ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΠΥΛΙΑ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΜΙΝΙΑΤΗΣ, ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ, Χρονικά των Αλώσεων της Θεσσαλονίκης, μτφρ. Χάρης Μεσσής, εισαγωγή-σχόλια Paolo Odorico, εκδόσεις Άγρα, σελ. 358
Τα τρία χρονικά των αλώσεων της Θεσσαλονίκης, το 904, το 1185 και το 1430, από τους Άραβες, τους Νορμανδούς και τους Οθωμανούς αντίστοιχα, εγγράφονται βέβαια σε διαφορετικές συγκυρίες της ιστορίας της πόλης και της εν γένει βυζαντινής ιστορίας, αλλά παρουσιάζουν με σχεδόν κινηματογραφικό ρεαλισμό τη βιωμένη τραγωδία ενός και του αυτού γεγονότος που επαναλήφθηκε: τη βία της άλωσης στην ίδια πόλη.
Πρόκειται για εξαιρετικές πηγές που συνθέτουν σε τρίπτυχο τα στιγμιότυπα των τριών αλώσεων, για μαρτυρίες που παριστούν ζωντανά την πραγματικότητα και το μέγεθος της τραγωδίας, που ιστορούν την καλά κρυμμένη οπτική εκείνων των καιρών, κάτω από τις γραμμές ή τις εικόνες των νεοελληνικών εγχειριδίων δημόσιας ιστορίας και πίσω από τις ιδεολογικές κορώνες. Τα τρία αυτά χρονικά, αυθεντικές πηγές της επιστήμης της ιστορίας που καταπιάνεται με τις διαφορές και τις συγκλίσεις των πολιτισμών, επιτυγχάνουν ως εργαλεία την απογύμνωση του μύθου: μιλώντας για τη δική τους αλήθεια σκιαγραφούν τη γενική συνθήκη.
Στην εν λόγω πρόσφατη έκδοση των κειμένων στα νέα ελληνικά, πληροφορούμαστε πως, παρά τις δηλωμένες βεβαιότητες για την τρισχιλιετή συνέχεια του ελληνισμού στον σημερινό ελλαδικό χώρο, η Θεσσαλονίκη κατελήφθη στις αρχές του 10ου αιώνα από Άραβες, οι οποίοι διέσχιζαν ανενόχλητοι το Αιγαίο και κατείχαν ήδη την Κρήτη.
Δίπλα στις αποτρόπαιες ωμότητες των κατακτητών, που επιχειρούσαν με όλους τους τρόπους να αποσπάσουν και να εμπορευθούν τον ανθρώπινο και τον υλικό πλούτο της πόλης, παρακολουθούμε μηχανορραφίες, δουλικότητα, υπαναχωρήσεις, αλλά και τους «χαριεντισμούς και τις κολακείες» που ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης δικαιολογούσε για τον εαυτό του και καταμαρτυρούσε στους συμπατριώτες του. Τον ακούμε να καταγγέλλει ασταμάτητα «την ολέθρια βασιλεία του Ανδρόνικου Κομνηνού» και τον φυγόμαχο, «αχρείο στρατηγό» της πόλης Δαβίδ Κομνηνό ως αυτουργούς της καταστροφής.
Διαπιστώνουμε, έκπληκτοι, όπως και ο Ιωάννης Αναγνώστης, την κατακτητική πολιτική της παραχώρησης προνομίων που εφάρμοζε ο Μουράτ Β’, κατά τη συνήθεια των προγόνων του και όλων των προηγούμενων μουσουλμάνων ηγετών.
Εν τέλει, μέσα και από τα τρία χρονικά, ζούμε και εμείς τον τρόμο των ανθρώπων που βλέπουν το θάνατο να κυριεύει την πόλη τους, που μηχανεύονται απελπισμένα τεχνάσματα για να ξεφύγουν, ή που, ανήμποροι, πιστοί και ένοχοι για τις αμαρτίες τους, ελπίζουν στην προστασία και τη συγχώρεση της θείας πρόνοιας.
Όμως κατά παράδοξο τρόπο διαπιστώνουμε να λείπουν οι αναφορές στον ηρωικό θάνατο, έτσι όπως τουλάχιστον τον έχουμε συνηθίσει στην νεοελληνική δημώδη πρόσληψη και τη ρητορεία των εθνικών αφηγήσεων. Γιατί –όπως σημειώνει ο Hans-Georg Beck στην Ιστορία της Βυζαντινής Δημώδους Λογοτεχνίας- «ο Βυζαντινός δεν αποφάσιζε εύκολα να θυσιάσει τη ζωή του για κάποιον αυτοκράτορα, και αν χρειαζότανε να πεθάνει για την πατρίδα του, δεν είχε κανείς το δικαίωμα να του ζητήσει να δείξει επιπλέον και ενθουσιασμό. Η συγκινητική του αγάπη για τη επίγεια ζωή τον κάνει να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο του θανάτου όχι με παρατραβηγμένους ηρωισμούς, παρά με ένα αμήχανο παράπονο».
Η προβληματική που συνέχει την εισαγωγή του επιμελητή και σχολιαστή Paolo Odorico, είναι η σύζευξη λογοτεχνίας-ιστορίας και η συμπληρωματικότητα των λειτουργιών που επιτελεί το χρονικό, ως διάβημα δημόσιο και ταυτόχρονα προσωπικό: «Εντούτοις, η ‘κατασκευή της ιστορίας’ τους δεν υπαγορεύτηκε αρχικά από την επιθυμία να διηγηθούν τα γεγονότα. Πρόκειται μάλλον για την επιθυμία να εκφράσουν ένα συναίσθημα... Είναι επίσης ένας τρόπος να κατορθώσουν να μιλήσουν για τη βία μέσα από τις εκδηλώσεις της. Για τους συγγραφείς μας αυτό που προέχει είναι να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους, να μιλήσουν για το μίσος των άλλων, για την ποικιλία των ευθυνών, των ταπεινώσεων και της βίας που έχουν υποστεί. Ποιο άλλο μέσο έκφρασης διαθέτουν στο πλαίσιο της βυζαντινής λογοτεχνίας, από αυτό μιας ιστορικής διήγησης με αυτοβιογραφικά περιγράμματα;... Η ιστορία γίνεται έτσι ο προνομιούχος τόπος της προσωπικής έκφρασης... πρόκειται εδώ για μια χρηστική αντίληψη της λογοτεχνίας που μεταμφιέζεται σε ιστορία για να επιτύχει τους σκοπούς της».
Το χρονικό γίνεται λοιπόν, κατά τον επιμελητή, όχημα για να εκφραστεί δίπλα από το κυρίαρχο ιστορικό γεγονός το συναίσθημα που αναβλύζει από την ψυχή του συγγραφέα. Αλλά επίσης για να κατασκευάσει ο συγγραφέας εκείνο που θέλει να παρουσιάσει ως πραγματικότητα και ως βιωμένο συναίσθημα, εμποτισμένο σε ιδιοτελή κριτήρια και επεξεργασμένο από την πνευματική του σκευή. Έχουμε να κάνουμε εν τέλει με τρεις λόγιες αποτυπώσεις των τριών αλώσεων της Θεσσαλονίκης, παρακολουθούμε ζωντανά τα τρομακτικά συναισθήματα που προκάλεσαν στους συγγραφείς και τους συμπατριώτες τους και παρατηρούμε να εξελίσσεται, άλλοτε με σαφήνεια και άλλοτε συγκαλυμμένη, η ιστόρηση των τεχνασμάτων που επινόησαν οι συγγραφείς για να γλυτώσουν τους εαυτούς τους από το θάνατο, τον πόνο, τη σκλαβιά, την τύψη ή την απειλή της ενοχής...
Είναι όντως πολύ σημαντική η μετατόπιση της παρουσίασης των κειμένων από τον φιλολογικό σχολαστικισμό στην ερμηνεία των λειτουργιών, των προθέσεων και των συναισθημάτων. Εν προκειμένω, τα παραπάνω χρονικά προσφέρουν στην έρευνα πλούσιο πληροφοριακό υλικό. Και η έξοχη ανάλυση των επιδιώξεων των συγγραφέων, που παραθέτει στην εισαγωγή του ο Paolo Odorico, ερμηνεύοντας τις περιγραφές και τα συναισθήματα τους με έναν προσφυώς συνθετικό τρόπο, εγγράφεται στην ανανεωμένη πρακτική της επιστήμης της ιστορίας να εγκαταλείψει την παραθετική ιστόρηση των γεγονότων και την περιχαρακωμένη αυτάρκεια των δεδομένων.
Αρκεί, όμως, μέσα στη νέα ιστοριογραφική συνθήκη, ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας και η αποδέσμευση του συναισθήματος για να χαρακτηρίσουμε μια ιστορική αφήγηση λογοτεχνική, ή μήπως πρόκειται από δω και πέρα να χαρακτηρίζουμε κάθε ιστορική αφήγηση ως οιονεί λογοτεχνική;
«Λοιπόν, ιστορία; Σίγουρα ναι, –βεβαιώνει ο επιμελητής- αλλά ταυτόχρονα και λογοτεχνία, όπως επίσης και λογοτεχνία και ταυτόχρονα όργανο πειθούς. Στο Βυζάντιο, όσα διακυβεύονται στην κοινωνική ζωή δεν λαμβάνουν χώρα πια στα δικαστήρια και τις συγκεντρώσεις του λαού, όπως συνέβαινε στην Αρχαιότητα, αλλά μέσα στα βιβλία και στις διηγήσεις οι οποίες οφείλουν να χρησιμεύουν για να προκαλούν συγκίνηση, να λειτουργούν ως μέσα άμυνας και κατηγορίας. Η ρητορική τέχνη παρέχει σε αυτή τη λογοτεχνία τα μέσα να χρησιμοποιήσει τις φόρμες της παραδοσιακής ιστοριογραφίας, επιτρέπει να μιλήσει γι’ αυτό που δεν θα μπορούσε κανείς να το εκφράσει διαφορετικά: τη βία που υφίσταται κάποιος, αλλά επίσης και τη βία που χρησιμοποιεί για να αντεπιτεθεί».
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω αποσπάσματα θα θεωρήσουμε πως η φόρμα της ρητορείας και η έκφραση του καταπιεσμένου συναισθήματος αρκούν για να ορίσουμε ένα λογοτεχνικό είδος; Και αν προβοκατόρικα γενικεύσουμε την εν λόγω παραδοχή, μήπως τότε θα πρέπει να αποδεχθούμε ως λογοτεχνικά προϊόντα τα λαϊκά τραγούδια και τους πολιτικούς λόγους όλων των εποχών; Και εν τέλει, θα περιορίσουμε τη δημόσια έκφραση των βυζαντινών στις λόγιες «κατασκευές» των γραπτών αφηγήσεων και θα χαρίσουμε τον βαθύ και εκλεπτυσμένο συναισθηματισμό του ορθόδοξου τυπικού και της υμνογραφίας σε μια απολύτως εγκεφαλική θεολογία;
Πρόκειται για εξαιρετικές πηγές που συνθέτουν σε τρίπτυχο τα στιγμιότυπα των τριών αλώσεων, για μαρτυρίες που παριστούν ζωντανά την πραγματικότητα και το μέγεθος της τραγωδίας, που ιστορούν την καλά κρυμμένη οπτική εκείνων των καιρών, κάτω από τις γραμμές ή τις εικόνες των νεοελληνικών εγχειριδίων δημόσιας ιστορίας και πίσω από τις ιδεολογικές κορώνες. Τα τρία αυτά χρονικά, αυθεντικές πηγές της επιστήμης της ιστορίας που καταπιάνεται με τις διαφορές και τις συγκλίσεις των πολιτισμών, επιτυγχάνουν ως εργαλεία την απογύμνωση του μύθου: μιλώντας για τη δική τους αλήθεια σκιαγραφούν τη γενική συνθήκη.
Στην εν λόγω πρόσφατη έκδοση των κειμένων στα νέα ελληνικά, πληροφορούμαστε πως, παρά τις δηλωμένες βεβαιότητες για την τρισχιλιετή συνέχεια του ελληνισμού στον σημερινό ελλαδικό χώρο, η Θεσσαλονίκη κατελήφθη στις αρχές του 10ου αιώνα από Άραβες, οι οποίοι διέσχιζαν ανενόχλητοι το Αιγαίο και κατείχαν ήδη την Κρήτη.
Δίπλα στις αποτρόπαιες ωμότητες των κατακτητών, που επιχειρούσαν με όλους τους τρόπους να αποσπάσουν και να εμπορευθούν τον ανθρώπινο και τον υλικό πλούτο της πόλης, παρακολουθούμε μηχανορραφίες, δουλικότητα, υπαναχωρήσεις, αλλά και τους «χαριεντισμούς και τις κολακείες» που ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης δικαιολογούσε για τον εαυτό του και καταμαρτυρούσε στους συμπατριώτες του. Τον ακούμε να καταγγέλλει ασταμάτητα «την ολέθρια βασιλεία του Ανδρόνικου Κομνηνού» και τον φυγόμαχο, «αχρείο στρατηγό» της πόλης Δαβίδ Κομνηνό ως αυτουργούς της καταστροφής.
Διαπιστώνουμε, έκπληκτοι, όπως και ο Ιωάννης Αναγνώστης, την κατακτητική πολιτική της παραχώρησης προνομίων που εφάρμοζε ο Μουράτ Β’, κατά τη συνήθεια των προγόνων του και όλων των προηγούμενων μουσουλμάνων ηγετών.
Εν τέλει, μέσα και από τα τρία χρονικά, ζούμε και εμείς τον τρόμο των ανθρώπων που βλέπουν το θάνατο να κυριεύει την πόλη τους, που μηχανεύονται απελπισμένα τεχνάσματα για να ξεφύγουν, ή που, ανήμποροι, πιστοί και ένοχοι για τις αμαρτίες τους, ελπίζουν στην προστασία και τη συγχώρεση της θείας πρόνοιας.
Όμως κατά παράδοξο τρόπο διαπιστώνουμε να λείπουν οι αναφορές στον ηρωικό θάνατο, έτσι όπως τουλάχιστον τον έχουμε συνηθίσει στην νεοελληνική δημώδη πρόσληψη και τη ρητορεία των εθνικών αφηγήσεων. Γιατί –όπως σημειώνει ο Hans-Georg Beck στην Ιστορία της Βυζαντινής Δημώδους Λογοτεχνίας- «ο Βυζαντινός δεν αποφάσιζε εύκολα να θυσιάσει τη ζωή του για κάποιον αυτοκράτορα, και αν χρειαζότανε να πεθάνει για την πατρίδα του, δεν είχε κανείς το δικαίωμα να του ζητήσει να δείξει επιπλέον και ενθουσιασμό. Η συγκινητική του αγάπη για τη επίγεια ζωή τον κάνει να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο του θανάτου όχι με παρατραβηγμένους ηρωισμούς, παρά με ένα αμήχανο παράπονο».
Η προβληματική που συνέχει την εισαγωγή του επιμελητή και σχολιαστή Paolo Odorico, είναι η σύζευξη λογοτεχνίας-ιστορίας και η συμπληρωματικότητα των λειτουργιών που επιτελεί το χρονικό, ως διάβημα δημόσιο και ταυτόχρονα προσωπικό: «Εντούτοις, η ‘κατασκευή της ιστορίας’ τους δεν υπαγορεύτηκε αρχικά από την επιθυμία να διηγηθούν τα γεγονότα. Πρόκειται μάλλον για την επιθυμία να εκφράσουν ένα συναίσθημα... Είναι επίσης ένας τρόπος να κατορθώσουν να μιλήσουν για τη βία μέσα από τις εκδηλώσεις της. Για τους συγγραφείς μας αυτό που προέχει είναι να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους, να μιλήσουν για το μίσος των άλλων, για την ποικιλία των ευθυνών, των ταπεινώσεων και της βίας που έχουν υποστεί. Ποιο άλλο μέσο έκφρασης διαθέτουν στο πλαίσιο της βυζαντινής λογοτεχνίας, από αυτό μιας ιστορικής διήγησης με αυτοβιογραφικά περιγράμματα;... Η ιστορία γίνεται έτσι ο προνομιούχος τόπος της προσωπικής έκφρασης... πρόκειται εδώ για μια χρηστική αντίληψη της λογοτεχνίας που μεταμφιέζεται σε ιστορία για να επιτύχει τους σκοπούς της».
Το χρονικό γίνεται λοιπόν, κατά τον επιμελητή, όχημα για να εκφραστεί δίπλα από το κυρίαρχο ιστορικό γεγονός το συναίσθημα που αναβλύζει από την ψυχή του συγγραφέα. Αλλά επίσης για να κατασκευάσει ο συγγραφέας εκείνο που θέλει να παρουσιάσει ως πραγματικότητα και ως βιωμένο συναίσθημα, εμποτισμένο σε ιδιοτελή κριτήρια και επεξεργασμένο από την πνευματική του σκευή. Έχουμε να κάνουμε εν τέλει με τρεις λόγιες αποτυπώσεις των τριών αλώσεων της Θεσσαλονίκης, παρακολουθούμε ζωντανά τα τρομακτικά συναισθήματα που προκάλεσαν στους συγγραφείς και τους συμπατριώτες τους και παρατηρούμε να εξελίσσεται, άλλοτε με σαφήνεια και άλλοτε συγκαλυμμένη, η ιστόρηση των τεχνασμάτων που επινόησαν οι συγγραφείς για να γλυτώσουν τους εαυτούς τους από το θάνατο, τον πόνο, τη σκλαβιά, την τύψη ή την απειλή της ενοχής...
Είναι όντως πολύ σημαντική η μετατόπιση της παρουσίασης των κειμένων από τον φιλολογικό σχολαστικισμό στην ερμηνεία των λειτουργιών, των προθέσεων και των συναισθημάτων. Εν προκειμένω, τα παραπάνω χρονικά προσφέρουν στην έρευνα πλούσιο πληροφοριακό υλικό. Και η έξοχη ανάλυση των επιδιώξεων των συγγραφέων, που παραθέτει στην εισαγωγή του ο Paolo Odorico, ερμηνεύοντας τις περιγραφές και τα συναισθήματα τους με έναν προσφυώς συνθετικό τρόπο, εγγράφεται στην ανανεωμένη πρακτική της επιστήμης της ιστορίας να εγκαταλείψει την παραθετική ιστόρηση των γεγονότων και την περιχαρακωμένη αυτάρκεια των δεδομένων.
Αρκεί, όμως, μέσα στη νέα ιστοριογραφική συνθήκη, ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας και η αποδέσμευση του συναισθήματος για να χαρακτηρίσουμε μια ιστορική αφήγηση λογοτεχνική, ή μήπως πρόκειται από δω και πέρα να χαρακτηρίζουμε κάθε ιστορική αφήγηση ως οιονεί λογοτεχνική;
«Λοιπόν, ιστορία; Σίγουρα ναι, –βεβαιώνει ο επιμελητής- αλλά ταυτόχρονα και λογοτεχνία, όπως επίσης και λογοτεχνία και ταυτόχρονα όργανο πειθούς. Στο Βυζάντιο, όσα διακυβεύονται στην κοινωνική ζωή δεν λαμβάνουν χώρα πια στα δικαστήρια και τις συγκεντρώσεις του λαού, όπως συνέβαινε στην Αρχαιότητα, αλλά μέσα στα βιβλία και στις διηγήσεις οι οποίες οφείλουν να χρησιμεύουν για να προκαλούν συγκίνηση, να λειτουργούν ως μέσα άμυνας και κατηγορίας. Η ρητορική τέχνη παρέχει σε αυτή τη λογοτεχνία τα μέσα να χρησιμοποιήσει τις φόρμες της παραδοσιακής ιστοριογραφίας, επιτρέπει να μιλήσει γι’ αυτό που δεν θα μπορούσε κανείς να το εκφράσει διαφορετικά: τη βία που υφίσταται κάποιος, αλλά επίσης και τη βία που χρησιμοποιεί για να αντεπιτεθεί».
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω αποσπάσματα θα θεωρήσουμε πως η φόρμα της ρητορείας και η έκφραση του καταπιεσμένου συναισθήματος αρκούν για να ορίσουμε ένα λογοτεχνικό είδος; Και αν προβοκατόρικα γενικεύσουμε την εν λόγω παραδοχή, μήπως τότε θα πρέπει να αποδεχθούμε ως λογοτεχνικά προϊόντα τα λαϊκά τραγούδια και τους πολιτικούς λόγους όλων των εποχών; Και εν τέλει, θα περιορίσουμε τη δημόσια έκφραση των βυζαντινών στις λόγιες «κατασκευές» των γραπτών αφηγήσεων και θα χαρίσουμε τον βαθύ και εκλεπτυσμένο συναισθηματισμό του ορθόδοξου τυπικού και της υμνογραφίας σε μια απολύτως εγκεφαλική θεολογία;
«Κάποια στιγμή μερικοί βάρβαροι, πιο τολμηροί και πιο θρασείς από τους υπόλοιπους, αποσπάσθηκαν από τους συντρόφους τους και, αφήνοντας το πλοίο τους, ρίχτηκαν στη θάλασσα μεταφέροντας μαζί τους μια ξύλινη σκάλα. Την έσερναν στα νερά με σκοπό να την χρησιμοποιήσουν για να ανέβουν στα τείχη αδιαφορώντας για τα βέλη που κατευθύνονταn από εκεί εναντίον τους. Ώσπου να πλησιάσουν στο τείχος, κάλυπταν το σώμα τους μέσα στο νερό, κολυμπούσαν και προστάτευαν τα κεφάλια τους με ασπίδες. Όταν έφτασαν κοντά, βγήκαν από το νερό και έδειξαν αξιοθαύμαστο κουράγιο, αποκρούοντας τα βέλη με το να κρατούν τις ασπίδες πάνω από τα κεφάλια τους. Πολύ γρήγορα τοποθέτησαν τη σκάλα στο τείχος και προσπάθησαν να ανέβουν και να εισχωρήσουν στην πόλη. Αλλά ο θάνατος ήταν πιο γρήγορος από το σχέδιό τους».
Ιωάννης Καμινιάτης
«Στην περίπτωση της ιστορικής συγγραφής, [ο συγγραφέας] γράφοντας χωρίς να έχει προσωπική εμπλοκή στα γεγονότα, άλλοτε θα θεολογήσει, άλλοτε θα παρεμβάλλει λόγους για τη φύση ή θα στολίσει τη φράση στοχεύοντας κυρίως στην καλλιέπεια, θα παρουσιάσει επίσης τον γεωγραφικό χώρο, θα ομορφύνει την διήγησή του με την παρεμβολή ρητορικών εκφράσεων και γράφοντας, γενικά, χωρίς εμπάθεια, θα κατευθύνει τη διήγηση με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή να προκαλεί ευχαρίστηση στον ακροατή. Δεν θα αποφύγει βέβαια να προβεί και σε λογικές υποθέσεις με την πεποίθηση ότι μπορεί μη όντας μάρτυρας των οδυνηρών γεγονότων που εξιστορεί και μη επηρεαζόμενος από αυτά, να τα εκθέσει όπως ακριβώς συνέβησαν. Αυτός είναι ο τρόπος εργασίας του συγγραφέα ιστορικής διήγησης. Εκείνος όμως που συντάσσει χρονικό και έχει άμεση συμμετοχή στα οδυνηρά γεγονότα μπορεί βέβαια να μιλήσεις για όλα τα παραπάνω, αλλά σε μικρότερη έκταση απ’ ό,τι ο συγγραφέας ιστορικής αφήγησης. Του επιτρέπεται βέβαια να πλειοδοτήσει σε συναισθηματικές εξάρσεις, ανάλογα βέβαια με την ιδιοσυγκρασία του».
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
«Καθώς ετοιμαζόμασταν να πολεμήσουμε και να ανδραγαθήσουμε απέναντι στον εχθρό, ο Μουράτ προέβη σε μια ενέργεια που δεν την περιμέναμε. Όλοι μας σκεφτόμαστε, βλέποντας ένα τόσο μεγάλο και βαρειά εξοπλισμένο στράτευμα και τόσες πολιορκητικές μηχανές, που καθημερινά μεταφέρονταν από πλήθος καμήλες και αμάξια, ότι ο Μουράτ μόλις έφτανε θα επετίθετο αμέσως με μανία εναντίον μας και θα διέταζε από τη μια να χτυπηθεί το τείχος με τεχνητή καταιγίδα από πέτρες και από την άλλη να εμποδίζονται με τη ρίψη βελών οι υπερασπιστές του να στέκονται στις επάλξεις και να χρησιμοποιηθεί, τέλος, κάθε τέχνασμα για να καταλειφθεί η πόλη. Αυτός όμως δεν έκανε τίποτε από αυτά. Δεν ανέλαβε για λίγο διάστημα δράση, επιθεώρησε ολόγυρα την πόλη και έστειλε πάλι κήρυκες να μας υποσχεθούν ένορκα την ελευθερία και κάποια άλλα προνόμια, αν ακούγαμε ευνοϊκά τις προτάσεις του και παραδίδαμε την πόλη. Τέλος, μας προειδοποιούσε με τα αντίθετα και εκτόξευε ακόμη πιο φοβερές απειλές, αν δεν αποδεχόμασταν τις προτάσεις του».
Ιωάννης Αναγνώστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου