ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
Το γυμνό κορίτσι στην έρημο, ψάχνει σκιά, ψάχνει νερό∙ τα φρυγμένα χείλη σημάδι ήττας, ο ήλιος ανελέητα σαρώνει το κορμί. Δεν ξέρει τι είναι χειρότερο: ο ήλιος ή οι βόμβες του βεδουΐνου που μεταλλάχθηκε σε τύραννο; Ο Σιμούν φτιάχνει οχυρό για να κρυφτεί. Ψευδαίσθηση. Παντού αίμα. Θα κοκκινίσει η έρημος. Το κορίτσι βλέπει μια πινακίδα. 70 μέρες για Τιμπουκτού. Τα καραβάνια, τα αρχαία καραβάνια. Οι δρόμοι της ερήμου, αυτοί που δεν έσφαλαν ποτέ. Το μόνο όπλο της μια γαλλική εφημερίδα. Τυλίγεται μ' αυτήν. Από μακριά ακούγονται κραυγές. Τις φέρνει ο αέρας. Το κορίτσι θέλει να γράψει γι' αυτά που έζησε. Λίγο πριν φύγει από την πόλη, είχε σκεφτεί να πάρει τα απαραίτητα της γραφής. Μα στον δρόμο της φυγής τα πέταξε, όπως πέταξε και τα ρούχα της. Το να γράφεις γι' αυτά που βλέπεις, για τα φρικτά, είναι διαβατήριο θανάτου, μαρτυρία ότι σκέφτεσαι. Η γραφή είναι τεκμήριο ενοχής, της είχε πει ο τελευταίος άνθρωπος που είχε δει. Σκέφτεται πως δεν είναι πια κορίτσι, αλλά έγινε ξαφνικά και γρήγορα γυναίκα. Θέλει να αγαπηθεί εκεί στην έρημο, κάτω από τον καιόμενο ήλιο, γιατί δεν ξέρει πότε θα βρει ειρήνη - μπορεί να βρει θάνατο, μπορεί να βρει αρρώστια. Ο αέρας σταματά. Τίποτε δεν είναι το ίδιο.
Περπατά χιλιόμετρα. Η νύχτα, η κρύα νύχτα, στο βάθος βλέπει φώτα. Ελπίζει. Ό,τι έχει ζήσει είναι στο μυαλό της. Τα φυλάει καλά τα ενθυμήματα. Ξυράφι σκέτο η μνήμη. Θυμάται και ουρλιάζει από την απουσία όσων αγάπησε. Όσων σε μια στιγμή έχασε. Θυμάται τους μακελάρηδες που μπήκαν στο σπίτι της. Τα θυμάται όλα, καρέ-καρέ. Τρέμει από το κρύο και την οδύνη.
Φτάνει στην πόλη. Προσπαθεί να κρύψει τη γύμνια της. Τα παιδιά τη βλέπουν και γελάνε. Οι άντρες τη βλέπουν και στα μάτια τους φαντάζει θεά της ερήμου. Θέλουν να την αγγίξουν. Ο πόλεμος είναι εδώ και μπαίνει ανάμεσα στο κορίτσι και τους άντρες. Ακούγεται ο φρικτός ήχος των αεροπλάνων που κατεβαίνουν για να ξεράσουν μολύβι και θάνατο. Κουρνιάζει στην αυλή ενός σπιτιού. Κλέβει ρούχα απλωμένα και ντύνεται όπως-όπως. Ψάχνει απεγνωσμένα να βρει χαρτί και μολύβι. Φοβάται μην ξεχάσει. Παλεύει να βάλει σε μια σειρά όλα όσα έγιναν τις τελευταίες ημέρες. Ένα αγόρι την πλησιάζει δειλά. Έχει το ίδιο τρομαγμένο βλέμμα. Την ίδια ερημιά. Μιλάνε, ο καθένας λέει την ιστορία του. Την ίδια ιστορία. Απλώς αλλάζουν τα ονόματα και οι τόποι. Κι αυτό αγόρι της ερήμου, που έγινε ξαφνικά άντρας. Κι' αυτό παλεύει να θυμηθεί. Να μην ξεχάσει. Γράφουν μαζί, φράσεις και λέξεις σκορπισμένες, αισθήματα, μίσος, αγάπη, θέλουν να φύγουν. Να πάρουν τις ιστορίες τους και να φύγουν. Να μαζέψουν τα κομμάτια της ύπαρξης και να φύγουν. Ν' αφήσουν την έρημο, να φτάσουν στη θάλασσα, ν' ανέβουν σ' ένα καράβι. Στο μυαλό τους είναι η Ευρώπη. Οι πάνω παραλίες της Μεσογείου. Δεν σκέφτονται καν ότι η Ευρώπη είναι κλειστή. Δεν το ξέρουν. Είναι πολύ μετά αυτή η σκέψη. Τώρα, απλώς θέλουν να φύγουν. Τρέχουν μες στα χαλάσματα, προσπαθούν να αποφύγουν σφαίρες και βόμβες. Ελπίζουν.
Δεν θα φτάσουν ποτέ. Τα κορμιά τους μακελεύτηκαν από μια βόμβα. Ένας σωρός κόκαλα για τα δελτία ειδήσεων. Τα χαρτιά τους σκορπίστηκαν. Ένας δυτικός δημοσιογράφος τα μαζεύει και τα διαβάζει. Γραμμένα στα γαλλικά. Καταλαβαίνει, κι ένα ρίγος διαπερνά το κορμί του. Στην μνήμη τους, είπε μέσα του, θα γράψω αυτό το κομμάτι. Στη μνήμη τους.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου