ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Πένυ κωνσταντίνου- Παρόν, παρελθόν και μέλλον |
Ξαναδιαβάζω σε «άσκηση ποιητικής νοημοσύνης», έτους 1996, ότι ο «Αντρέας έπεσε απότομα από την ταράτσα» και ο «Μίκης προχτές έσπασε τη μπαγκέτα». Μνημονεύεται, ξεχωριστά ανά περίπτωση, μια εξάδα που φαινόταν ότι έχασε τον εξάντα της. Τι ακριβώς είχε συμβεί στο σύνολο της εγχώριας Αριστεράς; Σε «κάποια βραχονησίδα, μισοπέλαγη και αβάφτιστη, περισώθηκε η Ευώνυμος κόρη γυμνή και αμήχανη». Με ακροτελεύτιο στίχο: «Επιτέλους διαπορούμε;». Πρόκειται για ενεστώτα διαρκείας, μορφή ελέγχου των αντοχών μας...
Τον Αύγουστο του 1993 είχα παρευρεθεί στο 8ο συνέδριο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου στην Κάρπαθο, στο γενέθλιο νησί των γονιών του Αντρέα Λεντάκη. Τόσο στα διαλείμματα του συνεδρίου όσο και στο τρίωρο θαλασσινό ταξίδι επιστροφής στη Ρόδο αποπειράθηκα να εξιχνιάσω, μέσα από το μελαγχολικό βλέμμα του λιγομίλητου συνομιλητή μου, τους λόγους της πολιτικής του «μεταστροφής», που μάλλον μας ξάφνιασε ένα μήνα νωρίτερα. Διαμόρφωνα ένα «ημερολόγιο καταστρώματος», χωρίς να ενοχλώ το στέλεχος πια της «Πολιτικής Άνοιξης», κυρίως με σημειώσεις για ό,τι ο ίδιος απευχόταν.
Ειδικός κοινοβουλευτικός αγορητής σε θέματα Υπουργείου Παιδείας, έβλεπε να πολλαπλασιάζονται οι «ιστορικοί της εκπαίδευσης», ιδίως μέσω Δυτ. Γερμανίας, οι οποίοι στελέχωναν τα νεότευκτα ανά τη χώρα Παιδαγωγικά Τμήματα που αντικαθιστούσαν τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες. Μ’ αυτήν την αφετηρία, διαπίστωνε να φουντώνουν οι «ερευνοδίαιτοι» στο σύνολο των επιστημονικών ζητήσεων, χωρίς δηλαδή να εξαιρούνται απ’ αυτό το πανηγύρι της εισροής ευρωπαϊκών χρημάτων με «παραδοτέα» χωρίς αντίκρισμα τα νεοσύστατα Τμήματα. Με την παρεμβολή του Bourdieu, συμφώνησε ότι κάθε «ερευνητικό πρόγραμμα» θα έπρεπε να αξιολογείται εκ των υστέρων και έτσι μόνο να χρηματοδοτείται.
Προσέθεσε το φόβο, μήπως και τα κείμενά του, κι αυτά λειψά, περιπέσουν σε κάποιον «επιστημονικό υπεύθυνο» και σε «ερευνητική ομάδα» στην οποία να μετέχει γυμναστής, δάσκαλος και φοιτητής της Πολυτεχνικής Σχολής (που βέβαια δεν γνώριζε τι ήταν η «πολυτεχνική μόρφωση»). Και όλοι τους να έχουν το ελαφρυντικό ότι οι «τυχόν ελλείψεις σε ονοματεπώνυμα οφείλονται στη μη δυνατότητα εντοπισμού πλήρων στοιχείων».
Έκανε ένα βήμα παραπάνω, αντικρίζοντας κι αυτός τα βαθιά νερά της γαλανομάτας θάλασσας, για το πώς θα μπορούσε να εκτεθεί ο «λόγος και η δράση» του. Όχι πάντως με τη σύντομη αναμάσηση των όσων θα παρατεθούν σε υπερτριπλάσιο όγκο σελίδων με τίτλο «Τεκμήρια». Και πώς μπορούν να αποφευχθούν οι επικαλύψεις, όταν οι αναλυτικές κατηγορίες δεν είναι αυτοδύναμες («Παιδεία», «Γλώσσα», «Νεολαία», «Πολιτισμός») και η όποια περαιτέρω εμβάθυνση να απορρέει από μια πρωτόλεια χαρτογράφηση του «ελληνικού και διεθνούς πλαισίου της εξεταζόμενης περιόδου».
Δεν το κρύβω, επέμεινε, ότι θα με διασκέδαζε αφάνταστα αν με τη μνεία της «Νέας Ιστορίας», για να καμαρώσω τάχα, έγραφαν ότι «σφράγισα την κοινωνικοπολιτική και πολιτιστική δράση» της χώρας «από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μέχρι το θάνατό» μου. Και ποια θα ήταν η περισπούδαστη «σκοποθεσία» σε μια τέτοια «ιστορική έρευνα»; Φαρδιά πλατιά να σημειώνεται και κυρίως να επιτελείται φραστικά ότι πρόκειται για τη «συστηματική αναζήτηση, αξιολόγηση και σύνθεση μαρτυριών» αυτών των τεσσάρων δεκαετιών. Και γιατί τάχα; «Προκειμένου να θεμελιωθούν γεγονότα και να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με τα συμβάντα του παρελθόντος».
Δε φτάνει που δεν θα συλλέξουν με πληρότητα τα «τεκμήρια», αλλά «δεν θα τους απασχολήσουν αναλυτικά» τα βιβλία μου, είτε «εμπίπτουν» είτε όχι στα «θέματα» που εξετάζονται. Θα τους αρκεί απλώς η καταχώριση των τίτλων τους, όπως άλλωστε θα συμβεί με την επιπόλαια «τοιχογραφία» του «ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος» στο οποίο θα μπορούσε να «εντάσσεται» ο «λόγος» μου. Κι αν επιμένουν, σε αντίθεση με ό,τι μια ζωή υποστήριζες, ότι το «άτομο είναι αντανάκλαση και δημιουργός των συνθηκών που βιώνει», να το παίζουν «μοντέρνοι» και «μεταμοντέρνοι»;
Δεν πρόλαβα να πω μισή κουβέντα και άρχισε να μου εκθέτει τι είναι και τι δεν είναι «προφορική ιστορία» ή «ιστορία από τα κάτω». Επιπλέον, τι δεν είναι «ιστορική-ερμηνευτική» μέθοδος, με τη χύμα διατύπωση: «ερμηνευτικός κύκλος Heidegger», τον πληθυντικό: «ανάλυση περιεχομένων» και την «ιστορική-συγκριτική ανάλυση» με εύκολη λεία τη δεκαετία.
Να προσθέσω ότι οι «περιλήψεις» είναι περιττές, μια και συχνά επαναλαμβάνουν αυτολεξεί τα ανθολογούμενα κείμενα, και τις δεκάδες λάθη (πραγματολογικά, αντιγραφής, αναχρονισμοί κλπ.). Αν γενικεύσω κάπως: προηγείται η θεσμική αυτοτέλεια των επιστημονικών μαθήσεων και έπεται η θεσμική τους συνάφεια. Αν συμβαίνει το δεύτερο, δηλαδή αν παρατηρούνται αυτοσχεδιασμοί ως προς τη συσπείρωση επιμέρους επιστημονικών μαθήσεων για να προβληθούν στη συνέχεια ως αυτοτελές Τμήμα, όσο ελκυστικό κι αν φανεί στην αρχή, θα γνωρίζουμε μορφές «διαθεματικότητας» τρίτου βαθμού, μετά την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ας δουν, τουλάχιστον, στο περιοδικό Δύο (Ιούλιος 1973), που ο ίδιος εξέδωσα, τη μετάφραση κειμένου του Γκράμσι («Τρία κείμενα για την Ανώτατη Εκπαίδευση»)...
Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου