ΤΗΣ ΒΙΒΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ-ΠΟΝΣΕ
ΝΙΚΟΣ Δ. ΛΕΥΚΑΔΙΤΗΣ, Αία ψυχή, εκδόσεις Ηλέκτρα, σελ. 446
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΕΚΑΣ, Φετίχ, εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος, σελ. 272
ΕΛΠΙΔΑ Σ, Τα φύλα χωρίς φύλλα, εκδόσεις Τόπος, σελ. 204
O Nίκος Δ. Λευκαδίτης επιστρέφει μετά από έξι περίπου χρόνια από το πρώτο μυθιστόρημά του Ποιος Άγγελος, με το ανά χείρας Αία ψυχή, στο οποίο αποπειράται μέσα από την περιπέτεια της Jeanne, να δημιουργήσει μια τοιχογραφία της Ελλάδας της μεταπολίτευσης.
Πιο γρήγορος στην επανεμφάνισή του ο Βαγγέλης Μπέκας, τρία χρόνια μετά το 13ο υπόγειο, που ήταν επίσης η πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση, μας παρουσιάζει το δεύτερο μυθιστόρημά του Φετίχ, το οποίο, όπως και το πρώτο, ανήκει στην φανταστική λογοτεχνία και έχει επιδιώξεις πολιτικού μυθιστορήματος.
Τέλος, η Ελπίδα Σ, ψυχολόγος, αλλά και πρώην συνοδός κυρίων, έκανε μια έρευνα πεδίου χρησιμοποιώντας τον εαυτό της και κατέληξε σε συμπεράσματα για τις σχέσεις των δύο φύλων, τα οποία καταθέτει στο πρώτο της βιβλίο, που δεν είναι μυθιστόρημα αλλά μια μελέτη που έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα.
Στην Αία ψυχή έχουμε μια δυνατή ιστορία: Η Jeanne πάσχει από αμνησία και επιστρέφει στην Ελλάδα από το εξωτερικό, όταν την ανακαλύπτει η οικογένειά της. Κατόπιν, μπαίνει σε μια διαδικασία αναζήτησης της ταυτότητάς της, συναντώντας τούς ανθρώπους που γνώριζε πριν την αμνησία.
Όπως και στο πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα, έτσι και σε αυτό υπάρχει μια ασάφεια ως προς τον προσανατολισμό του, σίγουρα όμως κατά πολύ διορθωμένη από το Ποιος Άγγελος. H αναζήτηση της Jeanne, εκτός από τις τελευταίες σελίδες, δεν έχει σασπένς. Πολλά πρόσωπα και καταστάσεις κινούνται μάλλον παράλληλα ως προς τον κεντρικό άξονα, την αναζήτηση δηλαδή, και τον πνίγουν. Αν ο συγγραφέας είχε φροντίσει περισσότερο την βασική του ιστορία, τότε μέσα στην αναζήτηση της Jeanne θα μπορούσε να εντάξει οτιδήποτε άλλο θα ήθελε να πει. Τώρα οι απόψεις του για την Ελλάδα της λαμογιάς εισβάλλουν εξωγενώς στην αφήγηση, ενώ συχνά η αφηγηματική φωνή είναι βιαστική, κάποτε και διεκπεραιωτική, με εκφράσεις εξαιρετικά «προφορικές».
Πένυ Κωνσταντίνου- Like a pop idol |
Η περίπτωση του Βαγγέλη Μπέκα είναι σχεδόν η αντίστροφη από αυτή του Λευκαδίτη. Εδώ δεν έχουμε τόσο μια ιστορία, αλλά μια κατάσταση. Όπως και στο πρώτο του μυθιστόρημα, παρακολουθούμε έναν νεαρό άντρα που τον καταδιώκει, ένα εχθρικό και παράλογο περιβάλλον, και στο τέλος καταλήγει σε ένα κόσμο αθωότητας, εδώ σε ένα λαγούμι με παιδιά που παίζουν με βιβλία, ενώ στο πρώτο σε ένα γράμμα-διαθήκη που απευθύνεται σε ένα παιδί για να ζήσει καλύτερα σε έναν καλύτερο κόσμο.
Η δυστοπία και η ευτοπία πάνω στις οποίες θέλει να δημιουργεί ο συγγραφέας χρειάζονται να έχουν έρεισμα σε κάτι σημαντικό που θέλει να καταθέσει. Όταν ο Τζωρτζ Όργουελ έγραφε τη Φάρμα των Ζώων και το 1984 κόμιζε κάτι στην τέχνη. Η Φάρμα ήταν μια αλληγορία για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, μέσα από την οποία μπορούσε να πει απόψεις που δεν μπορούσε να τις πει αλλιώς, με έναν ευθύ τρόπο. Το 1984 μίλησε για πρώτη φορά για την «διπλή σκέψη» και για «τον Μεγάλο Αδελφό», καταστάσεις τις οποίες προέβλεψε ο συγγραφέας μισό σχεδόν αιώνα νωρίτερα.
Το Φετίχ, που θα ήθελε να κινηθεί στην ίδια παράδοση, τι ακριβώς καταθέτει; Αν ο συγγραφέας εμπνευσμένος από την σημερινή κρίση θα ήθελε κάτι να πει για αυτή, δεν νομίζω ότι υπάρχουν στο μυθιστόρημα στοιχεία ικανά να μας συγκινήσουν. Η σύζευξη-αντιδιαστολή όνειρο-εμπορικός ορθολογισμός μοιάζει πολύ αδύναμη. Τι είναι αυτό που μας καίει εμάς σήμερα; να ξαναποκτήσουμε την αθωότητά μας;
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο ότι γίνεται ένας συσχετισμός του ερωτικού φετίχ με το φετίχ της αγοράς. Δεν αρκεί όμως ένας νοηματικός δούρειος ίππος, μια μεταφορά δηλαδή από μόνη της, να μεταφέρει κάτι στον αναγνώστη όταν αυτό δεν υπάρχει. Δεν μπορώ να καταλάβω αν φταίει η έλλειψη βιωμάτων του συγγραφέα ή αυτή η ίδια η ευκολία του με την οποία περνούν αυτές οι εμπειρίες στο χαρτί. Το μόνο που υπάρχει είναι μια προσπάθεια. Ο συγγραφέας έχει όντως βελτιωθεί από το πρώτο του μυθιστόρημα, στο ύφος αλλά και μυθοπλαστικά, αν και δεν υπάρχει μια στιβαρή ιστορία που θα μπορούσε να υποστηρίξει αυτά που θα ήθελε να είχε πει.
Και στην Αία ψυχή και στο Φετίχ, το σεξ αντιμετωπίζεται κυνικά. Στου Λευκαδίτη είναι πιο πληθωρικό, πιο ελεύθερο, στου Μπέκα πιο μοναχικό, αλλά και στις δυο περιπτώσεις είναι τολμηρό. Μοιάζει λες και στις άσχημες και καταπιεστικές κοινωνίες, που τα μυθιστορήματα αυτά περιγράφουν, η λίμπιντο να είναι ένα είδος οξυγόνου που επιτρέπει στους πρωταγωνιστές τους να ανασάνουν - ένα οξυγόνο που καθώς τους διαπερνά μολύνεται, ένα σεξ που αρρωσταίνει.
Στα Φύλα χωρίς φύλλα έχουμε ως προϋπόθεση το πραγματολογικό υλικό ενός τέτοιου σεξ, το οποίο είναι αγοραίο. Η Ελπίδα Σ. έχει, όπως λέει στο βιογραφικό της, πλούσια εμπειρία από αυτό το σεξ. Όπως λέει και η ίδια, γνώρισε τον έρωτα χωρίς τις ψευδαισθήσεις με τις οποίες τον «ντύνουν» οι ερωτευμένοι, είναι δηλαδή σαν να έκανε την έρευνά της σε συνθήκες εργαστηρίου.
Παρά το τολμηρό του εγχειρήματος, τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει δεν είναι τολμηρά. Είναι μάλλον παραδοσιακές κουβέντες που έχουμε ακούσει από παλιές σοφές γυναίκες, τις οποίες βέβαια καλό είναι να τις ξαναθυμόμαστε που και που οι γυναίκες.
Το βιβλίο της Ελπίδας Σ είναι ένα ευχάριστο βιβλίο που διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται. Ο τρόπος που γράφτηκε ωστόσο θα μπορούσε ο ίδιος να αποτελεί το θέμα μιας άλλης μελέτης, σχετικής πιθανώς με το οιδιπόδειο. Η συγγραφέας αναφέρει τον πατέρα της, που χαρακτήρισε τις σπουδές της στην ψυχολογία ως «άψωμη τέχνη», πράγμα που θα μπορούσε κατά έναν τρόπο να την έχει οδηγήσει στο να (του) αποδείξει την ικανότητά της να βγάλει το ψωμί της- διαλέγοντας έναν τρόπο που λειτουργεί ως υπονομευτικό σχόλιο ως προς την πατρική εξουσία. Αυτός ο τρόπος, εκ των υστέρων βέβαια, την φέρνει πάλι πίσω στην ψυχολογία.
Όπως και να έχει, τα ανά χείρας τρία βιβλία παρουσιάζουν ένα ζήτημα μεθόδου. Η μέθοδος της Ελπίδας δεν είναι τα θεωρητικά εργαλεία της επιστήμης της, ενώ οι πλοκές και τα ύφη των δύο μυθιστορημάτων δεν ακολουθούν τις αντίστοιχες πλοκές και ύφη των ειδών που υπηρετούν. Διακρίνουμε μια νατουραλιστική τάση, μια στάση που θα την περιγράφαμε ως «παρατηρώ και γράφω». Έχουμε μάθει από τους μεγάλους ρεαλιστές συγγραφείς μας ότι η μαγεία της γραφής βρίσκεται στο να αναδημιουργεί την κατάσταση που προκάλεσε την έμπνευση. Δεν αρκεί δηλαδή μια μεταφορά ενός κάποιου βιώματος. Μοιάζει λες και στην εποχή μας, παρά τις μεγάλες ελευθερίες, η εμπειρία να έχει γίνει σπάνια, γι’ αυτό και απέκτησε τελικά υπερβολική σημασία. Διψάμε για να ζήσουμε κάτι, και για να το πετύχουμε το περνάμε μέσα από τη γραφή. Υπάρχει μια αντιστροφή: αντί να ζούμε και να δημιουργούμε, τελικά δημιουργούμε για να ζούμε.
Η Βιβή Ζωγράφου-Πόνσε είναι δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου