ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Αερσίλοφος χώρα, εκδόσεις Το Πέρασμα, σελ. 224
Πένυ Κωνσταντίνου- Εισαγωγή |
Σχετικά με την κειμενικότητα ενός κειμένου, ένα πλήθος ερωτημάτων έχει αναδυθεί και παλαιότερα αλλά προπάντων στη σύγχρονη θεωρία, η οποία αναζητά το κείμενο εντός και συγχρόνως εκτός του κειμένου, δηλαδή στη διαλεκτική σχέση ενός εντός και ενός εκτός που αυτοπροσδιοριζόμενα προσδιορίζουν την ύφανση του κειμένου και το ύφος του, αναστέλλοντας κυρίως την πεποίθηση περί του νοηματικού χαρακτήρα, ο οποίος προϋποτίθετο ως όρος εκ των ων ουκ άνευ κάθε κειμενικής δραστηριότητας. Κατά την αντίληψή μου, το κεφαλαιώδες ερώτημα που τίθεται εδώ είναι: ποιος εν τέλει εποπτεύει τη γραφή τού κειμένου, ποιος ευθύνεται για την επιλογή τού ύφους του και τι δηλώνεται εντός τού κειμένου, που να αφορά τη σχέση του με το εκτός του παρελθόντος του; Η απάντηση στο ερώτημα (ή στα ερωτήματα) έχει δοθεί με ποικίλους τρόπους, από ποικίλες σκοπιές, από διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες.
Ωστόσο, ο κοινός παρονομαστής είναι ένας: το κείμενο εποπτεύεται από τη γλώσσα. Από την εποπτεία αυτή προκύπτει, τόσο η ευθύνη της επιλογής τού ύφους του, όσο και η σχέση του με το εκτός του παρελθόντος του.Μιά συνοπτική έκθεση αυτής της κατάστασης εποπτείας μάς παρέχει ο Roland Barthes. "Ο ορίζοντας της γλώσσας", γράφει, "και το κάθετο του ύφους χαράζουν έτσι για τον συγγραφέα μια φύση, καθώς δεν διαλέγει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η γλώσσα λειτουργεί σαν μια αρνητικότητα, το αρχικό όριο του δυνατού, το ύφος είναι μια αναγκαιότητα, που δένει την ψυχική κατάσταση του συγγραφέα με τη 'γλώσσα' του. Στην πρώτη, βρίσκει την οικειότητα της Ιστορίας, στη δεύτερη, εκείνη του προσωπικού του παρελθόντος. Και στις δύο περιπτώσεις, βέβαια, πρόκειται για μια φύση, δηλαδή για έναν οικείο κατάλογο κινήσεων, όπου η ενέργεια είναι μόνο τελεστικής τάξης και το έργο της είναι άλλοτε να καταγράφει, άλλοτε να μετασχηματίζει, ποτέ όμως να κρίνει ή να σημειοδοτεί μια επιλογή".
Ο ορίζοντας της γλώσσας και το κάθετο του ύφους, όπως τα περιγράφει ο Barthes, φανερώνονται με ένταση στο υπό συζήτηση κείμενο του Κώστα Βούλγαρη. Και φανερώνονται κατά το αρχικό σχέδιο της γλωσσικής εποπτείας, δηλαδή ως λειτουργία και έκθεση της γλώσσας στην οικειότητα της Ιστορίας και στην οικειότητα του προσωπικού παρελθόντος του συγγραφέα. Η γλώσσα του Κώστα Βούλγαρη είναι παρελθοντική και συγχρόνως παροντική. Ή μάλλον είναι παρελθοντική στο βαθμό που είναι παροντική, και παροντική στο βαθμό που είναι παρελθοντική. Έτσι, πράγματι ο συγγραφέας ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν δεν διαλέγει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Συγκροτεί όμως το ύφος του και μέσω αυτού περιγράφει και/ή μετασχηματίζει το παρελθόν, αλλά εξ ίσου και το παρόν, αναλύοντας ψυχικά οικείες κινήσεις και καταλογογραφώντας τις επιπτώσεις αυτών των κινήσεων μέσα στην οικειότητα της ιστορικής διαπόρευσης. Υπό την έννοια αυτή, ο ορίζοντας της γλώσσας διανοίγεται σε μια διαρκώς ανανεούμενη αφήγηση, της οποίας το σπειροειδές τονίζει την εποπτεία της γλώσσας, αλλά και την οικειότητα του ιστορικού και προσωπικού παρελθόντος του συγγραφέα:
«Μακάριος ο ανήρ, άνθρωπος ευλογημένος, επαγγελία ελπίδας. Το βλέμμα του συνέτεινε στον τόνο της ψυχής, η σεμνότης του ανεπιτήδευτη, η ησυχία του λόγου του εναργής, παροιμιώδης η φροντίδα του προς τα μελλούμενα, η καταφρόνηση των ορωμένων και των εφήμερων, η ομοτιμία του προς πάσα γνώμη, είτε από υπέρογκα αξιώματα είτε από ταπεινούς και απορριμμένους προήρχετο. […] Επιβάτης της έξω σοφίας και δι’ αυτής το βάθρο του αύξανε, ώστε και ελληνική και βαρβάρων φιλοσοφία εκ του ύψους ατένιζε, γνωρίζων εκ πείρας το ατελές και ασθενές των δογμάτων αυτών…»
Χρησιμοποίησα τον όρο «το κάθετο του ύφους» του Barthes. Εδώ η καθετότητα του ύφους συμπλέκει το ιστορικό και το προσωπικό παρελθόν, καταγράφοντας αλλά και διά της γραφής παρωδώντας, μετασχηματίζοντας αλλά και διά της γραφής καταλογογραφώντας ένα πλήθος κινήσεων που συσσωρεύονται προς χάριν του ύφους, κατά τρόπον ώστε η γλώσσα να διανοίγεται σε μια πλήρη εποπτεία, όχι βέβαια σημασιοδοτώντας μιαν επιλογή του συγγραφέα, αλλά αντίθετα επιβάλλοντας επάνω του την επιλογή αυτή. Θέλω να πω, ότι η λογοτεχνική πράξη δημιουργεί δι' αυτού του τρόπου μια δευτερογενή Ιστορία, η οποία συγκροτεί τη λογοτεχνική μορφή του κειμένου, καταργώντας πράγματι τον αστικό της "μύθο". Πρόκειται για μια λεξιλογική διάταξη, που απορροφώντας τη γραφή του προτρέπει στη δημιουργία μιας γλώσσας, της οποίας το περιεχόμενο των λέξεων φανερώνεται ως αυτοδύναμος οργανισμός, ενώ ταυτόχρονα εποπτεύεται από το ιδιαίτερο είδος αυτής της γλώσσας και έτσι οδηγεί στη συνθηκολόγηση (συναισθηματική, ψυχική, αλλά και πραγματολογική) της οικειότητας του παρελθόντος με την οικειότητα του παρόντος.
"Εις τον κατ’ εμέ χρόνον συνέβη μεγάλων πολέμων έκρηξις απροσδόκητος, εθνών πολλών μεταναστεύσεις, και πράξεων αδήλων και αλλοπίστων αποβάσεις, και τύχης άτακτος αντιρροπία, γενών καταλύσεις και πόλεων ανδραποδισμοί και μεταβολαί οικητόρων. Επειδή δε αυτά όλα, όσιον δεν είναι έργα μέγιστα και θαύματος άξια να εγκαταλειφθούν άμνηστα και σεσιγημένα, και την συγγραφήν αυτών αποπειρώμαι, μην όλος ο βίος μου εις περιττούς πόνους και μυθολογίας αναλωθεί".
Για να επικαλεστώ και πάλι τον Roland Barthes, "ο συγγραφέας αναγνωρίζει την απέραντη φρεσκάδα του σημερινού κόσμου, αλλά για να την περιγράψει διαθέτει μόνο μια γλώσσα υπέροχη και νεκρή∙ μπρος στο λευκό του χαρτί, τη στιγμή της επιλογής των λέξεων που πρόκειται να δείξουν ανεπιφύλακτα τη θέση του στην Ιστορία και να βεβαιώσουν ότι παραδέχεται τα δεδομένα της, παρατηρεί μια τραγική ανισότητα ανάμεσα σ' αυτό που κάνει και σ' αυτό που βλέπει". Στην Αερσίλοφο χώρα του Κώστα Βούλγαρη, η τραγική ανισότητα βρίσκεται στο παράδοξο της σύγκρουσης του συγγραφέα ανάμεσα στην παρούσα πράξη της γραφής και στην ιστορική του συνείδηση, έτσι ώστε η προσωπική του ιστορία να μην αναλωθεί σε περιττούς πόνους και μυθολογίες. Μέσα από αυτή τη σύγκρουση προκύπτει άλλωστε και ο "αναρχισμός" της γραφής, η "περιφραστική σπουδή", για να χρησιμοποιήσω τον T.S. Eliot, σε μια γλώσσα της αφήγησης παλαιά, όχι όμως νεκρή, ή εν πάση περιπτώσει όχι ανέκκλητα νεκρή, αλλά αντίθετα ετοιμοπόλεμη μέσα στην αρχαιολογία της.
Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει ότι μέσα στο προσωπικό παρελθόν του συγγραφέα, καθώς αυτό εκτυλίσσεται και αναπτύσσεται σε λογοτεχνική γραφή, η Ιστορία, επειδή ακριβώς αποκτά την οικειότητά της, εισβάλλει με μια αποξενωμένη μορφή, διότι η ίδια η πράξη της γραφής μετασχηματίζει το άξενο της Ιστορίας σε οικείο, το αλλότριο του παρελθόντος της σε λέξεις επιλεγμένες από την ψυχική κατάσταση του συγγραφέα τους, και κατά συνέπεια αντί ο συγγραφέας να δείχνει ανεπιφύλακτα τη θέση του στην Ιστορία, την αναδιαρθρώνει, την καταλαγιάζει, την καταλογογραφεί κατά το ύφος της γραφής και εν τέλει ταυτίζει τη γραφή (του) με την Ιστορία. Αυτό, ωστόσο, είναι αναπόφευκτο για τον συγγραφέα και μοιραίο για τη γραφή (του). Η Ιστορία πάντα εκθέτει τον συγγραφέα, όπως ακριβώς η λέξη εκθέτει τη γραφή. Διότι το εύρος της λογοτεχνίας δεν είναι το εύρος της Ιστορίας, και το εύρος της λέξης δεν είναι το εύρος της γραφής. Μια Ιστορία γραμμένη λογοτεχνικά είναι "γλώσσα" της λογοτεχνίας και αυτή η "γλώσσα" εποπτεύει τη λογοτεχνία και ταξινομώντας λεξιλογικά εποπτεύει συγχρόνως και την Ιστορία:
"Όρα στον λόγο μου τώρα, ευγενεστάτη και φιλτάτη ψυχή, ζηλώτρια αποδημίας, ποίον φτωχό τόπο αναπαύσεως σου ετοίμασα και εν τω λόγω το απέριττο εντρύφημα καθυποδεικνύω. Ορθήν εσέ επί κεφαλής την λαμπάδα είχαμε, με πλούσιο φως καταλάμπουσα, και τώρα εσβησμένη αυτήν ανακομίζουμε, ότι σε καπνό και σκόνη το φέγγος διελύθη. Πώς μέσα στο λιμάνι της ελπίδας ναυαγήσαμε; Πού είναι το λαμπρό εκείνο ιστίο; Πού το ασφαλές ημών πηδάλιο, ώστε τις αιρέσεις των τρικυμιών να περιπλέουμε;".
Ξέρουμε πάντως ότι η γλώσσα της λογοτεχνίας καμιά απολύτως σχέση δεν έχει με την επικοινωνιακή συγκρότηση της γλώσσας. Αντίθετα μάλιστα, η γλώσσα της λογοτεχνίας είναι πάντοτε μια πολύτιμη ενδοστρέφεια που επιβάλλει τα μεταξύ των λέξεων κενά σημεία, την ανάγνωση στο διάκενο των λέξεων και την αναστολή της "συνεννόησης", προκειμένου η αμφισημία να προκύπτει αβίαστα ως συνενοχή στην πράξη της γραφής. Η Ιστορία είναι εδώ το άλλοθι της προσωπικής ιστορίας, ο δημιουργικός φραγμός που αποξενώνει την Ιστορία, ίσια ίσια για να την κάνει οικεία και έτσι να ασκήσει τη γοητεία της μέσα στο παρόν και προς χάριν του παρόντος. Έχω τη γνώμη, ότι αυτή ακριβώς είναι η μεγαλύτερη αρετή της γραφής του Κώστα Βούλγαρη, ή τουλάχιστον η αρετή εκείνη που θέτει εν κινήσει τον στροβιλισμό των κειμένων του.
Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου