5/3/11

Ψόγος Νικοτιανής


ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΥ

[...] β. Φύεται δήτα τι χόρτον ανά τας πεδιάδας πλατύφυλλον, παρά μεν τοις πάλαι κλήσεως ουκ ευμοιρήσαν, προς δε των χρωμένων Νικοτιανή κικλησόμενον, όπερ υπό των ανθρώπων φυλλολογούμενον τη αλέα του ηλίου ξηραίνεται, και της ικμάδος διαλυθείσης υπό της θέρμης αύον καθίσταται, και ούτω φακέλλοις διανεμόμενον, ουκ ολίγων χρημάτων πιπράσκεται· παρά δε των ωνησαμένων κατατριβέν σμικρώ δοχείω πηλίνω και επικαμπεί κατατίθεται, όπερ τετρημένον εστίν εφ’ εκατέρα, και τη μεν εισδέχεται  το υπέκκαυμα, τη δε επιμήκη σωλήνα, ος από ξύλου επιτετήδευται, ον τοις χείλεσι περικρατούντες του καιομένου χόρτου δι’ αυτού τον καπνόν ανιμώσι· έτεροι δε δια της ρινός εις τον έξω αέρα τούτον αποφυσώσιν· οι δε εν καπνία (οίον ειπείν) μετριώτεροι σμικρόν εν τω στόματι περικρατήσαντες, αποπέμπουσιν έξω. Αλλά τις αν εξείποι το βδελυγμίας μεστόν τουτί χόρτον οπόσα τοις ανθρώποις λυμαίνεται; Τις αριθμήσειεν όσας ζημίας αποτίκτει τοις χρωμένοις το χείριστον τούτο δηλητήριον; Έδει μεν ουν έδει, ώσπερ ο μύθος εκατόγχειρα τινά μυθωδώς εποιήσατο, ούτω καμοί γλώσσας εκατόν πεφυκέναι, όπως εκφανή ποιήσαιμι την αισχρουργίαν αυτού· από τε γαρ του ονόματος και των ενεργημάτων και σχεδόν ειπείν πάντοθεν ες ψόγον προκαλείται τους θεωμένους.

γ. Και η μεν τούτου κλήσις μονονουχί φωνήν αφείσα, έκτοπόν τινα κότον εμποιείν τοις γευομένοις φησί, καν ες μανιώδη οργήν αναρριπίζειν τους μετερχομένους μεγάλη βοά τη φωνή· η δ’ ενέργεια αυτό μαρτυρεί ουδαμώς αποδείν των δηλητηρίων, μάλλον δε τούτων την βλάβην πολλώ τω μέσω υπερηκοντικός είναι φαίνεται· επείπερ εκείνα μόνα βλάπτει τα σώματα, το δε ου μείον του σώματος διαφθείρει και την διάνοιαν· το μεν σώμα καταιθαλοί και την σύμμετρον αποσκορακίζον υγρότητα κατεσκληκός εργάζεται τούτο, και οίά περ απηνής τύραννος αωρί εκθερίζει το ζην· την δε διάνοιαν των καλών και αγαθών πράξεων ασχολείν διεργάζεται· και το μεν ώσπερ βδέλλα τις εκμυζά και καταρροφεί, την δε εκθηλύνον, βοσκηματώδη ποιεί· το μεν στόμα δυσώδες όζειν εργάζεται, τους δε οδόντας της πίσσης μελαντέρους ποιεί.
δ. Αλλά φέρε δη επικαλέσωμαι μάρτυρα ων αξιώ «την παμμήτορα και πρωτόρριζον πάσης γενέσεως, λέγω δε την ιεράν των όλων φύσιν· αύτη γαρ τα πρώτα πηξάμενη στοιχεία τη προς άλληλα τούτων επικράσει παν εζωογόνησεν έμψυχον»[1], και των εμψύχων εκάστω πεντάδα αισθήσεων εδωρήσατο, και τούτων αύθις εκάστη διωρίσατο την τροφήν προσήκουσαν· και την μεν γην τη ποικιλία των ανθέων και της χλόης οιονεί χρυσοϋφεί ιματίω περιενδύσασα και τοις διαφόροις χροιαίς περιχρώσασα, τον δ’ ουρανόν τοις άστροις, οίά περ στεφάνοις πολυειδέσι, περιστεψαμένη, και τους δύω μεγάλους φωστήρας ωσπερεί οφθαλμούς εν αυτώ πηξαμένη, την τούτων όψιν ηδίστην τρυφήν τοις οφθαλμοίς εδωρήσατο· τας δ’ ενάρθρους φωνάς και το συνομιλείν αλλήλοις τοις ανθρώποις επιδαψιλευσαμένη, ου την τυχούσαν εστίασιν ταις ακοαίς εχαρίσατο· το δ’ ευώδες δωρησαμένη τοις άνθεσι πολυτελή τράπεζαν κατέστρωσε ταις οσφρήσεσι, και τοις παμπληθέσι των δένδρων τους ηδίστους και γλυκυτάτους καρπούς αναφύειν ενσκηψαμένη αρκούσαν τροφήν τη γευστική δυνάμει εδημιούργησε. «Κατ’ αρχάς μεν [ουν] έθ’ ηρωϊκά φρονών ο βίος, οις ενομοθέτησεν η φύσις επειθάρχει, κατά μικρόν δ’ ο χρόνος απ’ εκείνου του μεγέθους εις της ηδονής καταβαίνων τα βάραθρα, ξένας και ποικίλλας οδούς απολαύσεων έτεκε, και οι των ανθρώπων εμβρόντητοι παρηλλαγμένας»[2] παρά φύσιν τρυφάς ταις αισθήσεσιν επενοήσαντο· τη μεν οράσει κωμωδίας και θέατρα και κυμβάλους και σχοινεμβάτας, ορχηστρικάς δε τέχνας και εναρμονίους ωδάς ταις ακοαίς και ταις λοιπαίς [αισθήσεσιν] άλλα μύρια· και τοις μεν άλλοις συγγνώμην απονεμητέον· ποιας γαρ ηδονής απολαύουσιν. Οι δε την κότου γέμουσαν Νικοτιανήν μετερχόμενοι ποίας ουκ άξιοι λοιδορίας και ψόγου, δι’ ενός αισθητού διττάς αισθήσεις ενηδύνειν βουλόμενοι, όσφρησίν τε και γεύσιν, άμφω δε ταύτας τα μέγιστα αίσχιστα λυμαινόμενοι, την μεν τω πικρώ, την γεύσιν, την δε τω δυσώδει, την όσφρησιν, προς δε και τους οφθαλμούς ες τα μάλιστα βλάπτοντες τω ζοφώδει, και μηδέ [τα] παρά πόδας καθοράν παρεώντες, αλλά τυφλώττοντες εκοντί, και ως αληθώς του της εκδεχομένης τους ημαρτικότας κολάσεως δυσχερούς ενταύθα [κάτοχοι] γενόμενοι; Το σκότος γαρ είναι ταύτην πεπίστευται, σκότος δε τούτους περιστοιχίζει και περικυκλοί· τι γαρ άλλο, ειπέ μοι, καπνός, ει μη σκότος αυτόχρημα; Και οι μεν λοιποί των ανθρώπων άρτω και ύδατι άριστον και δείπνον μετρήσειεν [αν], ούτοι δε επιποθούσι Νικοτιανήν μάλλον άρτου και ύδατος· και ημών μεν είτις εις αποδημίαν στέλλοιτο, εάν μεν ευμοιρήση άρτου και ύδατος, κάν τω Διί αγωνίζοιτο, κατ’ Επίκουρον. Οι δε κάν όλας αμάξας άρτων πλουτώσιν, εύχυλον βρώσιν και το σώμα ρωννύουσαν, κάν ευκοιρώσι ποταμών καλλιρόων, αν μόνον χηρεύωσι Νικοτιανής, διαρρήγνυνται. Και δη υπό ταύτης δεδούλωνται, και ωσπερεί μηρίνθω έλκοντι της ρινός, ίδοις αν έωθεν εξανισταμένους αυτούς και ωσπερεί δεινή μανία στρατηγουμένους ένθεν κακείθεν και κυνηγετικώς κυνών δίκην ρινηλατούντας την Νικοτιανήν, όπως εμφορηθώσι και τα έγκατα ασβόλης εμπλήσωσι· και είτις πριν ή γεύσασθαι ταύτης το εωθινόν αυτοίς «χαίρε» προσείποι, ίδοις αν αυτούς καθάπερ λύκους επωρυομένους, και τον προσειπόντα όσαις πλείσταις ύβρεσι πλύνοντας. Κακοδαιμονέστεροι δε και των εγκύων γυναικών φαίνονται· αι μεν γαρ άπαξ λίθους, ή άλλο τι των ατόπων βρωμάτων διώκουσιν, «είτα μετ’ ολίγον εξέπτυσαν και απεστράφησαν». Ούτοι δε διηνεκώς της τοιαύτης δυσωδίας ιμείρονται, και μη έχοντες μονονουχί αποπνίγονται.
ε. Αλλά μη τις βάσκανος μομφήν καταχείτω του λόγου, μηδέ τινα κηλίδα ψεύδους προστριβέτω λέγων, επεί ου καλόν είναι φης το τοιούτο χόρτον, πώς η φύσις τούτο πεποίηκεν; Ουχί γαρ η φύσις εδεδημιουργήκει τούτο, ίνα κατεσθίωσιν άνθρωποι, αλλ’ ίνα τη ποικίλλη της βλάστης χροιά περικαλλύνη και καταφαιδρύνη την γην· και δη πεποίηκεν η φύσις φηγόν, καλήν μεν οράσθαι, ευμήκη δε τω μεγέθει και βρύουσαν πετάλοις και καρποίς, αλλ’ ουδαμώς επείπερ οράσθαι καλή, ήδη και γευόμεθα ταύτης, αλλά κάπροις εις βρώσιν αποκεκλήρωται. Τω δε καλώς επιστήσαντι τα όμματα της διανοίας, Κίμβρων τε και λωποδυτών και παντός ετέρου των αμαρτανώντων ασεβέστεροι αριδήλως οι τοιούτοι φανήσονται· και ο μεν λωποδύτης νυκτός διίων και τοιχορυχών και εμφορών τα αλλότρια κτήματα, του ηλίου υπερκύψαντος και τας ακρωρείας καταυγάζοντος, του αμαρτάνειν αφίσταται και τας αγυιάς ευσχημόνως διαπερά, κάν είπη τις αισχρόν είναι το λωποδυτείν, ξυνομολογεί· οι δε, ούτε νύκτωρ αφιάσι τον σωλήνα του στόματος, προσεπισυνείρουσι δε και επαίνους μακρούς της εαυτών αισχρουργίας και του ψέγοντος όλας αμάξας βλασφημιών καταχέουσιν.
ς. Επεί τοίνυν εκ πολλού του περιόντος ο λόγος την Νικοτιανήν το τε όνομα και τας ενεργείας αισχροτάτην φανότατα καθυπέδειξε, ψυχής και σώματος λυμαντικήν, εικόνα της αιωνίου κολάσεως, τοις μετερχομένοις απηνέστατον τύραννον, τους δε ταύτη χρωμένους θηρίων αγριωτέρους, γυναικών εγκύων μάλλον εγκισσώντας, έσχατον δε, λειστών ασεβεστέρους και λωποδυτών, απεχέσθω πας ο νουν έχων τοιούτου χόρτου δηλητηρίου, και πάντας όση δύναμις της τούτου χρήσεως απειργέτω.


[1] Λουκιανού, Έρωτες, 19.
[2]Λουκιανού, Έρωτες, 20. Το απόσπασμα αυτό, που υμνεί τον έρωτα, είναι αλλαγμένο και προσαρμοσμένο από τον Μαυροκορδάτο για τους σκοπούς του. Το κανονικό κείμενο έχει ως εξής: «κατ’ αρχάς μεν ουν έθ᾽ ηρωϊκά φρονών ο βίος και την γείτονα θεών σέβων αρετήν οις ενομοθέτησεν η φύσις επειθάρχει, και καθ’ ηλικίας μέτρα γυναιξί ζευγνύμενοι γενναίων πατέρες εγίνοντο τέκνων∙ κατά μικρόν δ’ ο χρόνος απ’ εκείνου του μεγέθους ες τα της ηδονής καταβαίνων βάραθρα ξένας οδούς και παρηλλαγμένας απολαύσεων έτεμνεν. είθ’ η πάντα τολμώσα τρυφή την φύσιν αυτήν παρενόμησεν· και τις άρα πρώτος οφθαλμοίς το άρρεν είδεν ως θήλυ, δυοίν θάτερον ή τυραννικώς βιασάμενος ή πείσας πανούργως;».

Δεν υπάρχουν σχόλια: