29/4/11

Ένας πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΗΛΙΑΣ, Ό,τι φέρει η βροχή, εκδόσεις Έψιλον, σελ. 48

Ο τρόπος με τον οποίο περνά κανείς το κατώφλι της λογοτεχνίας, και ειδικότερα της ποίησης, έχει συνήθως βαρύνουσα σημασία, εν πολλοίς προδιαγράφει την πορεία που μέλλει να ακολουθήσει. Γιατί η τέχνη είναι διαδρομή, συνέχεια, σκυτάλη που δίδεται (ή και αποσπάται βιαίως...), είναι πάνω απ’ όλα τέχνη-ιστορία της ίδιας της τέχνης∙ τα ποιήματα μάς μιλούν για το παρελθόν τους, για τη ζωή, το θάνατο και τις επιβιώσεις χιλιάδων ποιημάτων που προηγήθηκαν, για τα λίγα, ελάχιστα, που θα μεταφέρουν τη σκυτάλη, που θα αγωνιστούν στον ίδιο πάντα στίβο του καρυωτακικού «τι να ‘χουμε, τι να ‘χω».

Από τον Βύρωνα Λεοντάρη, λοιπόν, παίρνει τη σκυτάλη ο πρωτοεμφανιζόμενος Αλέξανδρος Μηλιάς, όπως δηλώνει το μότο από στίχους του πρεσβύτερου που προτάσσονται στο βιβλίο:
Αισθητηριακή απομόνωση άπνοια
έκοψα εντός μου με ξυράφια τα ποτάμια

Έσωσα την ψυχή μου – ποιο το νόημα
τι να το κάνω το ξερό ετούτο θρόισμα
Και διά του Λεοντάρη πηγαίνει ευθέως, μετωπικά, στον Καρυωτάκη, με το πρώτο τετράστιχο του εναρκτήριου ποιήματος της συλλογής, ποιήματος που φέρει τον εξόχως δηλωτικό τίτλο «Σκιές»:
Μου ‘φυγε ο στίχος κι είμαι πάλι δίχως άλλον
φίλο που να βαθαίνει τις σχισμές της λύπης,
θρύμματα φύλλα κάτω, χάδι που εκλείπεις
ξανά. Δεν έχω κεφάλι πού να βάλω.
Ποίηση ποιητικής, θα μπορούσε να πει κάποιος, εννοώντας όλη εκείνη, τη γεμάτη πόζα και οίηση κατάχρηση του όρου και του είδους, από μυριάδες απαιδεύτων ποιητών που, έντρομοι, και κυρίως νωχελικοί, ανίκανοι μπροστά στο εκφραστικό αδιέξοδο, ουσιαστικά αδιάφοροι για τα αισθητικά αιτούμενα και την κοινωνική μοίρα της ποίησης, κατέφυγαν σε περισπούδαστες, πλην ανερμάτιστες, δήθεν ποιητικές «σπουδές» επί της τέχνης τους, περιφέροντας απλώς την πόζα του «ποιητή», εκλιπαρώντας λίγη συγκατάβαση.
Όχι, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με εκείνη τη φθορά και την έκπτωση, αλλά με μια ισχυρή και ώριμη ποιητική φωνή, που εισβάλλει στον ποιητικό στίβο με πλήρη επίγνωση της ασημαντότητας όλων αυτών, με συνείδηση του ουσιώδους, έστω και αφανούς μέσα στον ορυμαγδό της τρέχουσας ποίησης των ημερών: «το ξερό ετούτο θρόισμα», όπως το λέει ο Λεοντάρης, ή, μάλλον, ακόμα πιο πέρα, εκεί που το θρόισμα ούτε ως «καταφύγιο που φθονούμε» δεν λειτουργεί πια: «Δεν έχω κεφάλι πού να βάλω».
Λίγες σελίδες μετά, έρχεται το ποίημα «Εγδυνόσουνα», με μότο ένα απόσπασμα από εκείνο το συγκλονιστικό κείμενο του Ρώμου Φιλύρα απ’ το Δρομοκαΐτειο:
Και εγδυνόσουνα. Κι εφτερούγιζαν γύρω σου χιλιάδες έρωτες με μικρά φτερά
Τώρα η οπτική διευρύνεται εντυπωσιακά, δεν έχουμε πια μια ευθεία γραμμή, ανάμεσα σε δύο σημεία αναφοράς, αλλά, με την προσθήκη του τρίτου σημείου, έχουμε πλέον ένα πεδίο ολόκληρο. Αλλά ο νεαρός ποιητής Αλέξανδρος Μηλιάς (γέν. 1982) όχι μόνο παραπέμπει αλλά τολμά και αναμετράται με αυτό το κορυφαίο, στη νεοελληνική γραμματεία, κείμενο του Φιλύρα, κρατώντας μάλιστα το μοτίβο «Και εγδυνόσουνα», γράφοντας το δικό του ποίημα:
Και εγδυνόσουνα.
Στον κομό κρύβονταν κυπαρίσσια
πασχαλιές, αγριόμελο και ολόφωτη η περασμένη
εποχή που σε γνώρισα.
Έφευγες.
Θα ήταν βέβαια εύκολο ο νεαρός ποιητής να ολισθήσει στη νοσταλγική αναπόληση, έστω επιλεκτικών και ακριβών στιγμών του ποιητικού παρελθόντος, όμως είναι εμφανές ότι η ποίησή του, μαζί με όλα τα προηγούμενα, προϋποθέτει εμπεδωμένη και την εμπειρία της «επιστροφής» σε παραδοσιακές φόρμες, όπως αυτή επιχειρήθηκε, αρχίζοντας προ εικοσαετίας, από την τετράδα της «Ανθοδέσμης» (Γκανάς, Καψάλης, Κοροπούλης, Λάγιος). Την προϋποθέτει, λοιπόν, δοκιμάζοντας τον «τύπο» της φόρμας αλλά κρατώντας την αίσθησή της, ακολουθώντας όχι τα «βήματα» του χορού αλλά τον εσώτερο ρυθμό του.
Να δώσω απάντηση σαν συλλογιέμαι και
μην ξέροντας τον λόγο πώς να χρωματίσω,
εν γνώσει μου αποκλίνω από το ίσο;
Ακροβατώντας στον εαυτό μου γνέφω ναι.
Με τέτοιους προγόνους, παίρνοντας τη σκυτάλη από αυτά τα χέρια, με αυτόν τον τρόπο, ο ποιητής περνά το κατώφλι έτοιμος, δίνοντάς μας ένα σημαντικό και ελπιδοφόρο βιβλίο. Ένας ποιητής και ένα βιβλίο, που η μόνη, παρακειμενική σύσταση που μας παρέχουν, είναι η δημοσίευση ενός εκ των ποιημάτων στο περιοδικό «Οροπέδιο», που έχει ως έδρα του το οροπέδιο της Φολόης, εκεί στη μακρινή, αρχέγονη Κάπελη. Ένα ακόμη σημείο αναφοράς, κρίσιμο τώρα που θα σπεύσουν οι συνήθεις οργανωτές ποιητικών συναφισμών, οι καλοθελητές, οι ταξιθέτες, οι αποδελτιωτές, κλπ κλπ. Αυτός όμως το κατώφλι το έχει ήδη περάσει, ακέραιος και πλήρης, φυσικά εν αγνοία τους, από εκεί που δεν κοιτάνε, απ’ την αφύλακτη διάβαση της ποίησης. Ας τον υποδεχθούμε λοιπόν όπως του αρμόζει, όπως δικαιούται, όπως δεσμεύεται με αυτό το βιβλίο∙ ας τον υποδεχθούμε με τους στίχους του Καρυωτάκη για τον Φιλύρα:
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό
κράτησε σκήπτρο και λύρα.

Πένυ Κωνσταντίνου- Χωρίς τίτλο

Δεν υπάρχουν σχόλια: