14/5/11

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Η διάρκεια του λυρισμού

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ, Στο τέρμα της πλάνης, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 64

Ολιγογράφος ποιητής, αλλά με εποπτική μεταφραστική δουλειά στη γαλλική ποίηση, ο Χριστόφορος Λιοντάκης καταφέρνει να κινείται μέσα στο χρόνο, τις εποχές και τις «γλώσσες» της ποίησης με χαρακτηριστική άνεση. Ο λόγος του αναπνέει μέσα στην ποίηση, στη λυρική ποίηση, αφήνεται, με μια εκλεκτικιστική νωχέλεια, να παρασυρθεί στα ρεύματά της, επιστρέφοντάς μας την αύρα της.

Η ΠΡΟΘΥΜΗ ΦΩΝΗ

Μόνο γιατί δε σε περίμενα.
Μόνο για την πρόθυμη φωνή σου.
Μόνο γιατί δε θα σε ξαναδώ.

Θα ‘σαι το παρόν του μέλλοντός μου.



Να πώς, μέσα σε ένα τετράστιχο, ανακαλούνται η Πολυδούρη, ο Αναγνωστάκης και ο Εμπειρίκος, σε μια ποιητική που εν τέλει δεν «οφείλει» τίποτα και, κυρίως, παρ’ ότι είναι ούτως ειπείν φιλολογική, δεν φιλολογίζει. Γιατί αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα των ποιημάτων που πηγάζουν ευθέως και εξακολουθητικά από τη διαδρομή της ποίησης, από το ήδη πραγματωμένο έργο, που ανασκαλεύουν και καλλιεργούν δημιουργικά τα γόνιμα εδάφη. 
Πένυ Κωνσταντίνου- Πρόσωπο
Αυτή η λυρική περιπλάνηση του Λιοντάκη εκβάλλει συχνά στην ερωτική θεματολογία, όπου το προσωπικό στοιχείο δοκιμάζεται αλλά και επικυρώνεται αναπόδραστα, ως ανοικτή συνομιλία με τον άλλο. Κι εδώ η προσφυγή στο κλίμα του συμβολισμού, επίσης και στο λεξιλόγιο, κάποτε και στους ρυθμούς των χαμηλόφωνων λυρικών τού καθ’ ημάς Μεσοπολέμου, δημιουργεί την αντίστιξη με τα μεγάλα θέματα της εποχής μας, π.χ. την κλιματική αλλαγή ή την «Ομόνοια των ξένων», φιλοτεχνώντας την εικόνα του μοναχικού ανθρώπου μέσα στον κόσμο, τη φύση και την ιστορία, που αγωνιά για το παρόν και το μέλλον, και γι’ αυτό προσφεύγει στις λέξεις. Στις οικείες λέξεις της ποίησης, στην οικειότητα του κόσμου και των εικόνων του, όταν η ζωή είχε άλλους, πιο ανθρώπινους ρυθμούς. Έτσι, η μετάβαση σε ένα κλίμα μελαγχολικό είναι ίσως αναμενόμενη, όμως και πάλι επικίνδυνη, ικανή να απορροφήσει το σημερινό συναίσθημα στην αναπόληση και την εξιδανίκευση.
Μια θλίψη που δε λέει να πάρει όνομα –
πάντα σκοντάφτει η γλώσσα.
Λόγια που λοιδόρησα και χλεύασα
κι αργότερα μέσα από άλλα στόματα τα αγάπησα.
Στο σημείο αυτό, οι «έξοδοι» που μας δείχνει ο Λιοντάκης οδηγούν στο παρελθόν της γλώσσας, στην ασφάλεια της επικράτειάς της, κατά προτίμηση σε δύο ευδιάκριτες περιοχές: στην πατερική ποιητική γλώσσα και στην αρχαιοελληνική σκέψη. Γιατί η ποίηση είναι πάνω απ’ όλα γλώσσα, κι αυτή με τη σειρά της είναι πρώτα απ’ όλα συνέχεια, μια διαδικασία χωρίς τέλος.
Παραμιλάς, με άλυσσον τους λυγμούς σου συγκρατείς.
Υπνοβατείς, λόγια θολά θυμάσαι.
Αδιάβαστα της ξεραμένης γλώσσας σου τα ιερογλυφικά.
Ανθούς βγάζουν τα μάτια σου.
Στο ανά χείρα βιβλίο, ο Λιοντάκης σκηνοθετεί μια σύνοψη της διαδρομής του, μια αέναη κίνηση με συνεχή φλας μπακ, φιλοτεχνεί μια σκηνοθεσία των ορίων του ποιητή μπροστά στο χάος της αενάως συνεχιζόμενης ποίησης, δίνοντάς μας μια εικόνα εν τέλει αισιόδοξη.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Ό,τι αρνήθηκε να μπει στις λέξεις αυτές
για κάποιους άλλους είναι προορισμένο.
Άλλοι σίγουρα θα διαβάσουν τον κόσμο
καλύτερα από μένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: