28/5/11

Ο ηδυσμένος λόγος μιας γρηγορούσας σκέψης

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μέρες του 2004 (Από την όχθη του 2010), εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 61

Γιάννης Κολιός- Εζέν Βαρλέν-
Από τη σειρά Παρισινή Κομούνα
Πριν από έναν περίπου χρόνο, είχα γράψει σε τούτες εδώ τις σελίδες μια σύντομη βιβλιοκριτική για τη δεύτερη έκδοση της συλλογής δοκιμίων του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου Αναφορές. Γράφοντας και πάλι, τώρα για το καινούριο βιβλιαράκι του Μέρες του 2004, καταλαβαίνω πως ελλοχεύει ο «κίνδυνος» να χαρακτηριστώ, από κάποιους, «λυκιαρδοπουλιστής». Ένας χαρακτηρισμός που καθόλου δεν θα με πείραζε, αφού, παρακολουθώντας την πορεία του Λυκιαρδόπουλου από τότε που πρωτοσυναντήθηκα με τα κείμενά του (κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980) μέχρι και σήμερα, μέσα από το ήθος, το ύφος και το περιεχόμενο των –συνήθως λιγοστών, χαμηλόφωνων και σύντομων– γραφών του αναδεικνυόταν για μένα (και θέλω να πιστεύω και για άλλους απ’ τη γενιά μου) η φιγούρα ενός δασκάλου που ποτέ του δεν ζήτησε ούτε μαθητές ούτε εμπορευματική αναγνώριση, σε ένα περιβάλλον δομημένο, σε ένα μεγάλο βαθμό, πάνω στο πλέγμα δημόσιων σχέσεων και αμοιβαίων συναλλαγών και ανταλλαγών. Ύστερα από αυτό, γίνεται σαφές πως όσα στη συνέχεια θα ειπωθούν δεν συνιστούν καμιά, δήθεν ουδέτερη, υπολογιστική και υπολογισμένη βιβλιοκριτική, αλλά μια προσπάθεια να εξηγήσω γιατί, κατά τη γνώμη μου, το μικρό αυτό βιβλιαράκι αξίζει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί.

Τα οκτώ μικρά κείμενα που συγκροτούν το βιβλίο (μαζί με ένα προλογικό κι ένα επιλογικό σημείωμα) δημοσιεύτηκαν σε διάφορα έντυπα από το 2004 ως το 2010 και εστιάζονται «όλα σ’ ένα σύνολο χαρακτηριστικών στιγμών/συμπτωμάτων της ίδιας εκείνης λανθάνουσας αλλά κρίσιμης πραγματικότητας η οποία, προϊόντος του χρόνου, έμελλε να αναδειχτεί στο δυσοίωνα εμβληματικό “σύνδρομο του 2004”». Ζητήματα όπως ο «τόπος και η ουτοπία της πατρίδας και της αριστεράς», ο μωρασμός του άλατος της γης, τουτέστιν των διανοουμένων, η «ιδιωνυμοποίηση» κάθε άποψης που δεν σιτίζεται στο παχνί ενός οικόσιτου και απονευρωμένου «πολιτικού καθωσπρεπισμού» (δραματικά επίκαιρο σήμερα με το σχετικό νομοσχέδιο Καστανίδη), ο Δεκέμβρης του 2008 κ.ά, προσεγγίζονται με έναν καίριο και διεισδυτικό τρόπο, σάμπως να αποξέει κανείς με μια καθαρτήρια στλεγγίδα την ψώρα από τις λέξεις και τις τσίμπλες απ’ τα μάτια.
Δεν θα σταθώ καθόλου σε κάθε κείμενο ξεχωριστά. Απλώς θα προσπαθήσω να δικαιολογήσω εκείνο το «να ξαναδιαβαστεί» που χρησιμοποίησα στο τέλος της πρώτης παραγράφου. Όπως είναι γνωστόν, τα ενθηκευμένα σε κείμενα προϊόντα του λόγου διαφέρουν από άλλα προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας ως προς το ότι δεν κλείνουν τον κύκλο τους και ούτε διαλύονται άπαξ και δια παντός, σε μια μοναδική, ατομική πράξη ανάγνωσης-κατανάλωσης, αλλά μπορούν, εν δυνάμει, να ξαναδιαβαστούν και να ξαναδιαβάζονται, εκλύοντας μια διαφορετική κάθε φορά «αξία χρήσης». Βέβαια, αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Λίγοι, π.χ., και για ειδικούς και συγκεκριμένους σκοπούς, ξαναδιαβάζουν ένα διήγημα ή ένα μυθιστόρημα ή ακόμη ένα δοκίμιο (η ποίηση σίγουρα είναι κάτι διαφορετικό). Πιστεύω, λοιπόν, πως τα δοκίμια του Λυκιαρδόπουλου (και τα παλαιότερα και τα εγκιβωτισμένα σε αυτό το βιβλίο) είναι κείμενα που μπορούν να διαβαστούν και να ξαναδιαβαστούν πολλές φορές. Ένας πρώτος λόγος γι’ αυτό υποθέτω πως είναι ό,τι κάποιος θα ονόμαζε αισθητική και ηθική (ναι, υπάρχει κι αυτή!) της γραφής, καθώς επίσης και η στέρεα ρητορική αρματωσιά των κειμένων. Μια γλώσσα εύπλαστη και ρέουσα, σαφήνεια στη διατύπωση και των πιο σύνθετων συλλογισμών, η αναγκαία πύκνωση και αραίωση (μέσα από τη χρήση, ανάλογα με την περίσταση, μακροπερίοδης ή μικροπερίοδης σύνταξης) συγκροτούν έναν ηδυσμένο λόγο που ποτέ του δεν γίνεται ούτε πομπώδης ούτε ρηχός. Αλλά το πιο σημαντικό, νομίζω, έχει να κάνει με το ότι ο Λυκιαρδόπουλος, γράφοντας αυτό που πιστεύει και πιστεύοντας αυτό που γράφει, κατορθώνει να έρθει σε έναν «προσωποποιημένο διάλογο» με τον αναγνώστη του, δίχως να υποτάσσεται σε «δουλείες» και σε κατά συνθήκην συμβιβασμούς που αφθονούν σε όλους τους σχηματισμούς του λόγου (από τον καθημερινό μέχρι τον ακαδημαϊκό), επιβεβαιώνοντας έτσι μια δική του φράση με την οποία έκλεινε πριν από χρόνια το προλογικό του σημείωμα στη συλλογή δοκιμίων Η «Ρωμιοσύνη» στον Παράδεισο: «Έτσι μιλάω γιατί έτσι είμαι· έτσι είμαι γιατί έτσι μόνο μπορώ να είμαι». Είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο που προσδίδει στη γραφή του Λυκιαρδόπουλου ένα εξαιρετικό καθεστώς αυτογνωσίας, μια γνώση των όρων και των δυνατοτήτων της ομιλίας και μια δραστικότητα (όση, βέβαια, μπορεί να έχει σήμερα ο κριτικός-αναστοχαστικός λόγος σε μια δημόσια λογόσφαιρα αποικιοκρατούμενη από τα μεγάλα και μικρά λατιφούντια της ιδιωτείας, του αγοραίου, της ασημαντότητας ή μιας αριθμολάγνας και αερογεμούς τεχνοκρατολογίας). Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο είναι ενδεικτικό αυτής της αυτογνωσίας: «Αυτά είναι τα ελεεινά δεδομένα: ανίσχυροι γραφιάδες, ταγμένοι στην ηλεκτρονική λογιοσύνη μας, κινδυνεύουμε όλοι μας να γλιστρήσουμε στη ‘γραφικότητα’ όποτε τολμάμε να μιλήσουμε μεγαλόφωνα, να σηκώσουμε το βλέμμα λίγο πιο ψηλά από τον συντεχνιακό μας ορίζοντα και να προσβλέψουμε σε οτιδήποτε υπερβαίνει την κακομοίρικη ή χαριτωμένη κοσμικότητα των ‘δημοσίων’ μας σχέσεων εν απουσία κάθε δημόσιου χώρου».
Δεν θα συνεχίσω παρακάτω. Απλώς, δίνοντας τη συνέχεια του προηγούμενου παραθέματος, θα ξεβγάλω τη γραφή μου ως την έξοδό της με τον επίλογο από ένα κείμενο του βιβλίου (κατά την άποψή μου το καλύτερο κι ένα από τα καλύτερα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια), το «Καταφύγιο της λύπης», το οποίο είναι ταυτόχρονα μία από τις πιο νηφάλιες, ευαίσθητες και βαθειά πολιτικές αναγνώσεις των Δεκεμβριανών του 2008:
«Κι αφού αυτά είναι τα ελεεινά δεδομένα που, εκόντες άκοντες, κληροδοτούμε στα ‘παιδιά μας’, ας τους ευχηθούμε (αν έχουμε καν αυτό δικαίωμα πλέον), ας τους ευχηθούμε στους δικούς τους αγώνες τουλάχιστον δύναμη, γνώση και αγάπη – αλλά προπάντων δύναμη. Γιατί όπως χωρίς την αγάπη και τη γνώση μπορεί να γίνει κανείς θύτης, χωρίς τη δύναμη θα γίνει οπωσδήποτε θύμα – και δεν τους αξίζει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
‘Ούτε το ένα ούτε το άλλο’: Δεν πρόκειται για μια ευχή ‘ουδετερότητας’ ούτε ‘εξαίρεσης’ από την Ιστορία· πρόκειται για το πεισματικά και αεί διεκδικούμενο ‘Παρά ταύτα’ του ποιητή Μάριου Μαρκίδη  –για τη ζωτική αντίσταση στο ζοφερό ‘Διά ταύτα’ κάθε φασιστικού ‘διλήμματος’ το οποίο εκβιάζει τα πράγματα προς τη δική του ‘λύση’: προς την αναίρεση της ανθρώπινης ουσίας είτε δια της επικυριαρχίας επί του ‘άλλου’ είτε δια της αυτοδιαλυτικής υποταγής– είτε, δηλαδή, δια χειρός Ισραήλ είτε μέσα απ’ τα μάταια δάκρυα της κάθε ‘Παλαιστίνης’».
Και για να αντιστρέψω (με έναν βιτγκενστεϊνικό ή αντιβιτγκενστεϊνικό τρόπο) την επιλογική, σαιξπηρική φράση ενός από τα κείμενα του βιβλίου: The silence is the rest...

Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει Θεωρία λογοτεχνίας στο ΠΤΔΕ του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: