Ι
Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ της ζωής μου μπορεί να με βρήκε στο σταθμό των τραίνων αλλά είχα αρχίσει να το πιστεύω πως θα τα καταφέρω. Έκανα οικονομία στα αισθήματα, "αναγκαστικά όσο διστάζεις υπάρχεις, όσο υπάρχεις αναρωτιέσαι πώς ο καθένας έχει μέσα του το Θεό" έλεγα χωρίς να ξέρω τι θα ακολουθήσει. Ξυπνούσα με πόνους στην καρδιά. Τι σημασία είχε η δική μου απώλεια μες στη βαρβαρότητα του αιώνα;
ΙΙ
ΥΣΤΕΡΑ ήρθε ο αγγελιαφόρος κι ανήγγειλε "το τέλος του κόσμου όπως το ξέραμε". Ήταν ανώφελο να τον ρωτάμε πώς επιβίωσε. Κοιτάζαμε όλοι το ίδιο χαμένοι, γιατί όσο κι αν τον περιμέναμε, τώρα χρειαζόταν να δείξουμε εγκαρτέρηση. Εκείνος γονάτιζε και φιλούσε το χώμα. Έβγαλε τα φτερά του. Τα δανειζόμασταν διαδοχικά. Του σκουπίσαμε τον ιδρώτα κι αρχίσαμε να στέλνουμε μηνύματα. Το πρόσωπό του χάθηκε. Ακούμπησα το αυτί μου στην πέτρα της απόγνωσης και άκουσα ήχους από ένα ποτάμι φράσεις:
επίδομα ονειροπόλησης
κούτες σε διαρκή μετακίνηση
η πόλη σε αναβρασμό.
Μαριγώ Αλεξοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου