ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ
Την προηγούμενη Κυριακή, μιλώντας για την μαθητεία στην ανάγνωση και τη γραφή της ιστορίας, προσπάθησα να την αναζητήσω στα προπτυχιακά των τμημάτων Ιστορίας των ελληνικών πανεπιστημίων. Να βρω ένα μάθημα, δηλαδή, το οποίο να διερευνά την προβληματική της ιστορικής έρευνας και της ιστορικής παρουσίασης, έστω και υπό την έννοια της παρουσίασης των πορισμάτων της έρευνας. Αφού δεν το βρήκα, αναφέρθηκα στους πιθανούς λόγους αυτής της «έλλειψης» και επικέντρωσα το ενδιαφέρον μου στη σχέση αυτής της σκόπιμης, «συμφέρουσας» απουσίας με το κυρίαρχο παράδειγμα του εμπειρισμού.
Αυτό που περιέγραψα, βέβαια, είναι ο εμπειρισμός της ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα- ούτε καν των αρχών του 20ου.
Ένας εμπειρισμός που, φαινομενικά, δεν δημιουργούσε προβλήματα σε επιστήμονες που ασχολούνταν, κυρίως, με μια (πολιτική) ιστορία «μεγάλων ανδρών», βασισμένη σε κρατικά έγγραφα. Αλλά τόσο η διεπιστημονικότητα, όσο και η εμφάνιση της «Νέας Ιστορίας», η οποία ανέδειξε στο προσκήνιο της επιστήμης νέες θεματικές, κοινές με τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες, μετέβαλλε και την ίδια τη μορφή της ιστορικής γραφής.[1] Πώς να ασχοληθεί κανείς, για παράδειγμα, με την ιστορία των νοοτροπιών (βασιζόμενος στον Ντιρκέμ ή τον Μπλοντέλ) ή με ζητήματα συλλογικής μνήμης (βασιζόμενος στον Χόλμπακς), πόσο μάλλον με ζητήματα «παρεκκλίσεων» (Φουκώ) δίχως να θέσει ως πρόβλημα τον τρόπο που θα ερευνήσει ή θα παρουσιάσει το υλικό του – και μάλιστα, σε ένα διευρυμένο, πλέον, αναγνωστικό κοινό;
Ένας εμπειρισμός που, φαινομενικά, δεν δημιουργούσε προβλήματα σε επιστήμονες που ασχολούνταν, κυρίως, με μια (πολιτική) ιστορία «μεγάλων ανδρών», βασισμένη σε κρατικά έγγραφα. Αλλά τόσο η διεπιστημονικότητα, όσο και η εμφάνιση της «Νέας Ιστορίας», η οποία ανέδειξε στο προσκήνιο της επιστήμης νέες θεματικές, κοινές με τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες, μετέβαλλε και την ίδια τη μορφή της ιστορικής γραφής.[1] Πώς να ασχοληθεί κανείς, για παράδειγμα, με την ιστορία των νοοτροπιών (βασιζόμενος στον Ντιρκέμ ή τον Μπλοντέλ) ή με ζητήματα συλλογικής μνήμης (βασιζόμενος στον Χόλμπακς), πόσο μάλλον με ζητήματα «παρεκκλίσεων» (Φουκώ) δίχως να θέσει ως πρόβλημα τον τρόπο που θα ερευνήσει ή θα παρουσιάσει το υλικό του – και μάλιστα, σε ένα διευρυμένο, πλέον, αναγνωστικό κοινό;
Για την κατά βάσιν εμπειριστική ιστοριογραφία των μέσων και του τέλους του 20ου αιώνα, όμως, η εξοικείωση με θεωρίες και έννοιες που φέρουν μέσα τους τη φιλοσοφική τους καταγωγή, δεν είμαι βέβαιος ότι οδήγησε πάντοτε και στην ιδιοποίησή τους: θεωρώ ότι, (ακόμα και) σήμερα, οι ιστορικοί συμπεριφέρονται περισσότερο ως «χρήστες» εννοιών και εννοιολογικών δικτύων παρά ως κάτοχοί τους. Ως «χρήστες», διότι, αγνοώντας τον τρόπο παραγωγής εννοιών, δεν είναι ικανοί να τις παραγάγουν, να τις (ανα)κατασκευάσουν, να «κάνουν κάτι» με αυτές.
Από τη δεκαετία του 1960, για να θέσω ένα (όχι και τόσο αυθαίρετο) χρονολογικό όριο, βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου το πρόβλημα έχει γίνει ορατό με διάφορους τρόπους, παρά τον κυρίαρχο, ακόμα, εμπειρισμό.[2] Υπ’ αυτή την έννοια, η απουσία μαθητείας στην ανάγνωση και τη γραφή της ιστορίας στα τμήματα Ιστορίας των ελληνικών πανεπιστημίων θα μπορούσε να θεωρηθεί προβληματική, ακόμα και από μια «παραδοσιακή» σκοπιά.
Διαπίστωσα, προηγουμένως, ότι η απουσία μαθητείας σε προπτυχιακό επίπεδο στα τμήματα Ιστορίας στην Ελλάδα δεν είναι πλήρης, αναφέροντας το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το βασικό διδακτικό σύγγραμμα του μαθήματος της μεθοδολογίας που διδάσκεται εκεί μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω, σύντομα, για αυτό που θεωρώ ως το απώτατο (μέχρι στιγμής) όριο της εμπειριστικής ιστορικής μεθοδολογίας, όσον αφορά τη γραφή, το οποίο θεωρώ ως όριο και της ίδιας της ιστορικής επιστήμης σύμφωνα με τον κυρίαρχο εμπειρισμό. Θα ολοκληρώσω, λοιπόν, με τον σχολιασμό ενός μικρού αποσπάσματος από την Εισαγωγή στην Ιστορία του Άρθουρ Μάργουικ, επαναφέροντας, από μια άλλη σκοπιά, το ερώτημα περί ιστορίας και τέχνης:
«Το πρόβλημα της επικοινωνίας, δηλαδή του να γράφει κανείς με σαφήνεια βιβλία που να είναι αναγνώσιμα, μας μεταφέρει εκτός του κόσμου των επιστημών, και μας επαναφέρει στον κόσμο της λογοτεχνίας. […] Μιλώντας για επικοινωνία ξαναβρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα της ιστορίας ως τέχνης. Αν εμείς θεωρήσουμε ότι η ιστορία είναι ταυτόχρονα τέχνη και επιστήμη- δηλαδή, μια επιστήμη όσον αφορά τη μέθοδο και τον τρόπο με τον οποίο διερευνά τις μαρτυρίες και εξακριβώνει τα γεγονότα, και μια τέχνη, όσον αφορά τον τρόπο επικοινωνίας των ανακαλύψεών της, τότε είναι η επιστήμη αυτή που οφείλει να επικρατήσει επί της τέχνης, κι όχι το αντίθετο. Πιθανόν, έχετε κάποτε βρεθεί μπροστά σε ιστορικά κείμενα γραμμένα με έναν ιδιοφυή τρόπο, γεμάτα υφολογικές λεπτολογίες και κομψές μεταφορές. Όμως, αν τα ιστορικά τους περιεχόμενα είναι ανοησίες, κανένα επιτηδευμένο ύφος δε μπορεί να τα μετατρέψει σε καλή ιστορία. Το πολύ-πολύ, και υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτουν κάποιο περιεχόμενο, θα μπορούσαν να θεωρηθούν άριστα παραδείγματα καλής λογοτεχνίας.
Στις πιο ριψοκίνδυνες ιχνηλατήσεις (εξόδους της εμπροσθοφυλακής) των επιστημονικών θεωριών, αναμφίβολα χρειάζεται μια πραγματική δημιουργική φαντασία. Γενικά, όμως, οι λογοτεχνικές πειθαρχίες διακρίνονται από τις επιστήμες, ακριβώς εξαιτίας του μεγαλύτερου βαθμού φαντασίας και διαίσθησης που αυτές απαιτούν, σε σχέση με τις επιστήμες. Μια ιστορία η οποία βασίζεται καθ’ολοκληρίαν ή σε μεγάλο βαθμό στη διαίσθηση, χωρίς καμιά αναφορά στα δεδομένα, θα ήταν λοιπόν μια κάκιστη ιστορία. Είναι αλήθεια, παρ’ όλα αυτά, ότι στα καλύτερα ιστορικά έργα υπάρχει ένα διαισθητικό, δημιουργικό στοιχείο. Αυτό το στοιχείο έχει περιγραφεί από τον σημαντικό ιστορικό Ρίτσαρντ Πάρες, με τον ακόλουθο ορισμό της ιστορίας: «μια διαδοχή λαμπρών ιδεών». Αυτό που μας λέει ο παραπάνω ορισμός, είναι ότι το έργο των μεγάλων ιστορικών χαρακτηρίζεται από την ικανότητά τους να προσφέρουν σύντομες, εναργείς (vivid) διατυπώσεις οι οποίες, παρόλο που δεν είναι αποδείξιμες με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είναι αποδείξιμος ένας επιστημονικός τύπος, παρόλα αυτά φαίνονται απολύτως ακριβείς στο πλαίσιο της συνολικής ερμηνείας την οποία ο ιστορικός ξετυλίγει και σε κάποιο βαθμό είναι σε θέση να ρίξουν φως σε ένα ιστορικό πρόβλημα στο σύνολό του». [3]
Οι παραπάνω «οδηγίες προς ναυτιλομένους» ενός καταξιωμένου, έγκυρου και τολμηρού μεθοδολόγου, δείχνουν, μεταξύ άλλων, τα όρια της εμπειριστικής μεθοδολογίας της ιστορίας αλλά και, εμμέσως πλην σαφώς, και τα όρια της ιστορικής επιστήμης γενικά, σύμφωνα με τον κυρίαρχο εμπειρισμό. Καταρχάς, προσπαθεί (ανεπιτυχώς) να οριοθετήσει την ιστορία έναντι της τέχνης, παραμένοντας έτσι πιστός, στο θεμελιώδες διάβημα της δημιουργίας του πεδίου της ιστορικής επιστήμης. Το ερώτημα «σε ποια τέχνη αναφέρεται», έχει μια προφανή απάντηση-αυτή άλλωστε δίνει κι ο Μάργουικ, κατονομάζοντάς την: πρόκειται για τη λογοτεχνία. Ας γίνω πιο συγκεκριμένος, φέρνοντας στην επιφάνεια μια συζήτηση που διαρκεί τριάντα χρόνια τώρα στη θεωρία της ιστορίας: πρόκειται για το μοντέρνο μυθιστόρημα. [4] Λέω ανεπιτυχώς για δυο λόγους. Πρώτον, διότι με αυτή την οριοθέτηση, η ιστορία αιωρείται, τρεκλίζει θα έλεγα, μεταξύ «επιστήμης» και «μη επιστήμης», βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση απολογητική. Σα να είναι μια «περίπου» ή «όχι ακριβώς» ή «ατελής» επιστήμη. Ο λόγος της αποτυχίας, βέβαια, αυτού του διαβήματος είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας άλλος. Κι εδώ φτάνουμε στο επίπεδο της τραγικής ειρωνείας. Διότι, μια ιστορική επιστήμη, οριοθετημένη κατ’ αυτό τον τρόπο, μοιράζεται με το μοντέρνο μυθιστόρημα την ίδια σκοπιά που ορίζει τον σύγχρονο τρόπο «ανάγνωσης» της πραγματικότητας. Τη σκοπιά του απομονωμένου ατόμου, όπως γράφει ο Μαρξ στα Grundrisse, αναφερόμενος στις «κοινότοπες φαντασιώσεις των Ροβινσωνιάδων του 18ου αιώνα».[5] Χαρακτηριστική είναι, άλλωστε, στο απόσπασμα του Μάργουικ, η ποσότητα και η ποιότητα της φαντασίας που νομιμοποιείται να χρησιμοποιήσει ο ιστορικός για να μην καταγγελθεί ως λογοτέχνης.[6] Μήπως, άλλωστε, και ο τρόπος που οφείλουν να αναπαριστούν την πραγματικότητα οι ιστορικοί δεν είναι ο ρεαλιστικός; Μήπως δεν ισχύει ότι δεν νομιμοποιούνται να πλάθουν μύθους, αλλά μόνο ρεαλιστικές εικόνες; Μήπως και στην έτσι εννοούμενη ιστορία δεν έχουμε να κάνουμε με έναν «τρόπο του πλάθειν χωρίς φαντασία»;[7] Θα απαντήσω αφοριστικά. Το αίτημα της ιστορίας είναι ήδη το αίτημα του μοντέρνου, ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Ας ξαναδιαβάσουμε τον Πρόλογο του Ροβινσώνα Κρούσου: «the story is told with modesty, with seriousness […] The Editor believes the thing to be a just history of facts. Neither is there any appearance of fiction in it».[8]
Ας αφήσουμε, όμως, την οριοθέτηση απέναντι στη λογοτεχνία κι ας παρατηρήσουμε ένα άλλο είδος ορίου, ένα όριο τόσο απόλυτο, που ούτε καν κατονομάζεται. Γιατί η «τέχνη που αφορά τον τρόπο επικοινωνίας των ανακαλύψεων της ιστορίας», η τέχνη της παραγωγής «σύντομων, εναργών διατυπώσεων» οι οποίες, «παρόλο που δεν είναι αποδείξιμες με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είναι αποδείξιμος ένας επιστημονικός τύπος», και «παρόλα αυτά φαίνονται απολύτως ακριβείς στο πλαίσιο της συνολικής ερμηνείας», όχι μόνο υπάρχει, ή τουλάχιστον υπήρξε κάποτε- τότε, βέβαια, δεν αφορούσε μόνο «υφολογικές λεπτολογίες και κομψές μεταφορές»- αλλά η ίδια η ιστορία αποτελούσε μέρος της μαθητείας σε αυτήν. Αρκεί να μεταφράσουμε την vividness ως ενάργεια ή evidentia in narratione και αυτή την «μη επιστημονικού τύπου» απόδειξη, αλλά πάντως απόδειξη, σε demonstratio, και θα βρεθούμε ενώπιόν της.[9] Δεν είναι άλλη από την ρητορική τέχνη. Κάνοντας ένα (και μόνο ένα) βήμα παραπέρα, θα συσχέτιζα την μαθητεία στην ιδιοποίηση των εργαλείων της ιστορικής ανάγνωσης και γραφής με μια επερχόμενη Ρητορική, η οποία, ονοματιζόμενη, δε θα αποτελούσε πια μόνο μια «μυστηριώδη» ικανότητα κάποιων «μεγάλων ιστορικών».[10]
* Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στο εργαστήριο των "Τοπικών", που έγινε στη Ζάκυνθο από τις 23 ως τις 26 Ιουνίου 2011, με θεματική: "Τέχνη - γνώση - μαθητεία".
Επίσης, οι υποσημειώσεις του κειμένου, λόγω περιορισμένου χώρου, δεν δημοσιεύονται εδώ, αλλά μπορούν να αναγνωσθούν στο μπλογκ των "Αναγνώσεων".
Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός
[1] Για μια κατατοπιστική εισαγωγή στην «επανάσταση» των Annales, βλ P. Burke, Una rivoluzione storiografica. La scuola delle «Annales», Laterza, Ρώμη – Μπάρι, 1992, καθώς και το: Ζ. Λε Γκοφ – Π. Νορά (επιμ), Το έργο της Ιστορίας, 3 τόμοι, Ράππας, Αθήνα 1981-1987
[2] Οι απόψεις διίστανται, βέβαια, περί του ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα- αλλά γι'αυτό θα μιλήσω αμέσως μετά.
[3] A. Marwick, Introduction to History, The Open University, Μπλέτσλι, 1977. Ιταλική έκδοση (απ’ όπου και η παραπομπή): Che cos’é questa storia? Come si studia e come si scrive la storia, Mondadori, Μιλάνο 1979, σ. 43-44. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
[4] Σχετικά με τη σύγχρονη συζήτηση στη θεωρία της Ιστορίας περί της σχέσης της ιστορίας με τη Θεωρία της λογοτεχνίας, τη λογοτεχνία και, ιδίως, με το (ρεαλιστικό) μυθιστόρημα του 19ου αιώνα η βιβλιογραφία είναι ογκωδέστατη. Θα αρκεστώ, εδώ, να αναφέρω μόνο το H. White, Metahistory. The Historical Imagination in Nineteenth Century Europe, The John Hopkins University Press, Βαλτιμόρη 1978, καθώς και το C. Ginzburg, Rapporti di forza. Storia, retorica, prova, Feltrinelli, Μιλάνο 2000. Για μια στοιχειώδη βιβλιογραφική ανασκόπηση του ζητήματος βλ Π.-Ι. Στανγκανέλλης, Η Ιστορία μεταξύ λογοτεχνίας και ανθρωπολογίας. Οι θεωρίες των Hayden White και Carlo Ginzburg, Διπλωματική εργασία ειδίκευσης, ΕΚΠΑ, ΝΟΠΕ, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, ΜΠΣ «Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία», ακαδημαϊκό έτος 2004-2005.
[5] K. Marx, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, Στοχαστής, Αθήνα 1989, τόμος Α’, σ. 53-54.
[6] Για τη φαντασία στην επιστήμη βλέπε, μεταξύ άλλων: Γ. Κουζέλης, «Η φαντασία στην επιστήμη», Εισαγωγή στο Γ. Κουζέλης – Κ. Ψυχοπαίδης (επιμ), Επιστημολογία των Κοινωνικών Επιστημών, νήσος, Αθήνα 1996, σ. 9-32, καθώς και το: C. W. Mills, Η Κοινωνιολογική φαντασία, Παπαζήσης, Αθήνα 1985. Για την (ανα)δημιουργική φαντασία βλ P. Ricoeur, Η αφηγηματική λειτουργία, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1990, ιδίως τις σελίδες 66-80.
[7] Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την υπεραξία, μέρος Γ’, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004, σ.
[8] D. Defoe, The Life and Surprising Adventures of Robinson Crusoe of York, Mariner, Λονδίνο 1719, Πρόλογος. Για χάρη της δικαιοσύνης θα αναφέρω ότι, 30 χρόνια μετά τον Ροβινσώνα, δηλαδή το 1748, εκδίδεται, πάλι στο Λονδίνο, η Ιστορία του Τομ Τζόουνς, ενός έκθετου. Υπενθυμίζω ότι ο Φίλντινγκ αφηγείται το πώς ένας αφηγητής προσπαθεί να αφηγηθεί μια ιστορία. Για να δικαιολογήσει, μάλιστα, τη χρήση της λέξης «Ιστορία» στον τίτλο, ο συγγραφέας προεικονίζει, κατά κάποιον τρόπο, και μια παραγνωρισμένη πτυχή της σύγχρονης συζήτησης περί ιστορικής αφήγησης: «Μολονότι σωστά τιτλοφορήσαμε το έργο μας ιστορία και όχι βιογραφία, ούτε απολογισμό μιας ζωής, όπως είναι της μόδας, σκοπεύουμε να ακολουθήσουμε τη μέθοδο εκείνων των συγγραφέων που διατείνονται ότι περιγράφουν τις επαναστάσεις των χωρών, αντί να μιμηθούμε εκείνον τον σχολαστικό και πολυγραφότατο ιστορικό που, για να τηρήσει τη χρονική συνέχεια του έργου του, θεωρεί ότι είναι υποχρεωμένος να γεμίσει σελίδες επί σελίδων με λεπτομερείς περιγραφές μηνών και χρόνων κατά τους οποίους δε συνέβη τίποτα όπως ακριβώς κάνει και για εκείνες τις περιόδους κατά τις οποίες στο ανθρώπινο παλκοσένικο διαδραματίστηκαν οι σημαντικότερες σκηνές. […] Σκοπός μας είναι ν’ ακολουθήσουμε εντελώς διαφορετική μέθοδο στις επόμενες σελίδες. Όταν διακρίνουμε κάποια σημαντική σκηνή (όπως ελπίζουμε ότι θα συμβαίνει συχνά), δε θα λυπηθούμε το χαρτί, προκειμένου να την περιγράψουμε στον αναγνώστη μας. Μα όταν περνούν ολόκληρα χρόνια χωρίς να προσφέρουν αξιοσημείωτα γεγονότα, δε θα φοβηθούμε τα χάσματα στην ιστορία μας, αλλά θα σπεύδουμε στα πιο ζουμερά ζητήματα και θ’ αφήνουμε αυτές τις χρονικές περιόδους να περνούν απαρατήρητες». H. Fielding, Η Ιστορία του Τομ Τζόουνς, ενός έκθετου, τόμος Α’, Gutenberg, Αθήνα 1993, σ. 66-67. Για τη σχέση «μοντάζ» και ιστορικής γραφής, βλ C. Ginzburg, «Decifrare uno spazio bianco», στο (του ίδιου), Rapporti di forza…, oπ, σ. 109-126. Δεν μπορώ, βέβαια, εφόσον αναφέρομαι στον Τομ Τζόουνς, να μην κάνω (εδώ απλώς) την νύξη για μια φράση που περιέχεται εντός του: πρόκειται για τον ορισμό της κατά Φήλντινγκ Ιστορίας ως το «dooms-day book of nature», η οποία προϋποθέτει, για να εξηγηθεί εντός του πλαισίου της εποχής της, μια ιδιαίτερη μελέτη για την παραγωγή της έννοιας των «facts» στον πρώιμο εμπειρισμό και της σχέσης του τελευταίου με την παράδοση των Τοπικών. Προς το παρόν, ως προς τον πρώιμο εμπειρισμό, τα facts και την Ιστορία, βλ Gianna Pomata, Nancy Siraisi (επ), Historia: Empiricism and Erudition in Early Modern Europe, MIT Press, Κέημπριτζ Μασαχουσέτης 2005. Επίσης, ολόκληρο τον τόμο με επιμέλεια των Gianna Pomata και Simona Cerutti, «Fatti: storie dell’evidenza empirica», Quaderni Storici, 108, 3, 2001, καθώς και (ιδίως) το άρθρο της Πομάτα: «Observation Rising: Birth of an Epistemic Genre, ca. 1500-1650», στο Lorraine Daston, Elizabeth Lunbeck (επιμ), Histories of Scientific Observation, University of Chicago Press, Σικάγο 2011, σ. 45-80.
[9] Για μια συστηματικότερη προσέγγιση των όρων βλ Ruth Webb, Ekphrasis, Imagination and Persuasion in Ancient Rhetorical Theory and Practice, Ashgate, Φάρναμ, Σάρεϋ 2009. Επίσης, για τη σχέση των εννοιών αυτών με την ιστορία: C. Ginzburg, «Descrizione e citazione», στο (του ίδιου), Il filo e le tracce. Vero, falso, finto, Feltrinelli, Μιλάνο 2006, σ. 15-38 (ιδίως σ. 16-22). Για μια έννοια «ευρετικής», διαφορετική από αυτήν που προϋποθέτει η παρούσα εισήγηση, πλην άμεσα συνυφασμένη με τη Ρητορική και, κυρίως, τα Τοπικά, βλ A. Abbott, Methods of Discovery. Heuristics for the Social Sciences, W. W. Norton, Νέα Υόρκη 2004. Σημειώνω, ενδεικτικά, εδώ, ότι ο Λάιονελ Γκόσμαν αναφέρεται στην αρχαία ρητορική (στον Κοϊντιλιανό και τον Κικέρωνα)μόνο και μόνο για να εισαγάγει ιστορικά τον αναγνώστη στη σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας, σε ένα άρθρο του που επιγράφεται, ακριβώς, «History and Literature»: L. Gossman, «History and Literature. Reproduction and Signification», στο R. Canary, H. Kozicki (επιμ), The Writing of History. Literary Form and Historical Understanding, The University of Wisconsin Press, Μάντισον Ουισκόνσιν, 1978, σ. 3-40 (οι αναφορές είναι στις σ. 3-5).
[10] Για την «επερχόμενη» Ρητορική δε μπορώ παρά να παραπέμψω στα έργα του Π. Μπασάκου: Επιχείρημα και κρίση, νήσος, Αθήνα 1999, «Ο καιρός του τρόπου», Επίμετρο στο: Ζ. Ντερριντά, Η λευκή μυθολογία. Η μεταφορά μέσα στο φιλοσοφικό κείμενο, Εστία, Αθήνα 2004, σ. 125-134, Τρεις γλώσσες. Αριστοτέλης, Χούσερλ, Βιττγκενστάιν, Εστία, Αθήνα 2006. Και βέβαια, σε όλα τα έργα του Κάρλο Γκίνζμπουργκ, τα οποία έχω ήδη παραθέσει.
Δημήτρης Καλόγηρος- Η αίσθηση του χρώματος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου