25/3/11

Γιάννη, Γιάννη, Μακρυγιάννη

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ

Πριν το χάραμα, ξεκίνησα για το σπίτι του. Κατέβαινα απ’ τ’ Αναφιώτικα, κι ακόμη η πόλη βούλιαζε στη νύχτα. Στη δροσιά του Απρίλη, ήθελα ν’ ανοίξω τα χέρια να πετάξω, να φύγω απ’ όλα. Κάτι τέτοια του έλεγα  και με θεωρούσε αλαφροΐσκιωτο, που ο Θεός έβαλε δίπλα του για να τον δοκιμάζει. Ήμασταν αδελφοποιτοί. Μ’ έσωζε, τον έσωζα. Ζωές χρωστάγαμε.
Απ’ το κατώφλι του είδα το βράχο, κόντρα στο φως του ολόγιομου φεγγαριού. Πιο μαύρος από ποτέ· βόγκαγε σκοτάδι. Μόνο, ψηλά, οι κολώνες του Παρθενώνα φέγγριζαν φως.
Τον βρήκα στα στρωσίδια. Πρόσωπο κερί σβηστό, μαλλιά, μουστάκια, γένια μακριά, ξασμένο χιόνι. Τι κάνεις, είπα πειραχτικά, Γιάννη Τριανταφύλλου· μου χαμογέλασε αχνά, ψόφο δεν έχω, Γιώργη.

Βούρκωσα, σπάνια έλεγε τ’ όνομά μου. Όλο Γιούδα Ισκαριώτη, με φώναζε, επειδή σκεφτόμουν σαν όλους τους γραμματιζούμενους και του πήγαινα κόντρα. Ούτε γιατρό ούτε φίλο του.
Από το παράθυρο ξεχώριζε αχνά ο Σερπετζές, το ρωμαϊκό θέατρο του Ηρώδη, όπου κόντεψε να χαθεί για τα καλά. Το σπαθί του Τούρκου τον βρήκε, τρεις ή τέσσερις φορές, στο ξερό του κεφάλι. Γούβα έκανε το καύκαλό του.
«μπήκε του φεσιού το μπάλωμα, στα κόκαλα στην πέτσα του μυαλού…»
Κατρακύλησε στο χαντάκι της ντάπιας· πλημμυρισμένον στο αίμα –πάταγαν επάνω του–, τον έσυρα σε μια ζωή που ακόμη, λέει, μου χρωστάει.
Τελευταία, στις 20 Απρίλη 1869, τον έκαναν αντιστράτηγο. Μετά αρρώστησε. Κάθομαι δίπλα του καθημερνά. Από αχάραγα, μέχρι να μη με βαστάν τα πόδια μου. Είμαι και μεγαλύτερος. Τα γιατρικά μου, ανώφελα. Του σκουπίζω τον ιδρώτα, πιάνουμε κουβέντα. Ωραία κουβέντα δηλαδή· δυο που κουβεντιάζουν ή διαφωνούν χωρίς ειρμό και χρόνο. Το χτες, το σήμερα, οι άνθρωποι, οι άγιοί του, ο Θεός του πάνω απ’ όλα. Μιλάει, παραμιλάει, καταλαβαίνει, με κοροϊδεύει; Αλλά, κι εγώ κάποια του λέω, κάποια τα σκέφτομαι.
Σηκώνει τα κοκαλιάρικα δάχτυλα, ασπρίζουν οι κόμποι, και μου δείχνει, έξω από το άλλο παράθυρο. Χαράζει. Στο βάθος, μπορεί η θάλασσα· αχλή ο ορίζοντας της πατρίδας.
Χαλάλι τα ’καμα όλα, Γιώργη, όλα για τον ξεσηκωμό, λέει, και με διαολίζει. Πόσο καθαρός ήταν ο ξεσηκωμός; Ένας χρόνος όλος κι όλος. Κι από το επόμενο έτος, οι Εμφύλιοι. Κι εσύ τι έκανες, Γιάννη; Πήγες κι έγινες μπροστάρης των κυβερνητικών, του Κουντουριώτη, ενάντια στους αντάρτες καπεταναίους. Κι όταν δεν μπόρεσες να τους κάνεις καλά, έφερες από την Αθήνα τον Γκούρα και άλλους. Τον Γκούρα, που τον έφτυνες δυο χρόνια πριν, γιατί έκλεβε και σώρευε το χρήμα, όταν εσύ το δικό σου το μοίραζες στον αγώνα. Και τους τσακίσατε τους αντάρτες, στη Δαλαμανάρα, το Μάη του ’24, λέω. Γι’ αυτό ο Κουντουριώτης σ’ έκανε αρχιστράτηγο. Ναι…
Και σ’ έφαγαν οι τύψεις μετά, Γιάννη. Και βάλθηκες, τριαντατριών χρονών, να μάθεις γραφή, κολλυβογραφή δηλαδή. Γιατί, ξύπνιος ήσουνα, ήξερες πως τα γραφτά μένουν. Έφταιγα κι εγώ βέβαια. Τόσα χρόνια σου διάβαζα βιβλία, βυζαντινά, ρωμέικα, ακόμα και αρχαία, αντιγραμμένα από καλογέρους. Έβλεπες ζωγραφιές, τις ζήλευες. Εγώ σου έφερα τις λαϊκές φυλλάδες, που γράφαν για το μεγάλο του γένους –ανύπαρκτο– βασιλιά Ιωάννη, που θα ανάσταινε, τάχα, την αυτοκρατορία του δικέφαλου αετού. Κι έτσι, πέντε χρόνια μετά, από τότε που μπήκες μπροστάρης στον Εμφύλιο, σου ’ρθε η ιδέα να γράψεις. Για μένα, είναι σα να ζητάς συγνώμη, Γιάννη, όταν εσύ ο ίδιος λες για τα γεγονότα του αλληλοσπαραγμού:
«Γράφοντας αυτά τα αίτια και τις περίστασες, οπού φέραμεν τον όλεθρον της πατρίδας μας όλοι μας, τότε ως έχοντας και εγώ μερίδιον εις αυτείνη την πατρίδα και κοινωνία,» […] «…δεν ήξερε κανείς τι να κάμει. Ήμουν άμαθος από τέτοια…» […] «Μούτζες και στρούτζες να ’χουν και το ‘να και τ’ άλλο μέρος.»
Κι αφού ήσουν άμαθος, γιατί πήγαινες πότε με το ’να και πότε με τ’ άλλο μέρος;
Τι με κοιτάς και γουρλώνεις τα μάτια; Ακούς, καταλαβαίνεις; Μιλάς! Ναι, κι αυτό εσύ το είπες! «αξία έχει το εμείς, όχι το εγώ». Σωστό. Κι όλα τα λεφτά σου τα ξόδεψες στον ξεσηκωμό. Σωστό. Ότι πολέμησες σε όλες τις κρίσιμες μάχες. Σωστό. Αλλά, μια ζωή, παρμένος ήσουνα με το μεγάλο βασιλιά, το Θεό. Βασιλιά – Θεό ήθελες, όταν καλοδεχόσουν τον Όθωνα.
Μια ζωή, περισσότερο μιλούσες με τους αγίους, παρά με τους ανθρώπους. Κι όταν σε κυνήγησε ο Όθωνας, έκατσες και έγραψες, στον ίδιο το Θεό!, προσωπικά, εσύ…:
«Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις [...]. Και να σκούζω νύχτα και μέρα από τις πληγές μου. Και να βλέπω τη δυστυχισμένη μου φαμίλια και τα παιδιά μου[...]. Και έξι μήνες φυλακωμένος σε δυο αδρασκελιές κάμαρη. Και γιατρό να μη βλέπομε, ούτε ν’αφήνουν κανένα να πλησιάσει να μας ιδεί. [...]. Όλοι θέλουν να χαθούμε. Μας κάνονν ανάκρισες ολωνών, κατ’ οίκον έρευνα σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου [...].»
Απότομα, το δεξί του πόδι τρέμει και μένει σε σπασμό. Με νιώθει που σηκώνομαι να τον σκεπάσω· σωπαίνει.
Έξω, το πρώτο φως της αυγής φέγγει σα δεύτερο φεγγάρι· μια ορφανή γραμμή στον τοίχο της κάμαρας. Σβήνω το κερί. Κλείνει τα μάτια. Πολλές φορές έκανε τον πεθαμένο και γλίτωσε. Μπορεί και τώρα…
…Σ’ έφαγε το συναίσθημα, Γιάννη. Ή ποιητής ή πολέμαρχος. Και τα δυο μαζί γέννησαν εσένα. Άνθρωπος που μπλέκει σε πόλεμο και πολιτικές, δεν μπορεί να κουβαλάει –χελώνα το καβούκι της–, τόσο συναίσθημα και κουβεντολόι με το Θεό.
Ναι, σ’ ακούω, σ’ ακούω… Ποτέ δεν ξέχασες εκείνο τον ξυλοδαρμό, στα δεκατέσσερά σου, στην Άρτα, το 1811. Στο πανηγύρι του Α’γιαννιού, όπου τσάκισες το καριοφίλι του αδερφού του Θανάση Λιδωρίκη. Κι ο αδερφός του Λιδωρίκη σε σάπισε στο ξύλο, σε ξευτέλισε μπροστά σε όλους! Θεώρησες πως ό,τι έγινε, έγινε στο «σπίτι» του Άη Γιάννη, ένεκα το πανηγύρι. Πήγες στην εκκλησία του και με κλάματα γοερά, ορκίστηκες στον άγιο, έταξες να του πας μαλαματένιο καντήλι, αρκεί να καζάντιζες με άρματα ασημένια και δεκαπέντε πουγκιά... Λίγα χρόνια μετά, το πήγες το καντήλι. Από τότε κόλλησες…, με αγίους και Θεό.
Αλλά, εγώ αναρωτιόμουνα, πώς έβγαλες τα γρόσια που ’δωσες στον αγώνα; Τα ’χουμε πει... Το γράφεις στα χαρτιά σου, πούλησες βρώμη κι αραποσίτι, τέσσερις φορές ακριβότερα από όσο τα αγόρασες. Και καλά, αν ήταν καθαρό εμπόριο. Αλλά, εκείνες τις χρονιές, είχε πέσει πανούκλα, κι εσύ πλούτισες από την αρρώστια των άλλων. Μ’ αυτά τα λεφτά έκαμες μαλαματένιο το καντήλι του άγιου. Σύμφωνοι, έδωσες κι άλλα στην πατρίδα. Πολλά! Μέχρι που στα πήραν όλα, διαγούμισαν το σπίτι σου, το έκαψαν, οι σύντροφοι και συναγωνιστές σου.
Ναι, σ’ ακούω, σε όλους πρόσφερες! Αλλά με κανέναν δεν στέριωσες, σκέφτομαι. Τον πρώτο σου καπετάνιο, τον Μπακόλα, τον άφησες, σκάλωσες λίγο στα Σάλωνα, μετά Αθήνα, με Καραϊσκάκη, Οδυσσέα και Γκούρα. Σ’ εξόργισε ο άρπαγας ο Γκούρας, τους παράτησες, πήγες με Κολοκοτρώνη, σ’ έστειλε στους Μοραΐτες να φιλιώσεις. Τα βρόντηξες και πήγες στον Κουντουριώτη, έγινες μπροστάρης του Εμφύλιου. Ο τόπος δεν σε χώραγε, Γιάννη, ο τόπος. Σβούρα γύρναγες και μεγαλοκαπετάνιος δεν έγινες· πάντα δεύτερος ήσουνα.
Τι; Σ’ έκανε χιλίαρχο ο Καποδίστριας; Ε, και; Μήπως στέριωσες και μ’ αυτόν; Τουλάχιστον έδωκα στους Έλληνες το Σύνταγμα, ψιθύρισες κάποια στιγμή, και μ’ ανέβηκε το αίμα… Ποιο Σύνταγμα, αναλογίστηκα, η ιδέα και το κείμενο ήταν του Καποδίστρια, που όταν σου ζήτησε να ορκιστείς, αρνήθηκες· εχθρό τον έκαμες.
Ύστερα, όπως πάντα, άλλαξες μυαλά. Και καλοδέχτηκες τον Όθωνα. Του ’δωσες κιόλας να σου βαφτίσει το παιδί σου, που πήρε τ’ όνομά του. Και μετά θυμήθηκες το Σύνταγμα, αυτό που παλιότερα δεν το ήθελες με όρκο. Αλλά, κι όταν τον παράτησες τον Όθωνα, ποτέ δεν στάθηκες ξεκάθαρα εναντίον του. Κι άντε να εξηγήσω το ότι, όταν έπεσε ο Βαυαρός, το βαφτιστήρι του, ο γιος σου, ο Όθωνας, μπήκε στο παλάτι, πήρε τη σπασμένη ξύλινη κορώνα του θρόνου και την έφερε στα πόδια σου.
Καλά έκανε;! Γιατί, Γιάννη; Εσύ, για βασιλιάς πήγαινες και σου ’φερε την κορώνα; Ήταν τότε, που σε πήρε στα χέρια ο λαός, να σου κάνει θρίαμβο στην Αθήνα, ο λαός, που λίγα χρόνια πριν:
«Μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισιές ανθρώπινες απάνω μου: ‘Φάγε απ’ αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσεις πού 'θελες να κάμεις σύνταμα!’ Και μ’ ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα κι από τ’ αγκυλώματα [...]· εσάπισα, εσκουλήκιασα. Αυτά έστειλα στη δημαρχία κι ακρόαση δε μού 'δωκε. Και εξακολούθαγε αυτό ως την παραμονή της Σωτήρος. Και ανήμερα με χτύπησαν πολύ· έμεινα νεκρός· δε στανόμουν, ζωντανός είμαι ή πεθαμένος...»
Είχε και πάλι κλείσει τα μάτια.
Α, ρε Γιάννη… Αφήνεις πίσω σου τα χειρόγραφα, όπου μέσα τους πήρες να χωρέσεις τα πάντα. Θεό, αγίους, ανθρώπους, πατρίδα, καλό, κακό. Αλλά, βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες. Κι έγραψες πολλά, πάρα πολλά. Μόνο που σ’ αυτά, ο καθένας βρίσκει και φτιάχνει το δικό του όνειρο. Κι αυτό δεν είναι λίγο.
Τον κοιτάζω. Αναπνέει, δεν αναπνέει;
Μ’ ακούς, Γιάννη; Γιάννη, Μακρυγιάννη.


Ο Γιώργος Ρωμανός είναι συγγραφέας και εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Πανδώρα

Δεν υπάρχουν σχόλια: