22/5/11

Από τον Ληστή στον Αντάρτη

Τα ένοπλα κινήματα των Γιαγάδων στη Σάμο (1914-1925)


ΛΟΓΟΣ ΕΝ ΠΡΟΟΔΩ, ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΒΑΦΕΑ

Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1925, μια ολιγάριθμη αρχικά ομάδα ένοπλων ανδρών θα ξεκινήσει από το χωριό της νοτιοδυτικής Σάμου, τον Μαραθόκαμπο, και θα εισβάλει στο Καρλόβασι, αστικό κέντρο της βορειοδυτικής Σάμου, όπου θα υποχρεώσει τον υπεύθυνο του Δημοσίου Ταμείου να της παραδώσει όσα χρήματα είχε στη διάθεσή του, εκδίδοντας απόδειξη στο όνομα της «Σαμιακής Δημοκρατίας»! Στη συνέχεια, τα χαράματα της 6ης Ιουνίου, οι ένοπλοι θα κατευθυνθούν προς το Βαθύ, την πρωτεύουσα του νησιού, με μια φάλαγγα αυτοκινήτων. Εκεί, αφού αφοπλίσουν τις αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές και απελευθερώσουν όλους τους κρατούμενους από τις φυλακές, θα εγκατασταθούν στο κτίριο της Νομαρχίας, το παλαιό Ηγεμονικό Μέγαρο.
Αμέσως, θα εκδώσουν προκήρυξη με τα αιτήματα του «κινήματος», ενώ ταυτόχρονα θα διακόψουν κάθε τηλεγραφική επικοινωνία με την κυβέρνηση των Αθηνών. Παράλληλα, θα ειδοποιηθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι της πρωτεύουσας να παρουσιασθούν ενώπιον τους, και οι μεν Σάμιοι θα διαταχθούν να συνεχίσουν την εργασία τους, οι δε «ξένοι», μαζί με τις αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές, θα απελαθούν από τη Σάμο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, οι αρχηγοί του «κινήματος» θα καλέσουν το λαό του Βαθιού σε δημόσιο συλλαλητήριο, όπου θα καταρτιστεί ψήφισμα, υπογεγραμμένο από τους πολίτες, το οποίο θα επιδοθεί στους προξένους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Ταυτόχρονα, θα διαταχθεί εντατική στρατολογία του εντόπιου πληθυσμού, η οποία θα καταλήξει στη συγκρότηση ενός πολυάριθμου ένοπλου σώματος.
Η κατοχή της Σάμου από τους τοπικούς ενόπλους, βέβαια, δεν θα διαρκέσει για πολύ. Την αυγή της 8ης Ιουνίου, η άφιξη ιδιαίτερα ισχυρών στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων από την Αθήνα θα προκαλέσει τη διάλυση των δυνάμεων των «κινηματιών» και θα οδηγήσει τους μεν αρχηγούς τους στη λύση της φυγής, τους δε οπαδούς τους στη στρατιωτική δικαιοσύνη.
Το συγκεκριμένο συμβάν αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο δυναμική κατάληξη μιας σειράς επεισοδίων βίαιης κινητοποίησης, που έλαβαν χώρα στη Σάμο τα πρώτα χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος, και τα οποία έχουν μείνει γνωστά ως Γιαγαδικά, από το επίθετο των τεσσάρων αδελφών Γιαγά που θεωρούνται ως αρχηγοί τους. Εντούτοις, παρά τη σημασία που καταλαμβάνουν ακόμα και σήμερα τα Γιαγαδικά στη λαϊκή μνήμη της Σάμου, μάλλον δεν ισχύει το ίδιο για την επίσημη ιστοριογραφία, τόσο την εθνική όσο και την τοπική. Με δεδομένο μάλιστα τον αποσχιστικό χαρακτήρα που έλαβαν εν τέλει τα εν λόγω κινήματα, η δράση των φορέων τους θα ενταχθεί από νωρίς στις «σιωπές» του εθνικού αφηγήματος ή, αλλιώς, στις «αμνησίες» του ελληνικού εθνικισμού.
Στόχος αυτής της μελέτης δεν είναι, βέβαια, να αποκαταστήσει την (όποια) ιστορική «αλήθεια» ούτε να συμπληρώσει τις μάλλον αποσπασματικές γνώσεις μας πάνω στην πρόσφατη ιστορία μιας νησιωτικής επαρχίας τού ελλαδικού χώρου − όσο κι αν αυτά δεν είναι διόλου άνευ σημασίας. Αντιμετωπίζοντας τη μεσοπολεμική Σάμο και τις μορφές βίαιης κινητοποίησης που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της ως μια εξαιρετική «περιπτωσιολογική» μελέτη, η μελέτη διακατέχεται από ορισμένες γνωστικές μέριμνες μεγαλύτερου θεωρητικού εύρους, οι οποίες grosso modo μπορούν να συνοψιστούν στα εξής δύο ερευνητικά ερωτήματα: πρώτον, ποιοι είναι εκείνοι οι κοινωνικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν τη μετατροπή μιας μάλλον «ατομικής» και, εν τέλει, «ιδιοτελούς» μορφής ανταρσίας σε συλλογικό ένοπλο κίνημα − τη μετατροπή, με άλλα λόγια, του «ληστή» σε «αντάρτη»; Και, δεύτερον, με ποιο τρόπο μια μορφή κοινωνικής ανταρσίας που προσεγγίζει τον ιδεότυπο της πρωτόγονης ή αρχαϊκής επανάστασης (σύμφωνα με την ορολογία που εισήγαγε ο Eric Hobsbawm) μπορεί να μετασχηματιστεί σε περισσότερο νεωτερικές μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας;
Προκειμένου να διερευνηθεί το πρώτο ερώτημα, επιχειρείται καταρχάς μια συγκριτική κοινωνιολογική διερεύνηση των μηχανισμών της κοινωνικο-πολιτικής κινητοποίησης. Μέσω της αντιπαραβολής μεταξύ τους των τεσσάρων ένοπλων κινημάτων που εκδηλώθηκαν στη Σάμο από το 1914 έως το 1925, υπό την ηγεσία των αδελφών Γιαγά, διαφαίνεται τόσο ο ρόλος που διαδραμάτισαν αρχικά παραδοσιακές κοινωνικές δομές, όπως η συγγένεια και η εντοπιότητα, στη βίαιη κινητοποίηση όσο και η σταδιακή «αποδέσμευση» της τελευταίας από τις πρώτες, όσο περνούν τα χρόνια. Αυτή η «αποδέσμευση», οφείλεται στη σταδιακή υιοθέτηση από τους φορείς των ένοπλων κινημάτων ορισμένων κοινωνικών πρακτικών νεωτερικού τύπου, με σημαντικότερη την εκ μέρους τους άρθρωση ενός, έστω και πρωτόλειου, πολιτικού λόγου προκειμένου να κινητοποιήσουν περισσότερους οπαδούς. Όπως διαφαίνεται μάλιστα από την ανασυγκρότηση αυτού του λόγου, το βασικό χαρακτηριστικό του είναι ο διφορούμενος και συχνά λογικά αντινομικός χαρακτήρας του, καθώς από πολύ νωρίς οι φορείς των κινημάτων θα εκφράσουν ένα αυτονομιστικό πολιτικό πρόταγμα, το οποίο όμως στη συνέχεια θα συντεθεί με την προερχόμενη από την ηπειρωτική Ελλάδα ιδεολογία του «κωνσταντινισμού» σε ένα ιδιότυπο ιδεολογικό αμάλγαμα. Οι εν λόγω εσωτερικές αντινομίες του πολιτικού λόγου των Γιαγαδικών, βεβαίως, δεν οφείλεται στη λογική ανεπάρκεια των φορέων του αλλά αντανακλούν τις αντικειμενικές αντιφάσεις που εντοπίζονται στη σύνθεση και τη στελέχωση των κινημάτων, με άλλα λόγια τους διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς των επιμέρους κοινωνικο-πολιτικών συνιστωσών που τα συγκρότησαν.
Από την άλλη πλευρά, προκειμένου να διερευνηθεί το δεύτερο θεωρητικό ερώτημα, στη συνέχεια της μελέτης διερευνάται ο τρόπος με τον οποίο η βίαιη κινητοποίηση που εκδηλώθηκε στη Σάμο κατά τις δεκαετίες του 1910 και του 1920 μετασχηματίστηκε κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια σε περισσότερο νεωτερικές μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας. Αφού περιγραφεί εν συντομία η ανάδυση του εργατικού, αρχικά, και κομμουνιστικού, στη συνέχεια, κινήματος στη Σάμο κατά τον Μεσοπόλεμο, η έμφαση δίνεται, σε μια πρώτη φάση, στην προσωπική ιστορία του Γιάννη Γιαγά, του πρωτότοκου και «αρχηγού» εν τέλει των ένοπλων κινημάτων των προηγούμενων χρόνων, ο οποίος, όπως καταδεικνύει η ιστορική έρευνα, προσχώρησε από πολύ νωρίς στην κομμουνιστική οργάνωση της Σάμου και επηρέασε με τη δράση του την πορεία της. Ως αποκορύφωμα της ένταξης του Γιάννη Γιαγά στο τοπικό κομμουνιστικό κίνημα, μπορεί να θεωρηθεί η υποψηφιότητά του στις βουλευτικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 με τον συνδυασμό των κομμουνιστών.
Στη συνέχεια, η οπτική μετατοπίζεται από την προσωπική ιστορία του Γιάννη Γιαγά σε αυτή των περισσότερο ανώνυμων οπαδών των Γιαγαδικών. Αντιπαραβάλλοντας τα χωριά της Σάμου που είχαν αποτελέσει πηγές στρατολόγησης ενόπλων κατά την εκδήλωση των Γιαγαδικών με όσα αποτέλεσαν στη συνέχεια «εκλογικά φέουδα» της Αριστεράς μετά τη συγκρότηση της τοπικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης, το 1932, διαφαίνεται όχι μόνο η σχέση συνέχειας που τα χαρακτηρίζει αλλά και το γεγονός ότι η οργάνωση και στελέχωση του τοπικού κομμουνιστικού μηχανισμού σε αυτά τα χωριά βασίστηκε σε ανθρώπους και συγγενειακά δίκτυα που είχαν διαδραματίσει προηγουμένως σημαντικό ρόλο κατά την εκδήλωση της βίαιης κινητοποίησης. Έτσι, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στην περίπτωση της μεσοπολεμικής Σάμου η εμπειρία της συμμετοχής σε μορφές βίαιης κινητοποίησης προνεωτερικού εν τέλει τύπου λειτούργησε θετικά προς την κατεύθυνση της πολιτικοποίησης και της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης ενός σημαντικού μέρους του εντόπιου πληθυσμού.

Ο Νίκος Βαφέας διδάσκει Ιστορική και Πολιτική Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Πένυ Κωνσταντίνου- Χωρίς τίτλο

Δεν υπάρχουν σχόλια: