7/5/11

Mια εικαστική πρό(σ)κληση στην ανθρωπολογία

ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΡΙΚΟΥ

Λεπτομέρεια από την εγκατάσταση της Νίνας Παππά
Στην έκθεση Ενδιάμεσοι χρόνοι στο χώρο πολιτισμού ABOUT (σχετικό άρθρο του Π. Παπαδόπουλου δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 30/3/2011), η Νίνα Παππά παρουσίασε τεκμήρια της εμπειρίας της από τρία χρόνια αναμονής στις ουρές που δημιουργούνται σε διάφορους δημόσιους χώρους. H προσπάθειά της στοχεύει σ’ έναν πειραματισμό με τον χρόνο, που εγγράφεται στην προοπτική συναφών έργων εννοιακής τέχνης (τα οποία μελέτησε, παράλληλα, στη διατριβή της) μέσα από την επανεπεξεργασία της εμπειρίας της αναμονής, της ασφυξίας, του περιορισμού, της ακινησίας που επιβάλλει.

Στην έκθεση, ο αυστηρός, λευκός περίγυρος του ABOUT: αναδεικνύει τα κολλημένα στους τοίχους ασπρόμαυρα σχεδιάσματα χώρων, όπου απεικονίζονται σειρές από ανθρώπινες φιγούρες με γυρισμένη την πλάτη. Τα πάντα εδώ είναι ξεκάθαρα. Η διαύγεια των εικόνων αποτυπώνει την διαύγεια της σύλληψης. Αν υφίσταται στοιχείο υπό σκιά είναι η παρουσία, εντός της εικόνας, του προσώπου που την αποτυπώνει. Χωρίς να αποκρύπτει τη συμμετοχή της, η Παππά δεν επιλέγει να την προβάλει, γιατί, στο έργο αυτό, το προσωπικό βίωμα την ενδιαφέρει μόνο στο βαθμό που συνιστά δημόσιο δεδομένο.
Η επιλογή της επιτόπιας έρευνας ως μεθόδου για να αποκτηθεί η «πρώτη ύλη» του έργου μας παραπέμπει, κατ’ ανάγκη, στην ανθρωπολογία, στην οποία όμως η Παππά δεν κάνει καμμία άλλη αναφορά. Ασφαλώς, πολλές κοινωνικές ομάδες επιλέγουν σήμερα να υιοθετήσουν την μέθοδο της επιτόπιας έρευνας για δικούς τους σκοπούς, όπως έχει επανειλημμένα παρατηρήσει ο ανθρωπολόγος George Marcus.  Οι καλλιτέχνες είναι μία από αυτές, ιδιαίτερα από το ’90 και μετά, με την λεγόμενη «εθνογραφική στροφή» στην τέχνη. Από αυτή την άποψη, το έργο Ενδιάμεσοι χρόνοι δεν είναι χαρακτηριστικό μιας τέτοιας τάσης, γιατί δεν προβάλλει τον πολιτισμικό «άλλο»∙ αντίθετα, εντρυφεί στην πλέον κοινότοπη καθημερινότητά μας. Εντάσσεται όμως σε μια σειρά από καλλιτεχνικά projects που γίνονται σήμερα στην Ελλάδα, όπου η χρήση της επιτόπιας έρευνας συνδέεται με παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο, εκ μέρους ομάδων με σύνθετο προφίλ (με μέλη κυρίως αρχιτέκτονες και εικαστικούς, ενίοτε και κοινωνικούς επιστήμονες). Η δραστηριότητα των ομάδων αυτών αφορά άμεσα όσους ανθρωπολόγους ενδιαφέρονται, για παράδειγμα, για τους Αμφισβητούμενους χώρους της πόλης (2010, εκδόσεις Αλεξάνδρεια). Έτσι, ο τίτλος «Ένα κενό μέσα στην πόλη» που επιλέγει ο Κώστας Γιαννακόπουλος (συνεπιμελητής του τόμου μαζί με τον Γιαννιτσιώτη) για το κείμενό του σχετικά με τις νέες μορφές κατοίκησης στο κέντρο της Αθήνας, δηλώνει, αν μη τι άλλο (μαζί τη σχετική υποσημείωση), την πληροφόρηση του ανθρωπολόγου για τις δράσεις της ομάδας «Αστικό κενό».
Η Νίνα Παππά ανήκει σε μία από τις ομάδες αυτές, τους Errands, οι οποίοι οργανώνουν τις δράσεις τους βάσει επιτόπιας έρευνας, με στόχο να αναδείξουν ξεχασμένες πτυχές της ιστορίας κτιρίων, περιοχών, κλπ. Τα αποτελέσματα των διερευνήσεων και των παρεμβάσεών τους τα παρουσιάζουν (ως έργα καθαυτά) σε διοργανώσεις όπως η 2η Μπιενάλε της Αθήνας (Heaven Live, 2009). Ας σημειωθεί ότι, για έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό καλλιτεχνών, οι οποίοι, όπως η Παππά, είναι, επιπλέον, κάτοχοι διδακτορικής διατριβής, θεωρείται προφανές ότι, στο πλαίσιο των αναζητήσεων της σύγχρονης τέχνης, το εικαστικό τους έργο μπορεί να λάβει τη μορφή επιστημονικής έρευνας, και αντίστροφα, το επιστημονικό τους πόνημα (η διατριβή, για παράδειγμα) θα μπορούσε, με την κατάλληλη επεξεργασία, να παρουσιαστεί ως εικαστικό έργο.
Χωρίς να εμβαθύνω στα ρεύματα της ιστορίας της τέχνης που οδηγούν σε παρόμοιες τοποθετήσεις, θα αρκεστώ, στη συνέχεια, να επισημάνω δύο χαρακτηριστικά του έργου Ενδιάμεσοι χρόνοι, που υποδεικνύουν, κατά τη γνώμη μου, ορισμένα θέματα προς συζήτηση σ’αυτή την προοπτική.
Η διαύγεια της σύλληψης είναι το πρώτο. Σύμφωνα με την Νίνα Παππά, το στοιχείο εκείνο  της εικαστικής δραστηριότητας που προσεγγίζει περισσότερο την επιστημονική οπτική (εν γένει και όχι ειδικά της ανθρωπολογίας) δεν είναι η γενικότερη προβληματική στην οποία μπορεί να εντάσσεται ένα εικαστικό έργο – εδώ, για παράδειγμα, οι «αμφισβητούμενοι χώροι» ή οι «μη-τόποι», κατά τον ανθρωπολόγο Μαρκ Ωζέ, που έρχονται αμέσως στο νου με το έργο της- αλλά ούτε και η μέθοδος (επιτόπια ή άλλη) που υιοθετεί ο καλλιτέχνης. Η ελευθερία που αυτός διαθέτει να χρησιμοποιεί όποιο μέσο θεωρεί σκόπιμο, με όποιο τρόπο και για όσο χρόνο επιλέξει, δεν συγκρίνεται με τους μεθοδολογικούς περιορισμούς του επιστήμονα. Η σύλληψη, όμως, μιας αρχικής ιδέας και η προσήλωση στην σταδιακή της διαύγαση με την απομάκρυνση των «περιττών» στοιχείων, ώστε να παρουσιαστεί ένα συνεκτικό και ξεκάθαρο τελικό αποτέλεσμα, είναι δραστηριότητα που καθιστά συγκρίσιμο ένα έργο τέχνης με ένα επιστημονικό πόνημα.
Η έμφαση σε μια αισθητηριακή διάσταση της εμπειρίας της αναμονής, στην ηχητική, είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό των Ενδιάμεσων χρόνων που παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς τις σχέσεις καλλιτεχνικής και επιστημονικής προοπτικής σε σύγχρονα καλλιτεχνικά projects. Πρόκειται για την καταγραφή αποσπασμάτων από συνομιλίες  που γίνονται συχνά στις ουρές. Οι διάλογοι, ο ήχος των φωνών -περισσότερο και από την μεταγραφή τους σε κείμενο, που τους δίνει ένα οπτικοποιημένο αντίστοιχο- ο απόηχος των χώρων αυτών, καθιστά το έργο πυκνό, προσθέτοντάς του σε διαύγεια. Ενδείκνυται, εδώ, η αναφορά στη συμβολή του Πάνου Πανόπουλου (στους Αμφισβητούμενους χώρους και πάλι) όπου συνοψίζονται μελέτες σχετικά με τις ηχητικές διαστάσεις του χωρικού-χρονικού-αισθητηριακού συνεχούς της καθημερινής μετακίνησης στην πόλη. Στο φόντο των μελετών αυτών, διακρίνουμε ότι το εικαστικό έργο δεν περιορίζεται σε «εικονογράφηση» μιας πραγματικότητας ή μιας θεώρησής της. Στους Ενδιάμεσους χρόνους, το ηχητικό τεκμήριο προτείνεται συνάμα ως αυτούσιο, το «πράγμα» καθαυτό – παρότι, ασφαλώς, οριακά επεξεργασμένο- και ως δίοδος για κάτι «άλλο», ως μεταφορά νοημάτων και συγκινήσεων που παρέμεναν έως τώρα καταχωνιασμένα στην αδιαφανή εμπειρία που έχει ο καθένας μας από παρόμοιους «κοινούς τόπους». Στο ηχητικό αυτό περιβάλλον αναδύεται η μνήμη κάθε χαμένου χρόνου. Επανέρχεται ως σωματική, αισθητηριακή, συγκεκριμένη εμπειρία στιγμών όπου ο εαυτός βυθίζεται στην ανωνυμία, αναμένοντας να διεκδικήσει εκ νέου την μοναδικότητά  του, καθώς συνδιαλέγεται με έναν άλλο.
Διαφαίνεται, συνεπώς, πως η εικαστική διερεύνηση δεν συναντά την ανθρωπολογία εκεί έξω, στο πεδίο της επιτόπιας έρευνας, αλλά την προ(σ)καλεί σε μια «επί τόπου» διερεύνηση του πεδίου που συνιστά το έργο καθαυτό, ως υλοποίηση, ενσάρκωση μιας «άλλης» -πανομοιότυπης με την καθημερινή- εμπειρίας. Σε μια τέτοια ανθρωπολογία της σύγχρονης τέχνης, ωστόσο, χρειάζεται, επιπλέον, να διευκρινιστεί κατά πόσο η εμπειρία της «επιτόπιας» συγκροτείται κατ’ ανάγκη ως μέρος του έργου ή μπορεί -και οφείλει- να διαφοροποιείται από αυτό.

Η Ελπίδα Ρίκου διδάσκει Ανθρωπολογία της Τέχνης στην Α.Σ.Κ.Τ. της Αθήνας


Δεν υπάρχουν σχόλια: