ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΕΝΗ
Ο γηραιός συγγραφέας αναδεύτηκε νευρικά στην καρέκλα του και σκούπισε προσεκτικά το δάκρυ που είχε κυλήσει στο δεξί του μάγουλο. Πήρε στα τρεμάμενα χέρια του το μπουκάλι με το εκλεκτό κόκκινο κρασί του Ρήνου και το έφερε για πολλοστή φορά στα διψασμένα χείλη του. «Χρόνια σου πολλά Βόλφγκαγκ, αγόρι μου, ευτυχισμένο το νέο έτος!» μονολόγησε τραυλίζοντας. Κατόπιν έριξε μια λατρευτική ματιά στο Νόμπελ που στεκόταν ακριβώς μπροστά του, στο κέντρο του επιβλητικού δρύινου γραφείου του δέκατου ένατου αιώνα, αγορασμένου από τον προπάππου του και κληρονομημένου διαδοχικά από τους πρωτότοκους άρρενες απογόνους του τελευταίου, διακεκριμένους καλλιτέχνες στο σύνολό τους.
Δημήτρης καλόγηρος- Η αίσθηση του χρώματος |
Ήταν η δέκατη τέταρτη συνεχόμενη μοναχική πρωτοχρονιά του Βόλφγκαγκ Αλοίσιους Ντίτερμάγιερ, ενός από τους μεγαλύτερους πεζογράφους της χώρας και συνάμα ενός από τους πλέον απομονωμένους κατοίκους της. Αν και για το δεύτερο γεγονός οι πάντες κατηγορούσαν ως αποκλειστικό υπεύθυνο τον ίδιο τον συγγραφέα-επιφανειακό, αλαζόνα, νάρκισσο και πικρόχολο τον αποκαλούσαν οι περισσότεροι ομότεχνοί του στα δημοφιλή στέκια του συναφιού- οι ερμηνείες του ίδιου του δημιουργού ήταν απολύτως διαφορετικές: ο λογοτεχνικός κόσμος της Γερμανίας δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει το γεγονός πως αυτός και μόνον αυτός είχε καταφέρει να πετύχει αυτό που όλοι με πάθος ποθούσαν: να γίνει ο πλέον άξιος συνεχιστής της τεράστιας λογοτεχνικής παράδοσης της χώρας του, που ξεκινούσε από τον Γιόχαν Βόλφγκαγκ Φον Γκαίτε, περνούσε από μεία πλειάδα μοναδικών δημιουργών των νεώτερων και νεώτατων χρόνων, και κατέληγε στα δεκαεννέα δικά του λυρικορεαλιστικά μυθιστορήματα, γραμμένα σε διάστημα σαράντα τεσσάρων ετών και διαβασμένα από πολλούς και πραγματικά εκλεκτούς αναγνώστες: ανθρώπους προικισμένους με τα απαραίτητα συναισθηματικά και αισθητικά εφόδια που απαιτούνται προκειμένου να καταστούν ικανοί να εντοπίσουν την υψηλή του πεζογραφική δεινότητα- ικανή να βγάλει δάκρυ από την πέτρα, όπως έγραψε κάποτε ένας κριτικός- και να την αναδείξουν στη θέση που της αξίζει στον εγχώριο και παγκόσμιο λογοτεχνικό Κανόνα.
Ο συγγραφέας κατάπιε ηδονικά μια ακόμη γερή γουλιά και ταξίδεψε νοσταλγικά στις απαρχές της θαυμαστής διαδρομής του. Τότε που η έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός του τον εκτόξευσε δια μιας στην κορυφή του ενδιαφέροντος της λογοτεχνικής κριτικής και του εξασφάλισε τον τίτλο του τρομερού παιδιού της γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Ήταν μόλις εικοσιοκτώ χρόνων, και η εκρηκτική είσοδός του στον μαγικό κόσμο της πεζογραφίας τού εξασφάλισε δια μιας μιαν απρόσμενη επιτυχία, μετατρέποντάς τον σε αντικείμενο θαυμασμού και λατρείας λίγων μα εκλεκτών ανθρώπων. Χίλια διακόσια τριάντα τέσσερα αντίτυπα είχε πουλήσει την πρώτη χρονιά και άλλα τόσα περίπου τις δυο επόμενες. Κι όμως: οι μισοί περίπου κριτικοί τον επαίνεσαν με ενθουσιασμό, κατακρίνοντας ταυτόχρονα τις κριτικές επιτροπές των λογοτεχνικών βραβείων, που αγνόησαν επιδεικτικά το μεγάλο ταλέντο του, επιλέγοντας να βραβεύσουν βαρετά μυθιστορήματα, που έκαναν ένα θορυβώδη εμπορικό κύκλο και ξεχνιούνταν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Τον τρίτο χρόνο η πλήρης δικαίωση έλαβε χώρα στους πάγκους και τα ταμεία των βιβλιοπωλείων: το βιβλίο πούλησε εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα.
Παρόμοια πορεία και αντιμετώπιση είχαν και τα τρία επόμενα βιβλία του, το δεύτερο μάλιστα έσπασε το φράγμα των εκατόν πενήντα χιλιάδων αντιτύπων και μεταφράστηκε στα αγγλικά, χωρίς ωστόσο να προωθηθεί κατά πώς του άξιζε από τους εκδότες της Γηραιάς Αλβιόνος και των ΗΠΑ, που πριμοδοτούσαν μετά μανίας την αγγλοσαξονική πεζογραφία, και σαμποτάριζαν όσο μπορούσαν όλους τους αλλόγλωσσους συγγραφείς, ακόμη και μοναδικούς σε αξία δημιουργούς, όπως ο ίδιος.
Από το πέμπτο μυθιστόρημά του και μετά, ωστόσο, ο Ντίτερμάγιερ εισέπραξε αιφνιδιαστικά τη συγκαλυμμένη μέχρι τότε ζηλοφθονία των ατάλαντων ανταγωνιστών του, της μεγάλης δηλαδή πλειονότητας των πεζογράφων και κριτικών της πατρίδας του. Την ίδια στιγμή που ο ίδιος απολάμβανε τη διαρκή και άκρως εντυπωσιακή συγγραφική του ωρίμανση, ανεβαίνοντας σκαλί- σκαλί την κλίμακα που θα τον οδηγούσε στην τελειότητα, την ίδια στιγμή που αξιολογούσε κάθε καινούριο του έργο ως σαφώς υπέρτερο των προηγουμένων (τέσσερα δε εξ αυτών δεν δίσταζε να τα κατατάξει στην κατηγορία των συναισθηματικώς νοηματικών αριστουργημάτων) οι κριτικοί, στη μεγάλη τους πλειονότητα, εξέφραζαν μιαν απολύτως διαφορετική άποψη: αποφαίνονταν ότι ο συγγραφέας είχε πλέον στερέψει από κάθε έμπνευση. Διαβεβαίωναν δε τους αναγνώστες τους ότι ένεκα αυτής της αδυναμίας του ο Ντίτερμάγιερ επιδιδόταν πλέον σκοπίμως σε εναγώνιες- και απολύτως ευδιάκριτες από τους προσεκτικούς αναγνώστες- αντιγραφές των προηγούμενων έργων του. Ο μοναδικός κριτικός που τον στήριξε στην πρώτη αυτή απόπειρα αποκαθήλωσής του, ο γηραιός Χέρμαν Μύλλερ, απέσυρε στο επόμενο βιβλίο την υποστήριξή του και ηγήθηκε έκτοτε της διαρκούς συνωμοσίας, ποτίζοντας τα βέλη της με χολή και δηλητήριο. Μόνο ο θάνατός του, δυο χρόνια πριν ο Ντιτερμάγιερ κρατήσει για πρώτη φορά στα χέρια του το Νόμπελ, στάθηκε ικανός να τερματίσει τις εμπαθείς του επελάσεις ενάντια στα έργα του συγγραφέα, που παρά τις συνεχείς επιθέσεις, συνέχισαν να εκδίδονται, κι ας μην μπορούσαν πλέον να βρούν τον δρόμο τους προς το αναγνωστικό κοινό.
«Σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια, πανάθεμά σας» μονολόγησε με τρεμάμενη φωνή ο συγγραφέας, και άδειασε με βουλημία το μπουκάλι. «Σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια με ειρωνευτήκατε, με χλευάσατε, με απαξιώσατε με όποιον τρόπο μπορούσαν να επινοήσουν τα ατάλαντα και αναίσθητα κεφάλια σας».
Ο Βόλφγκαγκ Αλοίσιους Ντίτερμάγιερ αναζήτησε τις λέξεις που θα έδιναν την ιδανική, και αντάξια των υπέροχων νευρωνικών συνάψεων του εγκεφάλου του, συνέχεια στο δριμύ κατηγορώ του. Άνοιξε ένα ακόμη από τα τέσσερα μπουκάλια που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους δίπλα στο Νόμπελ, τράβηξε τρεις δυνατές γουλιές, και επανήλθε κραυγάζοντας με τη λιγοστή δύναμη που διέθεταν τα καταπονημένα από το γήρας πνευμόνια του: «Όμως, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, ι ρεμάλια! Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά!»
Εκστομίζοντας την τελευταία κουβέντα, ο συγγραφέας αναπήδησε αγανακτισμένος στην πολυθρόνα του και χτύπησε με δύναμη τη δεξιά παλάμη του στην σκληρή ξύλινη επιφάνεια. Ο δυνατός ήχος και η ισχυρή δόνηση που τον συνόδευσε ξύπνησαν το ιγκουάνα, που αναπήδησε τρομαγμένο επάνω στο γραφείο, σαρώνοντας με το σώμα του όλα τα αντικείμενα που βρίσκονταν γύρω του. Ο συγγραφέας τινάχτηκε όρθιος και μια πανικόβλητη έκφραση σημάδεψε το κόκκινο από την οινοποσία πρόσωπό του: «Ανάθεμά σε Νόμπελ!», ούρλιαξε. «Έσπασες το αγαπημένο βάζο της μαμάς!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου