ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΡΕΛΟΡΕΝΤΖΟΥ
Εδώ και είκοσι χρόνια η φιλοσοφία του Bergson έχει επανέλθει στο προσκήνιο με αρκετά εντυπωσιακό τρόπο μετά από τη μερική (σε μεγάλο όμως βαθμό) έκλειψή της για πάνω από πέντε δεκαετίες. Η σημερινή λάμψη της στη Γαλλία, χάρη κυρίως στις άοκνες προσπάθειες του Frédéric Worms –καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Lille 3 και διευθυντή του «Διεθνούς κέντρου μελέτης της σύγχρονης γαλλικής φιλοσοφίας» στην École normale supérieure στο Παρίσι– και των συνεργατών του είναι αναμφισβήτητη.
Πέραν της πρώτης κριτικής έκδοσης των βιβλίων του Bergson και των δύο συλλογών δοκιμίων του (οκτώ τόμων στη σειρά «Quadrige» του εκδοτικού οίκου Presses Universitaires de France) και της απρόσκοπτης έκδοσης της διεθνούς επιθεώρησης Annales bergsoniennes (έχουν ήδη δημοσιευθεί τέσσερις ογκώδεις τόμοι από το 2002), έχουν εκδοθεί σειρά σημαντικών μονογραφιών και μικρότερων εργασιών για τον Bergson, καθώς και τα πρακτικά αρκετών από τα πολλά συνέδρια με μπερξονική θεματολογία που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, στην πρόσφατη μελέτη του Η φιλοσοφία στη Γαλλία στον εικοστό αιώνα (Gallimard, «Folio/Essais», 2009) o Worms εξετάζει με πρωτότυπη ματιά τις τέσσερις «φιλοσοφικές στιγμές» του περασμένου αιώνα στη Γαλλία (τη στιγμή του 1900, τη στιγμή του β΄ παγκοσμίου πολέμου ή του υπαρξισμού, τη στιγμή της δεκαετίας του 1960 και αυτήν που αποκαλεί «παρούσα στιγμή»), με έμφαση στην πρώτη, οι δύο κύριες φυσιογνωμίες της οποίας υπήρξαν ο Bergson και ο Léon Brunschvicg. Εξάλλου, στα τέλη του Φεβρουαρίου διεξάγεται στο Λονδίνο διεθνές συνέδριο με θέμα τη μεταμοντέρνα παρακαταθήκη του Bergson∙ οι διοργανωτές δεν διστάζουν να μιλήσουν για «μπερξονική στροφή» στη φιλοσοφία και στις πολιτισμικές σπουδές.Δεν πιστεύω ότι αυτή η, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, αναπάντεχη εξέλιξη –που παραπέμπει στη θεμελιώδη θέση του Bergson περί ακατάπαυστης ανάδυσης απρόβλεπτης καινοτομίας– αποτελεί μια αναλαμπή, μια νέα μόδα από αυτές στις οποίες μας έχει συνηθίσει η γαλλική φιλοσοφία. Το ενδιαφέρον για τον Bergson είναι διεθνές και εκτείνεται, πέραν των ευρωπαϊκών χωρών, στη Βόρεια και τη Λατινική Αμερική∙ είναι δε ιδιαίτερα έντονο στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Μάλιστα η αναβίωση των μπερξονικών σπουδών αξίζει να συνεξετασθεί με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος, τα τελευταία χρόνια, αν και σε μικρότερο βαθμό, για άλλες παραγνωρισμένες επί μακρόν φυσιογνωμίες της γαλλικής και της αμερικανικής φιλοσοφίας των αρχών του εικοστού αιώνα (αναφέρομαι κυρίως στους Brunschvicg, Maurice Blondel, Alain, Péguy, Sorel και στους εκπροσώπους του πραγματισμού με έμφαση στον William James), για την ακμαία γαλλική επιστημολογία της περιόδου (αναφέρομαι κυρίως στους Poincaré, Duhem, Milhaud, Le Roy, Brunschvicg, Rey και Meyerson),[1] καθώς και για τη γαλλική ψυχολογία και κοινωνιολογία της περιόδου.
Ένας βασικός λόγος της επανόδου του Bergson στο φιλοσοφικό προσκήνιο είναι κατ’ εμέ ο εξής: μετά από εξήντα περίπου χρόνια, από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και αυτήν του 1980, όπου οι περισσότεροι και οι σημαντικότεροι γάλλοι φιλόσοφοι και θεωρητικοί είχαν αναγάγει σε προνομιακούς συνομιλητές τους γερμανούς και γερμανόφωνους φιλοσόφους και θεωρητικούς –αρχικά κυρίως τους Hegel, Husserl και Heidegger και, στην επόμενη φιλοσοφική στιγμή, τους επονομασθέντες «δασκάλους της υποψίας», ήτοι κυρίως τους Marx, Nietzsche και Freud– με συνέπεια να γίνονται συχνά δυσνόητοι, πολλοί ένιωσαν την ανάγκη της επιστροφής στα δύο βασικά χαρακτηριστικά της γαλλικής φιλοσοφίας όπως τα αναδεικνύει ο Bergson: αφενός, στην απλότητα της μορφής και στην παραδοσιακή σαφήνεια και, αφετέρου, στη διαρκή συνεργασία και στενή ένωση της φιλοσοφίας με την επιστήμη, ιδίως με τις θετικές επιστήμες.
Στη χώρα μας, πέραν των μεμονωμένων φιλότιμων προσπαθειών ορισμένων διδασκόντων κυρίως σε περιφερειακά Πανεπιστήμια –την τελευταία επταετία γίνεται συστηματική προσπάθεια ιστορικοφιλοσοφικής προσέγγισης του έργου του Bergson στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και η Θεώνη Αναστασοπούλου αφιερώνει σειρά μαθημάτων στην μπερξονική φιλοσοφική βιολογία και γενικότερα στη φιλοσοφία των βιοεπιστημών στο Πανεπιστήμιο Πατρών– έχουν δημοσιευθεί τα τελευταία χρόνια μεταφράσεις τεσσάρων έργων του Bergson (Δοκίμιο για τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης, Γέλιο, Δημιουργική εξέλιξη και Δύο πηγές της ηθικής και της θρησκείας) και άλλων μικρότερων εργασιών του, η μετάφραση της διατριβής του Κ. Ρωμανού (Οικείωσις, Τυπωθήτω, 2001), καθώς και διάσπαρτα άρθρα για πτυχές της φιλοσοφίας του. Όπως συνάγεται από τη βιβλιογραφία που παρέθεσα στην πρόσφατη ελληνική έκδοση του Μπερξονισμού του Gilles Deleuze (Scripta, 2010) –που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και πιο πρωτότυπες προσεγγίσεις του έργου του, η οποία μάλιστα υπήρξε σε πολλές χώρες, κυρίως στις αγγλοσαξονικές, το έναυσμα για την αναβίωση των μπερξονικών μελετών–, ο έλληνας αναγνώστης που δεν γνωρίζει γαλλικά έχει στη διάθεσή του σειρά ελληνικών εκδόσεων κειμένων φιλοσόφων, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων και άλλων διανοητών που αμιλλώνται στο έργο τους, τις περισσότερες φορές παρεμπιπτόντως, με βασικές μπερξονικές θεωρίες και μάλιστα εκεί που δεν ήταν αναμενόμενο, λόγου χάριν στο Αίτημα της φιλοσοφίας του Jacques Bouveresse (Πόλις, 2002).
Πέραν του ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν καθ’ εαυτές οι επιμέρους φιλοσοφικές ιδέες του Bergson, όπως συμβαίνει με κάθε μεγάλο φιλόσοφο, η προσεκτική μελέτη του έργου του είναι απαραίτητη για την εις βάθος κατανόηση σειράς πτυχών του έργου εκπροσώπων βασικών φιλοσοφικών ρευμάτων του εικοστού αιώνα. Η αναμέτρηση με τις θεμελιώδεις μπερξονικές επεξεργασίες για τη διάρκεια και τη ζωή αποτέλεσε βασικό όρο για την πραγμάτευση του χρόνου από τον Husserl, τον Heidegger και τους πρώτους γάλλους φαινομενολόγους. Όψεις του έργου του Bachelard, του Canguilhem, του Merleau-Ponty, του Lévinas, ακόμη και του Sartre –πόσω μάλλον του «μπερξονικού» Jankélévitch και των ευμενώς διακείμενων απέναντι στην μπερξονική φιλοσοφία Jean Wahl και Gabriel Marcel– είναι προϊόν του γόνιμου και συχνά κριτικού διαλόγου τους με βασικές θεωρίες του Bergson, και όχι της δουλικής αναπαραγωγής τους. Ειδικότερα, οι αναλύσεις όλων των προαναφερθέντων και πολλών άλλων γάλλων φιλοσόφων της ίδιας και της επόμενης «φιλοσοφικής στιγμής» για τις κάτωθι έννοιες και εννοιολογικές διακρίσεις καθίστανται σαφέστερες αν παραβληθούν με αυτές του Bergson: καινοτομία, επινόηση και δημιουργικότητα, ελευθερία, ζωή, αντίληψη, μνήμη, ύλη, χώρος-διάρκεια, ποσότητα-ποιότητα, ποσοτική πολλαπλότητα-ποιοτική πολλαπλότητα, ομοιογένεια-ετερογένεια, διαιρετότητα-αδιαιρετότητα, παράταξη-αλληλοδιείσδυση, ασυνέχεια-συνέχεια, συγχρονία-διαδοχή, επιφανειακό εγώ-βαθύ εγώ, εξωτερικότητα-εσωτερικότητα, ακαμψία-ευκαμψία, συνειδητό-ασυνείδητο, δυνατό-πραγματικό, δυνητικό-ενεργό, διάνοια-ένστικτο, διάνοια-ενόραση, στατικό-δυναμικό, συγκεκριμένο-αφηρημένο και κλειστό-ανοιχτό.
Ο Bergson, όπως και άλλοι προγενέστεροι και σύγχρονοί του φιλόσοφοι (χαρακτηριστικά ο Hegel και ο William James) θεωρούν σημαντικότερη στη φιλοσοφία τη μέθοδο απ’ όσο τα αποτελέσματά της. Βασιζόμενος στη θεμελιώδη για μια φιλοσοφία του γίγνεσθαι, της μεταβολής και της κινητικότητας, όπως είναι αυτή του Bergson, διάκρισή του ανάμεσα στο τετελεσμένο και το τελούμενο, ο Maurice Merleau-Ponty, σε ένα εξαιρετικό κείμενό του με τίτλο «Ο αυτοδημιουργούμενος Μπερξόν»[2] υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο μπερξονισμοί: «ο τολμηρός, όταν η φιλοσοφία του Μπερξόν μαχόταν […], και ο επικρατήσας, ο εκ προοιμίου πεπεισμένος για όσα ο Μπερξόν άργησε να βρει, ο ήδη εφοδιασμένος με έννοιες, ενώ ο Μπερξόν έπλασε τις δικές του μόνος του. […] Παύει να υπάρχει η φιλοσοφία, αν ενδιαφέρουν πρωτίστως τα συμπεράσματα· ο φιλόσοφος δεν ζητά να κόψει δρόμο, ακολουθεί όλη την πορεία. Ο καθιερωμένος μπερξονισμός παραποιεί τον Μπερξόν. Ο Μπερξόν δημιουργούσε ανησυχία, αυτός καθησυχάζει. Ο Μπερξόν ήταν μια κατάκτηση, ο μπερξονισμός είναι μια άμυνα, μια δικαιολόγηση του Μπερξόν. Ο Μπερξόν ήταν μια επαφή με τα πράγματα, ο μπερξονισμός είναι μια συλλογή παραδεδεγμένων δοξασιών. Παρ’ όλες τις συμφιλιώσεις και τις δάφνες, δεν πρέπει να ξεχνούμε τον δρόμο που ο Μπερξόν χάραξε μόνος του και ποτέ δεν απαρνήθηκε, αυτό τον ευθύ, νηφάλιο, άμεσο, αλλόκοτο τρόπο που είχε να ξαναρχίζει τη φιλοσοφία, να αναζητεί το βαθύ στο φαινομενικό και το απόλυτο κάτω από τα μάτια μας».[3] Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ότι αρκετοί φιλόσοφοι, μεταξύ των οποίων ο Heidegger και ο Gabriel Marcel, διακρίνουν δύο μπερξονισμούς από τους οποίους αποδέχονται τον έναν, ο καθένας βεβαίως από τη δική του σκοπιά.
Όσον αφορά δε την περίφημη ενόραση (intuition), που είχε εκληφθεί εξαρχής από πολλούς (κυρίως από τον Russell) ως επίμεμπτη υποχώρηση στον ανορθολογισμό, ένα από τα πλεονεκτήματα του Μπερξονισμού του Deleuze έγκειται στην ανάδειξη του μεθοδικού της χαρακτήρα. Στο πρώτο κεφάλαιο, που επιγράφεται «Η ενόραση ως μέθοδος», υποστηρίζει ότι «η ενόραση είναι η μέθοδος του μπερξονισμού. Η ενόραση δεν είναι αίσθημα ούτε έμπνευση, συγκεχυμένη συμπάθεια, αλλά μια επεξεργασμένη μέθοδος και μάλιστα μία από τις πιο επεξεργασμένες μεθόδους της φιλοσοφίας». Ενώ η δουλειά της διάνοιας έγκειται στην κατάτμηση, εντός της αδιαίρετης συνέχειας του σύμπαντος και των οντοτήτων που διαρκούν (κάθε ενικής ψυχής, κάθε ενικού εμβίου όντος, κάθε ενικής κοινωνίας, ακόμη και της ύλης, που δεν πρέπει να συγχέεται με τον αφηρημένο γεωμετρικό χώρο) πραγμάτων, καταστάσεων και συμβάντων, για την εξυπηρέτηση των απαιτήσεων της δράσης, η ενόραση συλλαμβάνει την αδιαίρετη συνέχεια των εν λόγω ανοιχτών ολοτήτων που χαρακτηρίζονται από τη διάρκεια και διαιρεί εντός της τάσεις, οι οποίες στην καθαρή μορφή τους διακρίνονται μεταξύ τους, αλλά στην πραγματικότητα συνυπάρχουν σε διαφορετική δοσολογία στο ίδιο πράγμα. Η ενόραση μάς επιτρέπει να συλλάβουμε ως ενεργήματα όσα η διάνοια μάς παρουσιάζει ως πράγματα και, συνακόλουθα, να εστιάζουμε την προσοχή μας στις διαδικασίες αλλαγής όσων συνήθως εκλαμβάνουμε ως αμετάβλητα. Έτσι, χάρη στην ενόραση διακρίνουμε τη νοητική και την ενστικτώδη τάση που συνυπάρχουν στον άνθρωπο και στα ζώα, με επικρατούσα τη νόηση στον άνθρωπο και το ένστικτο στα ζώα. Χάρη στην ενόραση διακρίνουμε σε κάθε κοινωνία την τάση ανοίγματος και την τάση κλεισίματος που συνυπάρχουν σ’ αυτήν, με επικρατούσα τη δεύτερη στις περισσότερες κοινωνίες και την πρώτη σε ορισμένες προνομιακές περιπτώσεις.
Αν μεγάλος φιλόσοφος είναι αυτός που το έργο του κατορθώνει να ωθήσει νέα πνεύματα που «ψάχνονται» να αφοσιωθούν στη φιλοσοφία, έστω αν στη συνέχεια πιστεύουν ότι τον ξεπέρασαν, αξίζει να επισημάνουμε ότι ο Bergson έπαιξε αυτό το ρόλο όχι μόνο για τον Sartre ή τον Εmmanuel Mounier, θεμελιωτή του περσοναλισμού, αλλά και για τον φιλόσοφο των μαθηματικών, μαρξιστή και φαινομενολόγο Jean-Toussaint Desanti. Εξάλλου, ο Deleuze, σε αντίθεση με τους φίλους του François Châtelet και Olivier Revault d’Allonnes, με τους οποίους προετοιμάζονταν από κοινού για τη συμμετοχή στην προφορική εξέταση του περίφημου στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα διαγωνισμού της agrégation, σχημάτισε την πεποίθηση, μελετώντας το Ύλη και μνήμη, το δεύτερο μεγάλο βιβλίο του Bergson, ότι πρόκειται για έναν αδίκως υποτιμημένο πολύ μεγάλο φιλόσοφο. Είκοσι περίπου χρόνια μετά μάς έδωσε τον Μπερξονισμό και, πολλά χρόνια αργότερα, ενέκυψε εκ νέου στο έργο του Bergson στη δίτομη φιλοσοφική μελέτη του για τον κινηματογράφο, που εκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά (Κινηματογράφος 1. Η εικόνα-κίνηση και Κινηματογράφος 2. Η χρονοεικόνα, Εκδόσεις Νήσος, 2009 και 2010). Εξάλλου, στην εισηγητική του έκθεση υπέρ της εκλογής του Michel Foucault στο Collège de France, ο Jules Vuillemin τον παρουσιάζει ως τον συνεχιστή και συνάμα τον ανανεωτή της μη καρτεσιανής παράδοσης, η οποία είχε ξεκινήσει σ’ αυτό το εκπαιδευτικό ίδρυμα με τον Bergson και είχε συνεχιστεί με τον Merleau-Ponty και τον Jean Hyppolite.
Ο Γιάννης Πρελορέντζος διδάσκει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
[1] Βλ. χαρακτηριστικά τις μελέτες του Anastassios Brenner για τον Pierre Duhem, καθώς και την πιο πρόσφατη συνθετική εργασία του, Les origines françaises de la philosophie des sciences, Παρίσι, P.U.F., 2003.
[2] Περιλαμβάνεται στη συλλογή δοκιμίων του Σημεία, Εστία, σειρά «Φιλοσοφία», 2005, και, με τον τίτλο «Ο Μπερξόν εν τω γίγνεσθαι», στη συλλογή δοκιμίων του Εγκώμιο της φιλοσοφίας και άλλα δοκίμια, Εκκρεμές, σειρά «Ευμενείς έλεγχοι», 2005.
[3] Βλ. Μ. Μερλώ-Ποντύ, Σημεία, μτφρ. Γιώργος Φαράκλας, ό.π., σ. 296-297.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου