ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ
«Είναι η ιστορία του Περίανδρου, του σοφού αλλά σκληρού Τυράννου της Κορίνθου. Πριν από χρόνια, για μια αιτία που μένει σκοτεινή, έχει σκοτώσει τη γυναίκα του Λυσίδα, ίσως από έρωτα, πάντως όχι από ζήλεια όσο από σκοπό να διατηρήσει την ανάμνηση τής ομορφιάς της ανέπαφη από τη φθορά τού χρόνου. Ο γιος του Λυκόφρονων, σχεδόν βέβαιος για το έγκλημα, αφήνει το πατρικό σπίτι και αποφεύγει κάθε σχέση με τον πατέρα του, χωρίς όμως να τολμά να τον κατηγορήσει φανερά και χωρίς να έχει το θάρρος να εκδικήσει το φόνο.
Πλησιάζει το τέλος τού τυράννου. Προχωρημένης ηλικίας, νευρασθενικός, κάτω από το βάρος τών εγκλημάτων, κυνηγημένος από τις τύψεις τής συνειδήσεως, τις αιμοχαρείς Ερινύες, διατηρεί ακόμη κάποιες αναλαμπές τού πνεύματός του ανακατωμένες με παρακρούσεις. Ζητεί να ξεχάσει, να εύρει κάποια ησυχία τής ψυχής, αλλά η σκληρότης τού αρχαίου κόσμου ορθώνεται φοβερή. Τρελλός από απελπισία, πνίγει τις τύψεις του σε νέο αίμα και πέφτει νεκρός από σαϊτιά τού Απόλλωνος.
Στο τέλος του δράματος προφητεύεται ο ερχομός ενός νέου Θεού, τού Θεού τής συγγνώμης, αλλά ο χορός καταλήγει ότι ο ανθρώπινος πόνος είναι ανώτερος από κάθε παρηγοριά τής θρησκείας.
Ο χορός αποτελείται από δύο ημιχόρια, μητέρες και κόρες τής Κορίνθου, από τις οποίες έλαβε το όνομά του και το δράμα. Προλογίζει το φάντασμα της Λυσίδας».
Κοσμάς Πολίτης
(από την «Υπόθεση» του έργου)
«Μια αρχαία τραγωδία σε γλώσσα σημερινή. Αλλά και κάποιες σημερινές ιδέες μέσα... […] Κορίνθιες επιγράφεται η τραγωδία, αλλά θα της ταίριαζε καλύτερα ο τίτλος Εριννύες. Γιατί η ήρωας, ο Περίανδρος, δεν κάνει άλλο παρά να τις προκαλή μ’ εγκλήματα και με βλαστήμιες. Είναι μια πάλη μεταξύ Περιάνδρου και Εριννύων, που καταλήγει με το θάνατό του από μυστικό τόξευμα του Απόλλωνα, γιατί, όπως λέγεται κάπου, άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να σκοτώση αυτό το ανήμερο αγριογούρουνο. Το πιο ενδιαφέρον σημείον είναι εκεί που ο τρελλός αυτός βλάστημος ζητεί καινούργιο θεό, που να συγχωρή, που να πεθαίνη για τις αμαρτίες των ανθρώπων σαν εξιλαστήριο θύμα, – λόγος που φέρνει στο νου το Χριστό, του οποίου η έλευση προφητεύεται πιο καθαρά στο τέλος. […] το έργο είναι γραμμένο στον τόνο. Η φράση του είναι πάντα ποιοτική, η γλώσσα του – εκτός από μερικά ακαλαίσθητα σύνθετα – δημοτική ωραιοτάτη, κι’ ο στίχος του μεστός και τεχνικός. Εκείνο δε που μου έκαμε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι η συμφωνία των φθόγγων – όχι πια των λέξεων – αυτής της γλώσσας, με την περίσταση και με το πρόσωπο που μιλεί: ούτε τραχείς, ούτε μαλακοί και γλυκοί. Νομίζεις διαρκώς ότι γίνονται “παρηχήσεις”. Είναι μεγάλος τεχνίτης σ’ αυτό ο ποιητής των Κορινθίων. Τελική γνώμη δεν μπορώ να εκφράσω. Πρέπει να συζητήσω με τους συναδέλφους μου αν το πνεύμα του Σταθατείου επιτρέπη τη βράβευση ενός τόσο αρχαιοπρεπούς κι αντιθεατρικού για σήμερα έργου, που μόνο σε κανένα αρχαίο θέατρο θα μπορούσε να παιχθή καμμιά φορά… για περιέργεια. Όταν παίζουμε μιαν αρχαία τραγωδία, δείχνουμε επιτέλους τι ήταν το αρχαίο θέατρο. Τι θα δείχναμε παίζοντας τις Κορίνθιες; Πως ξέρουμε να το μιμηθούμε; Ή πως πρέπει να γυρίσουμε στην τεχνοτροπία του Δ′ π.Χ. αιώνος;».
Γρηγόριος Ξενόπουλος
Η σχέση τού Κοσμά Πολίτη ως συγγραφέα με το θέατρο περιοριζόταν μέχρι πρόσφατα, για τους γνώστες του χώρου, στο εκδοθέν το 1957, και επανεκδοθέν μόλις το 1999, πεντάπρακτο δράμα Γάιος Φλάβιος Βαλέριος Αυρηλιανός Κλαύδιος Κωνσταντίνος ή Κωνσταντίνος ο Μέγας, όπως ήταν ο τίτλος στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης. Πέραν τούτου, λίγοι θα θυμούνται το απόσπασμα από το ανέκδοτο και άπαιχτο δράμα Κορίνθιες που είχε δημοσιευθεί στο μικρό Αφιέρωμα στον Κοσμά Πολίτη τού περιοδικού Η λέξη, τον Σεπτέμβριο του 1989. Του θεατρικού αποσπάσματος από τις Κορίνθιες προηγείτο τότε η «Υπόθεσις» του έργου, γραμμένη από τον συγγραφέα, και ακολουθούσε ο Πρόλογος (από το Φάντασμα της Λυσίδας) και ένα κομμάτι τού πρώτου διαλογικού μέρους. Δεν υπήρχε, ωστόσο, καμία άλλη συνοδευτική πληροφορία. Περί εκείνου, ακριβώς, του αποσπάσματος πρόκειται, λοιπόν, εδώ ή, μάλλον, περί του ίδιου του έργου από το οποίο εκείνο προερχόταν, μιας και οι σχετικές πληροφορίες τα τελευταία δύο-τρία χρόνια έχουν ανατρέψει το προϋπάρχον σκηνικό, και όχι μόνον από μία πλευρά. Και, πρώτα από όλα, οι Κορίνθιες δεν λανθάνουν, πλέον: το χειρόγραφό τους υπάρχει, είναι ασφαλές και σε καλή κατάσταση. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το 2008, χάρη στο Επιστημονικό Δελτίο Παράβασις του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών τού Πανεπιστημίου Αθηνών, και, πιο συγκεκριμένα, χάρη στο Μελέτημα όπου οι συγγραφείς/ερευνητές Κυριακή Πετράκου και Διονύσης Ν. Μουσμούτης κατέγραφαν τα σχετικά με τον Σταθάτειο Δραματικό Διαγωνισμό της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, μάθαμε, ανέλπιστα, πολλά περαιτέρω στοιχεία. Σύμφωνα με αυτά, ο Κοσμάς Πολίτης υπέβαλε (ανωνύμως) τις Κορίνθιες στον ως άνω Διαγωνισμό με ημερομηνία 8.10.1930 (έχει ιδιαίτερη σημασία η ημερομηνία) και, μάλιστα, στο έργο του δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι κατετάγη, τελικώς, μεταξύ των δεκαπέντε διαφιλονεικησάντων τα βραβεία: «Από τα έργα αυτά», όπως αναφερόταν στην τελική έκθεση, «η Επιτροπή, συμφώνως με την προκήρυξι, βραβεύει διά χρηματικών επάθλων τα τρία που ξεχωρίζουν από τα άλλα. Εις τα λοιπά δώδεκα [ανάμεσα στα οποία και οι Κορίνθιες], που τα θεωρεί αξιοβράβευτα αλλά δεν έχει δυστυχώς ισάριθμα χρηματικά βραβεία, απονέμει την δάφνην με το δικαίωμα της αναγραφής εις αυτά του τιμητικού αυτού τίτλου». Αυτή η πολύ θετική αντιμετώπιση των Κορινθίων (όχι, ωστόσο, και χωρίς κάποιες επιφυλάξεις) διαπιστώνεται ήδη στις «Σημειώσεις των Κριτών». Εκεί διαβάζουμε και την αποτίμηση του έργου από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο (ο οποίος αργότερα συμπλήρωσε ότι οι Κορίνθιες θα μπορούσαν να διεκδικήσουν και το δεύτερο βραβείο).
Από το Δελτίο του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών μαθαίνουμε ακόμη ότι ο Κοσμάς Πολίτης, στην συνέχεια, και μετά την αποτυχία του ουσιαστικά στον Σταθάτειο διαγωνισμό, επιχείρησε, ματαίως όμως, να προωθήσει το έργο του στο Εθνικό Θέατρο, ζητώντας, μάλιστα, μέσω της αιτήσεως της ηθοποιού Αγγελικής Κοτσάλη, να επιτραπεί η παράσταση των Κορινθίων στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού. Η αρμόδια Επιτροπή, ωστόσο, απεφάνθη ότι τα αρχαία θέατρα δεν πρέπει «να παραχωρούνται παρά μόνο διά παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών».
Το χειρόγραφο των Κορινθίων, λοιπόν, δεν λανθάνει, όπως αφηνόταν να εννοηθεί στο εν λόγω Δελτίο και όπως, βεβαίως, πιστευόταν γενικότερα, μέχρι πριν δύο-τρία χρόνια, αλλά υπάρχει και είχα μάλιστα η ίδια την ευκαιρία να το δω σε φωτοτυπία, αλλά, δυστυχώς, και περιέργως, μόνον για μία και μοναδική φορά. Περιλαμβανόταν στο Αρχείο του Κοσμά Πολίτη, το οποίο η κυρία Ματίνα Παπούλια σχετικά πρόσφατα (την Άνοιξη του 2008) δώρισε στην Βιβλιοθήκη τού Κολλεγίου Αθηνών. Από τα στοιχεία τής καταγραφής αυτού του Αρχείου πληροφορούμαστε ότι το χειρόγραφο είναι δακτυλόγραφο σε λεπτό εύθραυστο χαρτί, διαστάσεων 29´22 εκ., εκτείνεται σε 56 αριθμημένες σελίδες και αποτελείται από 1516 στίχους.
Από όσα λίγα μπορώ να θυμηθώ από τη μοναδική φορά κατά την οποία διέτρεξα το φωτοτυπημένο αντίγραφο του χειρογράφου, το περασμένο καλοκαίρι (η Βιβλιοθήκη αρνήθηκε έκτοτε να ξανανοίξει το Αρχείο), στο πρωτόλειο αυτό θεατρικό έργο του Κοσμά Πολίτη ανευρίσκονται αρκετά από τα θέματα που επανέρχονται αργότερα στην πεζογραφία του, όπως το θέμα τού ιδανικού και της παρθενίας στον Έρωτα, ενώ, βεβαίως, εξαιρετικά ενδιαφέροντα θα ήταν τα συμπεράσματα που θα προέκυπταν από την διερεύνηση της διακειμενικής σχέσης των Κορινθίων του Κοσμά Πολίτη με την Μέλισσα του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος, όπως αποδεικνύεται, έπεται του Κοσμά Πολίτη στην επιλογή του αρχαίου μύθου τού έργου του. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δίνονται από την Θεοδώρα Παπαχατζάκη–Κατσαράκη, στο βιβλίο της Το θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Η τραγωδία Μέλισσα (εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα – Γιάννινα, 1985), δύο παλαιότεροι συγγραφείς είχαν ήδη ασχοληθεί στα αντίστοιχα θεατρικά έργα τους με την τραγική ιστορία τής οικογένειας των Κυψελιδών (ο Περίανδρος ήταν γιος του Κύψελου, πρώτου τυράννου της Κορίνθου): ο Δημήτριος Βερναρδάκης και ο Ευστράτιος Αθανασιάδης. Ο Καζαντζάκης, μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια ερευνήτρια, «μετέφερε στη Μέλισσα όλα τα ευρήματα που επινόησε η φαντασία του Βερναρδάκη, για να στήσει θεατρικά το έργο του». Όταν θα έχουμε στη διάθεσή μας και το έργο τού Κοσμά Πολίτη, θα μπορέσουμε να κάνουμε και εκεί την ίδια αντιπαραβολή με το έργο Κυψελίδαι τού Βερναρδάκη). Να σημειωθεί ότι στην δική του τραγωδία ο Κοσμάς Πολίτης διατήρησε το πραγματικό όνομα της συζύγου τού Περίανδρου (Λυσίδα από το Λυσίδη ή Λυσιδίκη) και όχι εκείνο με το οποίο την αποκαλούσε ο Περίανδρος χαϊδευτικά, δηλαδή, το «Μέλισσα». Τέλος, είναι αναμφισβήτητη η αυτοδιακειμενική σχέση που υφίσταται μεταξύ των δύο θεατρικών έργων τού Κοσμά Πολίτη, του Κωνσταντίνου, δηλαδή, και των Κορινθίων, τόσο από την άποψη της ποιητικής όσο και από την άποψη της θεματολογίας.
Η σχέση του έργου με το Λεμονοδάσος
Υπάρχει, πάντως, μία παράμετρος του πρώτου θεατρικού έργου τού Κοσμά Πολίτη, η οποία μπορεί να εξεταστεί ερήμην του ίδιου του δραματικού κειμένου: πρόκειται για την “διαδικασία” τής συγγραφής του και της μετέπειτα υποβολής του στον Σταθάτειο Διαγωνισμό. Έχουμε, λοιπόν, βάσιμες υποψίες ότι αυτή η διαδικασία, καθώς και η αναμονή των αποτελεσμάτων, αλλά και η αποτυχία, η οποία φοβόταν πως θα είναι η κατάληξη της προσπάθειάς του, έχουν καταγραφεί με έναν πολύ καλά συγκαλυμμένο τρόπο, κατά τη συνήθεια του συγγραφέα Κοσμά Πολίτη, στο κείμενο του Λεμονοδάσους. Θα προχωρήσουμε στην καταγραφή των περί ων ο λόγος ιχνών, παρακολουθώντας το κείμενο της πρώτης έκδοσης του Λεμονοδάσους, εκείνης του 1930, που, όπως φαίνεται, για ένα διάστημα, βάδισε, κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο, παράλληλα με τις Κορίνθιες.
Στην πρώτη αυτή έκδοση, η (πλασματική) ημερολογιακή καταγραφή τής ζωής τού Παύλου Αποστόλου (διότι περί αυτής πρόκειται στο μεγαλύτερο μέρος τού Λεμονοδάσους, πλην του τελευταίου κεφαλαίου) έχει ως αφετηρία την ημερομηνία «22 Μαρτίου 1924» (στην οριστική έκδοση η χρονολογία έχει αντικατασταθεί με τους εν είδει απόκρυψης τρεις αστερίσκους), ενώ ο χώρος στον οποίο τοποθετείται κατά τις πρώτες καταγραφές (πριν αρχίσουν οι εναλλαγές τού σκηνικού μεταξύ Πόρου και Αθήνας) είναι οι Δελφοί. Οι Δελφοί, βεβαίως, με τον περίφημο αρχαιολογικό χώρο και, επιπλέον, οι Δελφοί του ζεύγους Σικελιανού, οι οποίοι, ήδη από την αρχή τής δεκαετίας του 1920, προετοίμαζαν τις τόσο σημαντικές εκείνες εορταστικές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η πρωταγωνίστρια, μάλιστα, του μυθιστορήματος, η Βίργκω Δροσινού, επρόκειτο να λάβει μέρος, ως μέλος του Χορού, στην παράσταση των Ικέτιδων του Αισχύλου μαζί με την εξαδέλφη της, αλλά αποφασίζει, τελικά, να παραιτηθεί από τα σχέδιά της. Γίνεται πολύς λόγος στην αρχή τού μυθιστορήματος για το αρχαίο πνεύμα τής σαφήνειας, του μέτρου και της αρμονίας, το οποίο, όμως, δεν έχει σχέση ούτε με την «ξερή δασκαλική ανάπτυξή» του, η οποία το απονεκρώνει, ούτε με την κρύα επιστήμη των αρχαιολόγων, οι οποίοι, επίσης, μοιάζουν να ανατέμνουν ένα πτώμα. Ο Παύλος προτιμά αναμφιβόλως την άποψη της υπηρέτριας του ξενοδοχείου, σύμφωνα με την οποία οι αρχαίοι «ζούσαν σαν κι’ εμάς μόνον που γύριζαν γυμνοί». «Ζούσαν», σκέφτεται ανακουφισμένος ο Παύλος, «αυτό ήθελα ν’ ακούσω. Ζούσαν και το πνεύμα τους ζη ακόμη και φτερουγίζει ασύλληπτο επάνω από τ’ ακρωτηριασμένα μάρμαρα που εξετάζουν ανύποπτοι οι αρχαιολόγοι». Θα έλεγε κανείς εδώ, ως προς την σύνθεση των Κορινθίων, ότι τα παραπάνω απηχούνται στην προαναφερθείσα κριτική τού Ξενόπουλου: «Μια αρχαία τραγωδία σε γλώσσα σημερινή. Αλλά και κάποιες σημερινές ιδέες μέσα».
Ο Παύλος βρίσκεται στους Δελφούς και για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: «Πρέπει να μελετήσει τις αναλογίες και να μετρήσει ακριβώς της διαστάσεις τού Θησαυρού των Αθηναίων για το αρχαϊκό μνημείο που σχεδιάζει ο πατέρας» του, με τον οποίο συνεργάζεται επαγγελματικά. Είναι το πρώτο αρχιτεκτονικό σχέδιο για το οποίο γίνεται λόγος και θα ακολουθήσουν και άλλα αργότερα, το σημαντικότερο εκ των οποίων είναι εκείνο το σχέδιο με το οποίο ο Παύλος συμμετέχει σε έναν Διαγωνισμό. Το αποκαλύπτει στην κυρία Δροσινού, την μητέρα της Βίργκως:
«― Ευχηθήτε να έλθω πρώτος στο διαγωνισμό.
Της εξηγώ ότι πρόκειται για ένα Ηρώον και ότι λαμβάνω μέρος σε διαγωνισμό για πρώτη φορά με έργον εντελώς δικό μου».
Δεν θα μπορούσε, βέβαια, να συμμετέχει σε Διαγωνισμό με ένα σχέδιο αρχαίου ναού, για να το παραλληλίσουμε με την τραγωδία Κορίνθιες, αλλά τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ενδεικτικά. Οι Κορίνθιες πρέπει να υπήρξαν το πρώτο έργο που ολοκλήρωσε και το οποίο, στη συνέχεια, υπέβαλε σε δημόσια κρίση (αν και ανωνύμως) ο Κοσμάς Πολίτης, αν κρίνουμε από την ημερομηνία υποβολής του (8.10.1930) στον Σταθάτειο Διαγωνισμό (γεγονός που αναδιατάσσει την εικόνα που υπήρχε μέχρι τώρα για το έργο του), ενώ και τα ακόλουθα στοιχεία με τα οποία περιγράφει το «Ηρώον» του ο ήρωας ταιριάζουν (και) με την τραγωδία: «Έχω τελειώσει το αρχιτεκτονικό μέρος τού προπλάσματος. Ένας όγκος τετράγωνος και βαρύς [όπως, ίσως, και η προκαθορισμένη δομή τής τραγωδίας]. Μένει να σκαλισθή η αλληγορία της εμπνεύσεώς μου». Αρκετές σελίδες αργότερα καταγράφονται (ως εξορκισμός;) τα σχετικά με την (απευκταία, όσον αφορά στις Κορίνθιες) αποτυχία του ήρωα: «Είμαι λυπημένος για την αποτυχία μου στο διαγωνισμό […] δεν βραβεύθηκε το πρόπλασμά μου».
Το Λεμονοδάσος, ωστόσο, στο σύνολό του ως μυθιστόρημα εμπνέεται από το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων προγόνων, με τη σαφή θέση που, όπως είδαμε, παίρνει απέναντι σε αυτό το πνεύμα ο αφηγητής και έτσι το, αποτυχόν, αλλά όχι αναγκαστικά και αποτυχημένο αρχιτεκτονικό σχέδιο του Παύλου υποστηρίζεται από μια πληθώρα αναφορών οι οποίες, πέραν των Δελφών και των Δελφικών εορτών (για τις οποίες, παρεμπιπτόντως, η ευνοϊκή κριτική δεν είναι δεδομένη), εξακτινώνονται σε παραθέσεις στίχων μεταφρασμένων ή και από το πρωτότυπο των αρχαίων τραγωδιών, για να καταλήξουν στο όνειρο της κατασκευής ενός ιδανικού σπιτιού–εστίας, ως αποτύπωσης, κατά έναν τρόπο, του αρχαίου πρότυπου της αρμονίας.
Να ήταν άραγε σημαντικό το γεγονός ότι ο Κοσμάς Πολίτης, αποκρύπτοντας πιθανότατα την ύπαρξη των Κορινθίων, παρουσιάστηκε στον, κατά κύριο λόγο, άνθρωπο του θεάτρου Φώτο Πολίτη με το χειρόγραφο του Λεμονοδάσους, αποσπώντας, παρεμπιπτόντως, από έναν τέτοιο κριτή, μία ενθουσιώδη κριτική; Τότε, ίσως, δεν θέλησε να διακινδυνεύσει τη μείωση, κατά έναν τρόπο, της ευνοϊκής υποδοχής τού πρώτου μυθιστορήματός του, δείχνοντας στον Φώτο Πολίτη και το πρώτο του, την ίδια εποχή γραμμένο, θεατρικό έργο. Μένει, λοιπόν, οι σημερινοί θεατρικοί κριτικοί, που ευελπιστώ πως θα μπορέσουν να διαβάσουν τις Κορίνθιες, να αποφανθούν εκ νέου για την ποιότητά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου