ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΡΔΑΝΟΣ (επιμ.), Σελίδες στην οθόνη ή σε χαρτί. Το μέλλον της ανάγνωσης, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 362
Εδώ και καιρό βρίσκεται μπροστά μου αυτός ο ενδιαφέρον συλλογικός τόμος των 362 πυκνογραμμένων σελίδων. Πρόκειται, όπως αναφέρει και ο τίτλος του, για μια προσπάθεια πολύπλευρης αντιμετώπισης του θέματος που γεννά η ραγδαία εξέλιξη των νέων ψηφιακών μέσων για το μέλλον του βιβλίου, αυτού του «μαγικού αντικειμένου» σύμφωνα με τον πετυχημένο χαρακτηρισμό του Ατταλί. Αυτού του αληθινού σύντροφου γενεών και γενεών ανθρώπων κάθε ηλικίας και καταγωγής.
Ταυτόχρονα, πρόκειται και για μια κατάθεση αντίληψης κι αντιμετώπισης της εξέλιξης κάτω από το πρίσμα αυτών των νέων δεδομένων στο χώρο των εκδόσεων, του γνωστού εκδότη και επιμελητή –ορθότερα εμπνευστή και δημιουργού– της έκδοσης Γιώργου Δαρδανού. Το αποδεικνύει το εύρος των συνεργασιών αλλά κυρίως το εισαγωγικό, και αυτοβιογραφικό σε μεγάλο βαθμό, δικό του κείμενο.Στον τόμο συμμετέχουν, με κείμενα ειδικά γραμμένα για την έκδοση, 27 γνωστοί έλληνες διανοούμενοι, ακολουθούν άλλα 15 δημοσιευμένα κείμενα ελλήνων και ξένων διανοητών, γύρω από τα προβλήματα που ανακύπτουν από τις ραγδαίες και -σε μεγάλο βαθμό για τις δικές μας γενιές- μη κατανοητές σε όλο τους το εύρος εξελίξεις, καθώς και το Σχέδιο του Εθνικού Παρατηρητηρίου για το ηλεκτρονικό βιβλίο, ένα αφιέρωμα του «Κάπα» της Καθημερινής με 12 κείμενα και συνεντεύξεις εκδοτών, συγγραφέων και αναγνωστών, για το ίδιο θέμα, και σε παράρτημα άλλα 6 κείμενα για τα πνευματικά δικαιώματα και την πορεία της ψηφιοποίησης, καθώς και ο νόμος για τα πνευματικά δικαιώματα στη Γαλλία, τα φαινόμενα ηλεκτρονικής πειρατείας βιβλίων και τις προσπάθειες προστασίας του copyright.
Όπως είναι φυσικό, είναι αδύνατο να σχολιαστούν, κριτικά μάλιστα, τα κείμενα και οι πλευρές που φωτίζουν, οι συμφωνίες ή διαφωνίες που προκύπτουν διαβάζοντας τα, ούτε βέβαια οι επιλογές του επιμελητή για τους 60 συνολικά συντελεστές του τόμου. Σε ένα τόσο μεγάλο αριθμό προσώπων, κατά την γνώμη μας, κάποιοι μπορεί και να έλλειπαν, ενώ κάποιοι άλλοι που δεν περιλαμβάνονται ίσως θα είχαν να προσφέρουν κι άλλες ενδιαφέρουσες οπτικές.
Πέραν των όποιων τέτοιου είδους παρατηρήσεων, παραμένει όμως το γεγονός ότι πρόκειται για μια σημαντική και μοναδική στο αντικείμενό της έκδοση, που δυστυχώς, όπως και τόσα άλλα σημαντικά στο χώρο της πνευματικής δημιουργίας, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη.
Θα ήθελα όμως να σταθώ στο κείμενο του ίδιου του επιμελητή της έκδοσης, γιατί νομίζω ότι χαρακτηρίζει και την οπτική της όλης προσπάθειας και γιατί επίσης αποτελεί μια εκ βαθέων προσωπική μαρτυρία, ενός ανθρώπου που εδώ και 55 χρόνια υπηρετεί τον χώρο των εκδόσεων, από παιδί για θελήματα και καθαριότητα στο τυπογραφείο του «αριστερού Θεσσαλού εκδότη Αργύρη Παπαζήση...», μέχρι σήμερα που είναι όχι μόνο ένας αυτοδημιούργητος πετυχημένος εκδότης, αλλά κι ένας, καταξιωμένος από τους συναδέλφους του, συνδικαλιστής του κλάδου του. Ένας συνεπής αριστερός μαχητής ιδεών, δηλαδή ένας δημιουργικός πολίτης, με πίστη στον άνθρωπο και καθημερινή προσφορά στην πορεία εξέλιξης του αντικειμένου, που συνειδητά υπηρετεί τόσα χρόνια χωρίς τις συνήθεις ενδοεπαγγελματικές αντιπαλότητες. Γεγονός που αποδεικνύει θαρρώ καθαρά και η αφιέρωση της όλης αυτής προσπάθειας όχι μόνο «στους παραδοσιακούς φίλους», όπως καταγράφει τους εκδότες «που έχουν φύγει από κοντά μας», αλλά και εκείνους που συνεχίζουν την εκδοτική προσπάθεια.
Μέσα από την ολιγοσέλιδη αυτή καταγραφή, αναδεικνύονται στάσεις και συμπεριφορές σειράς σημαντικών προσώπων που διασταυρώθηκε μαζί τους στην πορεία του, κυρίως σε κείνη την πρώτη επαφή του με τις εκδόσεις, όπως του ποιητή Κώστα Βάρναλη, του συνιδρυτή του ΣΕΚΕ και αργότερα καθηγητή της Ανωτάτης Εμπορικής Αριστοτέλη Σίδερη, του Δημήτρη Καλιτσουνάκη που τύπωνε το Αρχείο Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, του Άγγελου Αγγελόπουλου και του Κώστα Χατζηαργύρη που τύπωναν το περιοδικό Νέα Οικονομία, του Ξενοφώντα Ζολώτα και της Μαρίνας Γουδή που τύπωναν την Επιθεώρηση Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών – «σε αυτούς τους δύο οφείλω και την εγγραφή μου στο παραδίπλα (οδός Κωλέττη) εσπερινό Γυμνάσιο... Κάθε φορά που έπαιρνα βαθμούς, τους πήγαινα μαζί με τις διορθώσεις του περιοδικού, στο σπίτι της Μαρίνας Γουδή... μου έδινε και ρεγάλο 2 χρυσές λίρες επιπλέον από αυτά που πλήρωνε για το σχολείο μου».
Και παρ’ όλο που άλλο είναι το θέμα του βιβλίου, θα άξιζε, έχω την αίσθηση, μια μεγαλύτερη αναφορά σ’ αυτές τις αναμνήσεις, όπως εκείνες που καταγράφει π.χ. στην ταβέρνα του Γιαμπανά, με τον Βάρναλη που έγραφε παρέα με καλό κρασί σε τυπογραφικό χαρτί της «Αυγής». Όταν τον ρώτησε, «Πόσα φύλλα να τραβήξω κυρ- Κώστα;», και κείνος του απάντησε « Εγώ 100 θέλω... Θα μου περισσέψουν κιόλας. Πού να βρω τόσους πολλούς φίλους να τα χαρίσω;»! Ή εκείνη η τόσο επίκαιρη και για το σήμερα κρίση του Σίδερη, για την τότε οικονομική κατάσταση :«Τι περιμένεις παιδί μου από ένα κράτος που ιδρύθηκε από ληστές; Αν δεν έκλεβαν τόσα πολλά, θα είχαμε σήμερα γυάλινους δρόμους»!
Γυρίζοντας στο θέμα του τόμου, δεν μπορείς να μη σταθείς στο έντονα κριτικό ερώτημα που θέτει προς τον ίδιο του τον κλάδο ο Δαρδανός: «τι βιβλία εκδίδεις και τι διαβάζεις;». Η κριτική του στο σημείο αυτό είναι έντονη και ως προς την ευθύνη «των εκδοτών, γιατί δεν έχουμε σήμερα περισσότερους απαιτητικούς-ποιοτικούς αναγνώστες και ακόμα ώς πότε θα λέμε αυτά τα σκύβαλα ‘γυναικεία λογοτεχνία’», αλλά και ως προς το εκπαιδευτικό σύστημα, τους λειτουργούς του, τους γονείς και το Υπουργείο Παιδείας, «που δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή». Ιδιαίτερης αναφοράς και η κριτική του για το πώς κατέληξε, με ευθύνη του Υπουργείου, η προσπάθεια δημιουργίας και εμπλουτισμού των σχολικών βιβλιοθηκών, «που δεν άνοιξαν την πόρτα τους στην κοινωνία, απολύθηκαν οι βιβλιοθηκονόμοι και τα βιβλία παρέμειναν κλειδωμένα σε κάποιες αίθουσες, μαζί με σπασμένα θρανία και παλαιάς τεχνολογίας υπολογιστές. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τα εβδομήντα εκατομμύρια που υπήρχαν αρχικά, μόνο το ένα δέκατο χρησιμοποιήθηκε τελικά για βιβλιοθήκες... Τα υπόλοιπα χρήματα δόθηκαν για μπετόν, για παρτέρια! Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη απογοήτευση που ένοιωσα στα τριανταεπτά χρόνια που ασχολούμαι με τα κοινά του βιβλίου».
Ως προς την σημερινή ραγδαία αλλαγή των δεδομένων της πορείας του βιβλίου, κι αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα που προσπαθεί να αναδείξει ο Δαρδανός με αυτή την έκδοση, ο ίδιος -μέσα από το παράδειγμα του παλιού του αρχιμάστορα, τον καιρό της εργασίας του στον Παπαζήση, «μη φοβάσαι τις εξελίξεις, να τις βλέπεις πάντα με θετικό μάτι…»- μας λέει καθαρά την άποψή του: «Προσπαθώ να την δω δίχως προκαταλήψεις. Προσπαθώ να αντισταθώ στη θεοποίηση της μηχανής και τη δαιμονοποίηση του e-book. Αν και με τη σημερινή του μορφή βέβαια, το e-book -πριν τις απαραίτητες βελτιώσεις– θα φέρει πολλή δουλειά στους οφθαλμίατρους. Τα πράγματα θα εξελιχθούν. Η πρόοδος θα συνεχιστεί».
Και προς αυτή την κατεύθυνση και με αυτή την θεώρηση, η συζήτηση, γύρω από το μέλλον της ανάγνωσης και του βιβλίου, οφείλει να ανοίξει, τουλάχιστον ανάμεσα μας!
Άλκης Ρήγος
Άλκης Ρήγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου