ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΛΥΝΟΥ
Στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για τους καπνιστές. Το κάπνισμα αρχίζει να απαγορεύεται στις συνεδριάσεις, δηλαδή στους πνεύμονες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην αρχή απαγορεύεται στις επίσημες και μετά και στις ανεπίσημες συνεδριάσεις. Επιτρέπεται μόνο στα κυλικεία και στα γραφεία. Σταδιακά η κατάσταση γίνεται ανυπόφορη για τους καπνιστές. Αρκετοί το κόβουν και καμαρώνουν κιόλας. Αυξάνονται δραματικά οι πρώην καπνιστές, αν και πολλοί απ’ αυτούς γίνονται κρυφοκαπνιστές και τρακαδόροι…
Πλησιάζουμε το 2000. Υπάρχει ήδη το ευρώ για τους 11 ως λογιστικό νόμισμα. Γίνεται στις Βρυξέλλες η πρώτη ιστορική –για τον μικρόκοσμο των Βρυξελλών, βεβαίως– συνάντηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τους κοινωνικούς εταίρους, τα συνδικάτα και την εργοδοσία. Την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκπροσωπεί η διοικητής της ο Ντουΐζενμπεργκ –ο προκάτοχος του σημερινού Τρισέ– και τους κοινωνικούς εταίρους οι μεγάλοι εργατοπατέρες της Ευρώπης και οι εκπρόσωποι της βαριάς ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Στη συνεδρίαση βρίσκομαι κι εγώ στον δεύτερο γύρω του τραπεζιού, δηλαδή χωρίς δικαίωμα λόγου, ως υπηρεσιακός παράγων. Αρχίζει πανηγυρικά η συνεδρίαση και να η μεγάλη έκπληξη: Ο Ντουΐζενμπεργκ, ο σκληρός της νομισματικής σταθερότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, που απειλεί τους εταίρους με αύξηση των επιτοκίων, ανάβει τσιγάρο!. Μόλις τον βλέπω ανάβω αμέσως κι εγώ. Δημιουργείται σύγχυση μέσα στην αίθουσα. Οι κλητήρες και το προσωπικό ασφαλείας αλληλοκοιτάζονται και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Απειθαρχία και ανυπακοή στο υψηλότατο δυνατό επίπεδο που θα έλεγε και η Παπαρήγα... Τελικά, εισέρχεται ένας τύπος με δύο τασάκια και βάζει ένα στον Ντουΐζενμπεργκ και ένα σε μένα. Ο Ντουΐζενμπεργκ τραβάει ακόμα δυο-τρεις ρουφηξιές και το σβήνει. Εγώ καπνίζω σε όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης. Ωραίος ο Ντουΐζενμπεργκ! Ήταν και σοσιαλδημοκράτης. Πέθανε, όμως, το 2003 από ανακοπή καρδιάς ενώ κολυμπούσε σε μια πισίνα...
Το 2004 το τσιγάρο απαγορεύεται σε όλα τα κτίρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν μπορώ πια να καπνίσω στο γραφείο. Καπνίζω στους καμπινέδες, ανοίγω τα παράθυρα, και μου κάνουν συνεχώς παρατηρήσεις. Με απειλούν και με κυρώσεις. Έχω βρει ένα ελληνικό καφενείο δίπλα στο γραφείο και τη βγάζω εκεί όλη σχεδόν την ημέρα. Τσιγάρο και βαρύς γλυκός. Όλοι οι συνάδελφοί μου, προϊστάμενοι και υφιστάμενοι, ξέρουνε ότι εκεί θα με βρουν. Την ίδια εποχή πηγαίνω επίσημη αποστολή στην Άγκυρα εκπροσωπώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο υπουργείο των Εξωτερικών, την Διεύθυνση Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Καπνίζουνε παντού. Και όχι μόνο καπνίζουνε αλλά πίνουνε και βαρύ γλυκό. Οι κλητήρες τρέχουνε συνέχεια με τα τασάκια και, μόλις στάξεις μία φορά τον καπνό, τα αντικαθιστούνε αμέσως. Στα γραφεία των υπουργών υπάρχουνε σε ένα μπολ πέντε-έξι πακέτα τσιγάρα ανοικτά, από τα οποία, όμως, δεν λείπει κανένα τσιγάρο. Όταν ο επισκέπτης πάρει ένα τσιγάρο, μετά την αποχώρησή του όλο το πακέτο αντικαθίσταται γιατί θεωρείται αγένεια να προσφέρει ο υπουργός τσιγάρο από πακέτο που λείπουν τσιγάρα. Εντούτοις, μέσα σε αυτόν το παράδεισο των καπνιστών και μετά από τις συζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις, με έπιασε ξαφνικά μια ανησυχία. Οι Τούρκοι, σκέφτηκα, είναι πολύ δύσκολοι στις προσαρμογές αλλά πολύ δυνατοί στις απαγορεύσεις. Λες να μας την κάνουνε και να αποφασίσουν την απαγόρευση για να δείξουνε ότι είναι Ευρωπαίοι; Τι ήτανε να το σκεφτώ; Σε μερικούς μήνες έγινε και κει η απαγόρευση. Πολύ πιο γρήγορα, δηλαδή από την Ελλάδα...
Όταν μου ανταπέδωσαν την επίσκεψη στις Βρυξέλλες τους υποδέχτηκα στο γραφείο μου. Επικεφαλής ήταν ένας βλοσυρός κεμαλικός διπλωμάτης. Τους καλωσορίζω και τους λέω: «…Μπορώ να σας προσφέρω μόνο γαλλικό καφέ, γιατί εδώ στον «πολιτισμό» δεν έχουμε κουζίνα, ούτε μπρίκι, ούτε καμινέτο. Επίσης, εδώ, όπως θα ξέρετε, δεν μπορούμε να καπνίσουμε…». «…Τα ξέρουμε όλα αυτά…» μου λέει με βλοσυρό ύφος ο κεμαλικός. «…Δεν ερχόμαστε πρώτη φορά στις Βρυξέλλες…». Κάνω πως δεν ακούω και συνεχίζω: «…Έχουμε, όμως και μία άλλη εναλλακτική λύση. Σε εκατό μέτρα από δω υπάρχει ένα ελληνικό καφενείο. Αν θέλετε, μπορούμε να πάμε εκεί να συζητήσουμε, όπου θα μπορούμε και να καπνίσουμε και βεβαίως να σας προσφέρω και ένα καφέ τούρκικο…». Με κοιτάει έκπληκτος. Σκέφτεται προβληματισμένος. Κοιτάει μια εμένα και μια τη συνοδεία του. Στο τέλος αλλάζει ύφος, χαμογελάει και μου λέει. «…Πάμε στο ελληνικό καφενείο. Να καπνίσουμε και να πιούμε και καφέ…» Και συνεχίζει: «…Και αν ο καφές δεν είναι τούρκικος δεν πειράζει. Και ελληνικός να είναι τον πίνουμε…». Σκάσαμε όλοι στα γέλια...
Τελικά, όμως, δεν άντεξα άλλο τους περιορισμούς. Μετά από ένα χρόνο εγκατέλειψα και ένα σχέδιο για μια επίσκεψη για ένα χρόνο στο Χάρβαντ στις ΗΠΑ, όπου τα πράγματα για τους καπνιστές είναι ακόμα πιο δύσκολα, και πήρα πρόωρα τη σύνταξη λέγοντας ότι θέλω να ασχοληθώ με τα εγγόνια μου...
Συμπληρώνω μισό αιώνα καπνιστής. Μεγάλη Πέμπτη ταξιδεύω με τον εγγονό μου με το καραβάκι από την Αίγινα στον Πειραιά. Μπαίνοντας στο λιμάνι, ο μικρός που έχει μάθει να διαβάζει, κάνει εξάσκηση, και διαβάζει ό,τι βλέπει. Διαβάζει τα ονόματα των άλλων καραβιών και τις διαφημιστικές πινακίδες. Ξαφνικά μπήγει μια φωνή: «...Παππού κοίτα! Γράφει ΣΤΡΑΤΟΣ, το όνομα του φίλου μου του Στράτου...». Κοιτάζω, καταλαβαίνω τι συμβαίνει και αρχίζω να του εξηγώ: «...Εντάξει. Μπορεί να γράφει ΣΤΡΑΤΟΣ αλλά δεν είναι το όνομα του φίλου σου. Είναι παλιά η πινακίδα, την έχουν εγκαταλείψει και έχουνε πέσει κάτω τα πρώτα γράμματα. Όταν την έφτιαξαν και ήταν καινούργια έγραφε ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ...». Ο εγγονός στεναχωριέται. Δεν του αρέσει η εξήγηση του παππού. Του την έχω σπάσει που δεν είναι το όνομα του φίλου του. «...Και πού τα ξέρεις εσύ όλα αυτά ρε παππού;...» , μου λέει τσαντισμένος. «...Όλα τα ξέρει ο παππούς...» του απαντάω, και αρχίζω να στρίβω τσιγάρο...
Γιώργος Γλυνός, Μισόν αιώνα καπνιστής, Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, σελ. 24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου