίδιου παραγωγικού συστήματος η «κυκλική οικονομία», ή «βιομηχανική οικονομία» (économie circulaire ou écologie industrielle) και οικονομία της λειτουργικότητας (économie de fonctionnalité) ή οικονομία χρήσης  
[3] Αντίθετα, το ιστορικό (με βάση τα ιστορικά παραδείγματα της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης του τέλους του 19 ου αρχές του 20 ου αιώνα)  μέλλον της ρύθμισης είναι η ενδυνάμωση των εθνικών ρυθμίσεων, βλ. για παράδειγμα, R. Germain, Global politics and Financial Governance, Palgrave MacMillan, 2010
[4] P. Custers, A quoi pourrait ressembler un véritable “New deal vert”, Le Monde diplomatique, Mai 2009, p. 26-27
[5] P. Custers , οπ.παρ.
[6] Η πράσινη μεγέθυνση, σε αντίθεση με την οικολογική οικονομία (η οποία υποστηρίζεται από ένα ρεύμα των οικολόγων), στηρίζει τις οικολογικές μετατροπές μόνο εάν συμβάλλουν στην αύξηση του ΑΕΠ και επιτρέπουν στις πράσινες επιχειρήσεις να αυξάνουν τα κέρδη τους. Η πράσινη μεγέθυνση, βασιζόμενη στην τεχνολογική καινοτομία και οικο-αποτελεσματικότητα, εστιάζει στη παραγόμενη μονάδα με αποτέλεσμα να μεταπίπτει στο γνωστό φαινόμενο της «αναπήδησης» (effet rebond), ενώ η πράσινη οικονομία και οι οικολόγοι βασίζονται στην απόλυτη αξία και στην γενικότερη και συνολική πίεση στο περιβάλλον. Τέλος η πράσινη μεγέθυνση δεν αντιμετωπίζει τις ανισότητες και την αναδιανομή του εισοδήματος αφού εστιάζει μόνο στις τεχνικές αλλαγές της παραγωγής. Αγνοεί με άλλα λόγια την κοινωνική διάσταση της ανάπτυξης ερχόμενη έτσι σε αντίθεση με την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης (η οποία όμως δεν αφίσταται , και αυτή, της πράσινης μεγέθυνσης…). Βλ. επ΄αυτού τις συμβολές των J. Gleizes, Th. Courtot αλλά και των J. Gadrey, F. Flipo, Fl. JanyCatrice (παρά τις αποχρώσεις των στο θέμα της απομεγέθυνσης, στο Th. Courtot, D. Flacher , D Meda, (dir.) Pour finir avec ce vieux monde. Les chemins de la transition , Utopia, 2011
[7] J.-P. Fitoussi, E. Laurent, La nouvelle écologie politique, Seuil, La Republique des idées, 2008 · ειδικότερα, E. Laurent, Social-écologie, Flammarion, 2011, και του ιδίου, Ecologie: de l’ âge économique à l’âge social, in Le pensées vertes. L’ écologie décryptée, Sciences Humaines, no 19, σ. 48-51 : Ακόμα, J. Gadrey, L’ éconmie verte: une issue à la crise? in L’ économie verte, Cahiers francais, no 355, Avril-Mai 2010 , σ. 21-24
[8] Βλ. την έκθεση του Προγράμματος των ΗΕ για το περιβάλλον, http://unep.org/greeneconomy (Φεβρουάριος 2011)
[9] Μ. Σερ, Από την οικονομική στην οικολογική κρίση, (προδημ), εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή-"Αναγνώσεις" 25/4/2011, σ. 36
[10] Στο ίδιο 

Δεν υπάρχουν σχόλια: