ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Υπάρχει μια αμηχανία του φιλοσοφικού λόγου απέναντι στη ρητορική. Εκκινώντας η φιλοσοφία από ένα ιδανικό της μεθόδου και μία γλώσσα χωρίς προϋποθέσεις, αποκλείει από την επικράτειά της τη ρητορικότητα και τους τρόπους της. Η πλατωνική πολιτεία κλείνει τις πόρτες της στους ποιητές. Εφεξής, η φιλοσοφία είναι καχύποπτη απέναντι στις ιστορίες που αυτοί διηγούνται.
Ο Καντ στην Κριτική της κριτικής ικανότητας –απευθυνόμενος στον Λοκ- εκφράζει μία μεγαλύτερη ανησυχία και πιστεύει ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα πρόβλημα ιδιαίτερα σοβαρό, διαπιστώνοντας ότι πολλές φορές η ίδια η φιλοσοφική γλώσσα είναι γεμάτη μεταφορές, ενώ ο Χέγκελ διατηρούσε πάντα τη δυσπιστία του απέναντι στον Ντιντερό. Αν χρειαζόταν, λοιπόν, να ξαναθυμηθούμε, παρουσιάζοντας το «αρχικό έγκλημα» και στη συνέχεια ένα σημείο εκκίνησης για το φιλοσοφικό λόγο, θα το εντοπίζαμε στην απόρριψη του γλωσσικού στοιχείου και της έκφρασης από αυτόν.
Αφορμή για αυτό το κείμενο στάθηκε το βιβλίο του Παντελή Μπασάκου, Τρεις Γλώσσες: Αριστοτέλης, Χούσσερλ, Βιττγκενστάιν, εκδόσεις Εστίας. Ο στόχος που προγραμματικά δηλώνεται σε αυτό είναι ο εξής: «οι τρεις σπουδές που αναδημοσιεύονται εδώ επιδιώκουν να διερευνήσουν τη σχέση της αμφισημίας, και των συνδεδεμένων με αυτήν εννοιών της πλάνης και της σοφιστικής προς την έννοια της γλώσσας, στη φιλοσοφία» (σελ. 13). Ιδιαίτερα, η αμφισημία αποτελεί το ζήτημα που προϋποτίθεται και κινητοποιεί τον παραδοσιακό φιλόσοφο. Το ζήτημά της παρουσιάζεται ως ο αρχικός κίνδυνος και η ανάγκη αντιμετώπισής του καθίσταται κίνητρο για τη θεωρία. Οι Σοφιστικοί έλεγχοι, του Αριστοτέλη, αποτελεί ένα από τα πρώτα κείμενα πάνω στη γλώσσα στο οποίο η θεματοποίησή της εισάγεται ταυτόχρονα με την αναφορά στην αμφισημία. «Είναι αναγκαίο ο ίδιος λόγος και το κάθε ένα όνομα να σημαίνει περισσότερο από ένα [πράγματα] (165 a12). Όμως, εάν το συστατικό στοιχείο της γλώσσας παραμένει η αμφισημία, τότε δεν μπορούμε παρά να την εμπιστευόμαστε προσωρινά και σε κάθε ευκαιρία να την ελέγχουμε.
Η «γλωσσική στροφή» στη φιλοσοφία του εικοστού αιώνα δημιουργεί μία αλλαγή παραδείγματος. Σε αντίθεση, πλέον, με την παραδοσιακή φιλοσοφία η ενασχόληση με τη γλώσσα παύει να αποτελεί μία δευτερεύουσα δραστηριότητα για τη θεωρία και διεκδικεί, τώρα, το πρωτείο. Όμως και σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει η επίκληση του αρχικού κινδύνου που επισημάναμε. Απαιτείται κι εδώ «μία έννοια γλώσσας ριζικά διαφορετική, ουσιωδώς μη αμφίσημη, πράγμα το οποίο στην πρώιμη γλωσσική στροφή εκφράζεται και ως αίτημα απομάκρυνσης από την κοινή γλώσσα, με την υιοθέτηση ενός μαθηματικότροπου ιδιώματος» (σελ. 15). Το παραδοσιακό αίτημα της φιλοσοφικής θεμελίωσης θα εκφραστεί και στη φαινομενολογία του Ε. Χούσσερλ –ιδιαίτερα της περιόδου των Λογικών Ερευνών όπου και πάλι απαιτείται «μία έννοια γλώσσας εμφατικά απαλλαγμένη από τα στοιχεία της τοπικότητας…δηλαδή μία γλώσσα δίχως τρόπους, δίχως καν λέξεις –δίχως αμφισημία»(σελ. 17).
Ο προηγούμενος αιώνας προσδιορίστηκε από τη γλωσσική στροφή. Η επίκληση της γλώσσας γίνεται είτε με θεραπευτική αξίωση, όπως παρουσιάζεται στο αίτημα του λογικισμού για απομάκρυνση από την κοινή γλώσσα είτε θετικά ως κατάφαση του ρητορικού στοιχείου της μέσα από τη φιλοσοφία του Νίτσε και στη συνέχεια τους υπερασπιστές του προοπτικισμού (Ντεριντά, Ντελέζ) και αυτούς που αναφέρονται στην αποκατάσταση της περιστασιακής λογικής όπως ο Λυοτάρ.
Ο Μπασάκος δέχεται τα αιτήματα του προοπτικισμού. Δεν έχει αντίρρηση να αναγνωρίσει το αντιθεμελιωτικό καθήκον που αυτοί θέτουν. Άλλωστε η εσωτερική κριτική και η εκ του σύννεγυς ανάγνωση που κάνει στα κείμενα της παράδοσης προσομοιάζει με τις στρατηγικές που χρησιμοποίησε ο προοπτικισμός. Μπορούμε, για παράδειγμα, να δεχτούμε ότι η ίδια η θεωρία δεν αποτελεί παρά μία μεταμφιεσμένη διήγηση ή ακόμη ότι η λογική του οικουμενικού αποτελεί απλά μία περίπτωση της λογικής του ιδιαίτερου. Με την εξής, όμως, διαφορά: ο αντι-αναγωγισμός που προβάλλεται δεν μπορεί να έχει τα κριτικά αποτελέσματα που ο ίδιος διεκδικεί και προσδοκά. Ο συγγραφέας δεν θέλει να δημιουργήσει μία καινούργια «διπλή επιστήμη» κατά τη λογική του Ντεριντά μέσα στην οποία διαρκώς αντιπαραβάλλεται μία σκέψη της παρουσίας, (στην περίπτωσή μας μία σκέψη της μονοσημαντότητας) με μία σκέψη της μη-παρουσίας (δηλαδή μία σκέψη της αμφισημίας) σε μία παρτίδα που δεν έχει ποτέ αρχή και τέλος και θυμίζει τις άπειρες τελεολογίες των νεοκαντιανών. Σημειώνει: «ο ρητορισμός μπορεί να προταθεί ως φιλοσοφία ή/και ως θεωρία η οποία έχει προεκτάσεις επιστημολογίας και η οποία φιλοδοξεί να καθορίσει την έννοια της λογικότητας, ακριβώς επειδή παραλαμβάνει το κεκτημένο του λογικισμού: από τη γλωσσική στροφή του τελευταίου κρατάει την κίνηση που φέρνει τη γλώσσα στο κέντρο, ενώ ταυτόχρονα αντιστρέφει το αρνητικό πρόσημο που έχουν τα συναφή προς την αμφισημία γνωρίσματα σε θετικό»(σελ. 19). Με αυτόν τον τρόπο το πρόγραμμα του προοπτικισμού πέφτει σε κατάφωρες παραβιάσεις ενώ η αντιστροφή του προσήμου δεν παράγει παρά μία κλασική περίπτωση θεοδικίας του στυλ είναι κακό που η γλώσσα είναι κακή (αμφίσημη) ή το αντίθετό του, είναι καλό που το κακό είναι κακό.
Όμως το αίτημα της αποκατάστασης της ρητορικής, η δημιουργία μίας λογικής σοφιστικής –όπως την αποκαλεί- παραμένει, για το συγγραφέα, ανοιχτό όσο και αναγκαίο. Ένα τέτοιο αίτημα «καλείται να παραβαίνει τις διαζεύξεις της νεωτερικότητας» και την αντιθετική λογικισμού/προοπτικισμού. Άρα καλούμαστε να αποφύγουμε την εμφατική αντίληψη για τη γλώσσα που μας κληρονόμησε ο εικοστός αιώνας. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την αμφισημία ως την «επιμονή κάποιου συμβεβηκότος της γλώσσας», ως μία αναγκαία συνθήκη της μπροστά στην οποία καλείται η θεωρία να δράσει θεραπευτικά ή απλά να την καταφάσκει. Να αποφύγουμε δηλαδή τις διατυπώσεις μίας θεοδικίας που σε κάθε περίπτωση –θετικά ή αρνητικά- αποβάλλει τη γλώσσα από την ιστορία και τα συμβάντα που τη θεμελιώνουν καθιστώντας την ένα άχρονο συμβεβηκός. Αντίθετα, να κατανοήσουμε τη ρητορική, την πλάνη και την αμφισημία ως προβλήματα μπροστά σε ζητήματα που τίθενται όπως αντίστοιχα αναφερόμαστε στην αλήθεια και στο αληθές μόνο όταν παρουσιαστεί ένα πρόβλημα και μία αμφισβήτηση. Οι συνέπειες αυτού του σχεδίου είναι αρκετές. Το πρόβλημα της αμφισημίας δεν θα κατανοηθεί «με όρους υποκειμένου-κατηγορήματος», αντίθετα θα γίνει κατανοητό μόνο στο βαθμό που «απευθύνεται στην τάξιν ή την διάθεσιν του λόγου(dispositio) ως ολότητας».(σελ. 22). Τότε δεν περιοριζόμαστε στις σχέσεις συνεπαγωγής μεταξύ προτάσεων «αλλά αφορά σχέσεις μεταξύ μονάδων του λόγου ενός διαφορετικού τύπου, όπως είναι, λ.χ., οι σχέσεις μεταξύ επιχειρημάτων, μεταξύ του προοιμίου και του κυρίως σώματος της αγόρευσης –ή του κειμένου, ή της θεωρίας». Η λογική ρητορική του Μπασάκου επιστρέφει στην αναγεννησιακή εκφορά της ως μίας θεωρίας της διαθέσεως που θα χρησίμευε –σύμφωνα με τον Τζόν Μίλτον, που επικαλείται ο συγγραφέας– όχι μόνο να σχηματίσουμε ορθή κρίση αλλά και να μπορούμε να σκεφτόμαστε ορθά.
Ο Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος είναι ιστορικός τέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου