Της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Θεοφύλακτος Ήφαιστος (περ. 1050 - μετά το 1126), διάκονος της Αγίας Σοφίας, μαΐστωρ των ρητόρων, τοποθετήθηκε ως αρχιεπίσκοπος μετά το 1089/90 στην αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή Αχρίδας από τον Αλέξιο Κομνηνό, θέση που συνεπαγόταν εξάρτηση από τον αυτοκράτορα κι όχι από το πατριαρχείο. Του ανατέθηκε το δύσκολο έργο της διαποίμανσης των Σλάβων της κεντρικής Βαλκανικής: Από αυτή τη θέση όφειλε να ανυψώσει το κύρος της αρχιεπισκοπής και να διασφαλίσει τη δημοσιονομική «αυτοκεφαλία» της, σε μια περίοδο αύξησης του αγροτικού πληθυσμού και συνακόλουθης ζήτησης γης για καλλιέργεια.
Δημήτρης Καλόγηρος- Η αίσθηση του χρώματος |
Κυρίως, όμως, να αναπτύξει αποστολική δράση, (επανα)φέροντας στο ορθόδοξο ποίμνιο απείθαρχες ομάδες «αβασίλευτων»/«αδέσποτων», «άπιστων», μονοφυσιτών, αιρετικών, εν προκειμένω, Σλάβοι/Βούλγαροι πρώην πολιτικοί αντίπαλοι του Βυζαντίου αλλά και Αρβανίτες, Βλάχοι, Αρμένιοι κ.ά.. Με μια λέξη, ήταν υποχρεωμένος να εφαρμόσει εδώ τη νέα πολιτική για πειθάρχηση και κανονικοποίηση της ζωής των υπηκόων, κυρίως της οικογενειακής, με τρόπο που ευνοούσε τη διείσδυση της εκκλησίας στην κοσμική σφαίρα.
Η συνέπεια με την οποία ο Θεοφύλακτος έφερε σε πέρας το έργο του, σε σχέση με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς εναντίον κάποιων Βουλγάρων σε επιστολές του, θεωρήθηκε αντιφατική, γι’ αυτό εξακολουθεί έως σήμερα να τροφοδοτεί τη σχετική συζήτηση. Για παράδειγμα, στον διορισμένο «εν μέσοις Βουλγάροις» Ανεμά που γράφει ότι έχει «εκβαρβαριστεί», ο Θεοφύλακτος ανταπαντά ότι έγινε «ομότροπος και ομοέστιος» με την «αγροικία», ότι πίνει από τον «αγροικίας κρατήρα» κι ότι μεθάει με την «αμουσία». Άλλοι πάλι, αναχρονιστικά, εξέλαβαν ως αποστολή τού Θεοφύλακτου τον εξελληνισμό των Βουλγάρων. Στην πραγματικότητα, το θέμα υπερβαίνει τις ελληνο-βουλγαρικές εθνικές αντιπαλότητες και κυρίως δεν είναι προσωπικό. Πρόκειται για το ρόλο μιας ευρύτερης ομάδας εκπατρισμένων εκκλησιαστικών/κρατικών υπαλλήλων ο οποίος για να κατανοηθεί πρέπει να τοποθετηθεί, χωρίς αναχρονισμούς, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συγκυρίας.
Η δυσανεξία όσων στερήθηκαν τον αέρα της εξουσίας, αποδημώντας σε αφιλόξενους τόπους για να εφαρμόσουν το «λόγο», δεν πρέπει να ξενίζει. Το ερώτημα είναι μάλλον γιατί τα περί αποδημίας μετατρέπονται, από τον 11ο αι., σε κοινό τόπο. Στην πραγματικότητα, το βαθύτερο νόημά του μπορεί να φωτιστεί στα «της σοφίας χωρία», εκεί δηλαδή απ’ όπου στάλθηκαν οι παραπάνω διανοούμενοι. Στο παλάτι και την εκκλησία μια ελίτ, εγκαινιάζοντας νέους τρόπους και τροπές ενός επιτηδευμένου «λόγου», ανασυνέθετε την κυρίαρχη κοσμοαντίληψη, από τη μια κατηγοριοποιώντας «λαούς, φυλές, γλώσσες», ενώ από την άλλη προσπαθώντας να ομογενοποιήσει ένα ορθόδοξο ποίμνιο. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στη συνέχεια και οι γενικότεροι ιστορικοί όροι της περιόδου μπορούν, κατεξοχήν, να συμβάλουν στην αποκωδικοποίηση αυτού του «λόγου» που παρομοιάστηκε με «παραμορφωτικό καθρέφτη». Ειδικότερα, μια απαξίωση για τον επίγειο βίο, που ανιχνεύεται ακόμα και στις πιο απλές ανθρωπογεωγραφικές περιγραφές, φέρνει σε πρώτο επίπεδο μια τάση πνευματικότητας, που γνωρίζουμε ότι διαχέεται –και εκτός μοναστικών κύκλων– στην ταρασσόμενη υστερομεσαιωνική Ανατολή.
Κι αυτή όμως η πτυχή αξίζει να μελετηθεί ως ένα κεφάλαιο της κοινωνικής ιστορίας.
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Αμφιθυμία αποδημίας
«Ελληνοβουλγαρικές» αντιπαλότητες και κανονικοποίηση της ζωής
Δεύτε, ακούσατε και διηγήσομαι υμίν, πάντες οι φοβούμενοι τον Θεόν, όσα εποίησε τη ψυχή μου ο πραγματικά πανυπερσέβαστος […]. Και η αιτία για όλα αυτά είναι η απληστία και η κακοήθεια των φοροεισπρακτόρων οι οποίοι […] συνέλαβόν τε πόνον και έτεκον ανομίαν. Κι αμέσως, αυτοπροσώπως στον κράτιστο βασιλιά μας πήγαν κι είπαν για τη μηδαμινότητά μου, δίνοντας ουσία στα ανούσια, στολίζοντας το ψέμα πομπωδώς και καταμαρτυρώντας ότι έχω ανίκητη ισχύ […]. Μετά, μέσω κι άλλων μεσολαβητών, οι άξιοι της αβύσσου με ουρανομήκη συκοφαντία εξωθώντας εναντίον μου τον εξαρτημένο απ’ την εκκλησία μας αγρότη («πάροικος») Λάζαρο, που ποθούσε να αποτινάξει το ζυγό της «παροικίας», ενθαρρύνοντάς τον να στραφεί εναντίον μου και δασκαλεύοντάς τον όσα έπρεπε να πει, γέμισαν τ’ αυτιά τού βασιλιά και μελάνωσαν την καρδιά μου που ’ταν λευκή πριν.
Μόλις λοιπόν είδε ότι τού πήγαινε καλά η υπόθεση –ενώ σ’ εμένα ανάστροφα απ’ την αλήθεια–, εξακολούθησε να εκδηλώνει εναντίον μου τη φύση του – γιατί η βουλγαρική φύση εκτρέφει κάθε κακία. Κι αφού δεν του έφτασε να μου κάνει πόλεμο με συναγωνιστές Αχριδιώτες, περιδιαβαίνει (ο Λάζαρος) σ’ άλλες βουλγαρικές περιοχές και πολύ επίμονα ζητάει να βρει ποιος μού ’χει εναντιωθεί, επειδή μου καταγγέλθηκε είτε ως αιρετικός ή ως πολύγαμος ή συνδεδεμένος με εκκλησιαστικά αθέμιτο τρόπο. Επειδή λοιπόν βρήκε πολλούς τέτοιους, τους στρέφει εναντίον μου παριστάνοντας ότι είναι ιδιοκτήτες απ’ την Αχρίδα που τους έχω ψυχικά καταπονήσει αρπάζοντάς τους τα χωράφια και τ’ αμπέλια τους. Βρήκε ακόμα κι άλλους, απ’ την πόλη, που γι’ άλλες αιτίες ήθελαν να με καταγγείλουν στο βασιλιά, για να δυσφημιστεί τ’ όνομά μου. […] Κι ακόμα ορκίζεται ότι τυριά ρέουν στους δρόμους (μου) και τα όρη μου γάλα και λεφτά, ούτε εγώ ξέρω πόσα, για τις προμήθειές μου, ότι είμαι βαθύπλουτος, ότι περνάω σαν σατράπης, κι ότι μάλλον μικρά θα φαίνονταν τα βασίλεια-καλύβες του Μήδα ή εκείνα στα Σούσα και τα Εκβάτανα, συγκριτικά με την πολυώροφη και ευάερη αρχιεπισκοπική κατοικία μου όπου τα καλοκαίρια δροσίζω το καμίνι τού περιφερόμενου σαρκίου μου. Όλα αυτά είναι αποκυήματα δαιμονικής σκέψης και φαντασιώσεις γλώσσας που έχει μάθει μόνο να κακολογεί: Εκτός από το περιβόητο εν λόγω χωράφι, μετά κι από προσβλητική έρευνα που μού έγινε και λογαριασμούς που μού ζητήθηκαν, εγώ ο πολύς, ο εφάμιλλος ακόμα και της Δήμητρας, τίποτ’ άλλο φορολογήσιμο δεν βρέθηκα να κατέχω. Και μη με κατηγορήσει πίσω μου κανείς, πιστεύοντας τις διαβολές τού φοροεισπράκτορα αλλά να περιμένει και την απολογία της εκκλησίας [=αρχιεπισκοπής Αχρίδας].
Αυτό που ζητώ κυρίως από τη βασιλεία σου δεν είναι ούτε καινούριο ούτε ασυνήθιστο για την άγια και ιερή ψυχή του βασιλιά. Αντίθετα, ζητώ να τηρήσει και σε μένα αυτό που τηρεί, σε όλα και πάντοτε, και να μη προτιμήσει τα λόγια του εχθρού κι εκδικητή. Γιατί, αν πει ότι προσθέτει κέρδη στο δημόσιο παίρνοντας από τους κληρικούς, δεν με μέλει. Εγώ δεν είμαι γι’ αυτό υπόλογος: πρώτα-πρώτα γιατί ποτέ πριν δεν μας απέφεραν κέρδη, αλλά τα παραπάνω φορολογούσε το δημόσιο, απολαμβάνοντας καθένας φοροαπαλλαγή για ένα ζευγάρι [=γη που καλλιεργείται με τη βοήθεια ζεύγους βοδιών]. Δεύτερο, για όλα τα [άλλα] ζώα δεν είχαν υποχρέωση να πληρώνουν τη δεκάτη κι αυτό ένας καλοπροαίρετος φοροεισπράκτορας δεν θα το ’παιρνε τάχα για κλοπή (σε βάρος) του δημοσίου αλλά για μη θεσμοθετημένη αγάπη του βασιλιά που την απολάμβαναν οι κάτοικοι […]. Τρίτο κι αξιοθρήνητο, οι περισσότεροι δεν απόλαυσαν ούτε την καθορισμένη ατέλεια για ένα ζευγάρι [βόδια] ούτε για τα υπόλοιπα ζώα τους, αλλά αντίθετα ο καταλογογράφος παρά «αναγραφεύς» –για να αστειευτώ– τους πρόσθεσε ακόμα περισσότερα και στα ζευγάρια και στα ζώα τους, κι όχι μόνο τους απάλλαξαν απ’ τη φορολογία, όσο δικαιούνταν, αλλά τους ζήτησαν κι από πάνω να πληρώσουν υπερβολικούς φόρους.
Έγιναν ανομίες και σ’ άλλα θέματα. Στους μύλους οι κληρικοί πλήρωσαν διπλάσια από τους λαϊκούς· και στις «στρούγ[κ]ες» –όπως λέγονται στα βουλγαρικά και «διώρυχες» στα ελληνικά–, όπου ψαρεύονται ψάρια [της λίμνης Αχρίδας], ζημιώθηκαν πολλαπλάσια, κάτι που το επινόησε ο πιστός και ευσεβής [φοροεισπράκτορας], για να φανούν διογκωμένα τα κέρδη του δημοσίου από την εκκλησία κι έτσι να συκοφαντηθώ εγώ ο αχάριστος και άπληστος πως τόσο μεγάλη ζημιά έφερα στον ευεργέτη και υπερασπιστή μου [βασιλιά]. Το ίδιο λέω και για τους φόρους που κι αυτοί άδικα επιβλήθηκαν στους ανθρώπους της εκκλησίας: όντας μοναχοί και ευνούχοι ιερείς κι ακόμα λαϊκοί –όχι πάνω από πέντε, θαρρώ–που κανείς τους απ’ το δημόσιο τίποτα δεν έπαιρνε, με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να θεωρηθούν άξιοι να φορολογηθούν; Ούτε ο βασιλιάς, ούτε αυτός, δεν το μπορεί.
Και σε μένα τον ίδιο τόσο «μεγαλοπρεπέστατο» φόρο εισέπραξε, σαν να μη προξενούσε στο αξίωμά μου ντροπή, κι απαίτησε όλους τους φόρους –που ήσαν διπλάσιοι από κείνους των Βουλγάρων– για παμπάλαιους μύλους· κι από ένα ελώδες μέρος, που δίνει ελάχιστα ψάρια αξίας όχι μεγαλύτερης από ένα νόμισμα, με πίεζε να πληρώσω δεκατρία τρικέφαλα νομίσματα [αργυρά;], τη στιγμή που από παρόμοιους τόπους πήρε από καθένα από τους άλλους ένα νόμισμα. […] Κι αυτά κάνει, με αποτέλεσμα, εγώ αηδιασμένος με την υπόθεση του χωραφιού που τάχα είχα ιδιοποιηθεί, να γίνει κύριος, ανάμεσα στους συνεταίρους του, ο «χαριέστατος» Λάζαρος. Και δεν έφτανε αυτό, στην παράδοση [ο αναγραφέας] κονταίνει το σχοινί κι έτσι δίνει στη μέτρηση αποτέλεσμα που φανερώνει μέγιστη αμάθεια. Πού έμαθε γεωμετρία τούτος και πόσους μου απογράφει κόκκους της άμμου και σταγόνες της νεροποντής;
Πηγή: P. Gautier εκδ., Théophylacte d’Achrida Lettres, εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση και σημειώσεις, Θεσσαλονίκη 1986, τόμ. 2, επιστολή 96 «τω πανυπερσεβάστω Βρυεννίω τω γαμβρώ του βασιλέως».
Μετάφραση Α.Κ.
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου