ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΙΓΝΑΤΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, Θερινό τετράδιο, ποιήματα, Οδός Πανός, σελ. 59
Το Θερινό τετράδιο είναι η έκτη συλλογή του Ιγνάτη Χουβαρδά, ενός ποιητή που έρχεται από τη Θεσσαλονίκη κι από τη δεκαετία του 1980. Αν ο τίτλος είναι εύγλωττος, ο υπότιτλος (σημειώσεις, ιστορίες, ποιήματα), που μπαίνει μονάχα στη σελίδα τίτλου, θέτει, νομίζω, το ζήτημα της μείξης των ειδών. Θέλω να πω ότι, ανεξάρτητα από προθέσεις, επιχειρεί να προκαταλάβει ενστάσεις ως προς τη φόρμα των κειμένων, εφόσον αυτά δεν είναι απλώς ελευθερόστιχα ποιήματα αλλά και πεζόμορφα. Αν και δεν λείπουν περιπτώσεις που ο αφηγηματικός λόγος, με τις αναλυτικές και περιγραφικές του παρόδους, χαλαρώνει και πεζολογεί περισσότερο απ’ όσο επιτρέπει η ποιητική συνθήκη, είναι όμως ελάχιστες, και πάντως ο ποιητής, ενώ τοποθετεί το στιγμιότυπο στο χώρο και το χρόνο, φροντίζει να είναι αρκετά αφαιρετικός, ώστε να μην το φορτώνει με λεπτομέρειες που το καθηλώνουν, αλλά να κρατάει τις χαρακτηριστικότερες που το απογειώνουν και το ταξιδεύουν, καινούριο πάντα, στον άλλο τόπο και τον άλλο χρόνο.
Όπως κι αν είναι, ο Χουβαρδάς εδώ λειτουργεί σκηνοθετικά περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Τα 49 κείμενα καταρχήν τιτλοφορούνται απλώς με λατινική αρίθμηση, πράγμα που σημαίνει πως συνιστούν κομμάτια ενός σώματος, πλάνα, αν θέλετε, μιας κειμενικής ταινίας. Οι παρένθετοι υπότιτλοι, από την άλλη, 33 εν όλω, ονομάζουν το χώρο και το χρόνο, κάποτε και τα πρόσωπα, ενώ και τα 16 ποιήματα που δεν έχουν υπότιτλους ακολουθούν την ίδια σκηνοθετική γραμμή. Οι χώροι στους οποίους συμβαίνουν τα ασήμαντα περιστατικά και εμφανίζονται οι εικόνες είναι εξωτερικοί: το χωριό, παραθαλάσσιο ή μη, η πλαζ και η παραλία, τόποι που ενίοτε ονομάζονται, γήπεδα τένις, μπαρ, καφέ, δρόμοι και πλατείες δίχως όνομα. Ο χρόνος πάλι είναι η μέρα, μεσημέρι ή απόγευμα, αλλά και η φωτισμένη νύχτα, ενώ η εποχή είναι το καλοκαίρι. Για να λειτουργήσει η σκηνοθεσία και να κινηθεί το βλέμμα, χρειάζεται φως, όταν μάλιστα αυτός που βλέπει εστιάζει στη λεπτομέρεια, την ασήμαντη λεπτομέρεια. Τέλος, ο ρηματικός χρόνος που δεσπόζει είναι ο ενεστώτας, ο οποίος δημιουργεί την ψευδαίσθηση στον αναγνώστη ότι όλα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του σαν στο θέατρο, κι ας ξέρει κατά βάθος πως όλα είναι μνήμη.
Τα πρόσωπα που καταλαμβάνουν το χωροχρόνο του Χουβαρδά και σαγηνεύουν το βλέμμα του είναι οι κοπέλες. Κοπέλες μελαχρινές, ανώνυμες, συχνά φοιτήτριες, τουρίστριες ή σερβιτόρες, κάποτε μάλιστα νεράιδες, μάγισσες ή Παναγίες. Κοπέλες νέες, ζωντανές, ερωτευμένες ή ερωτεύσιμες, όμορφες ή απλώς γοητευτικές, αποκαλυπτικά ντυμένες. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο ποιητής δεν βλέπει σ’ αυτές το ολόκληρο σώμα, αλλά τα μέρη του. Κι όχι τα συνήθη, πρόσωπο, μάτια, στήθος, γάμπα, με εξαίρεση τα μαλλιά, που κάθε τόσο επανέρχονται, μαύρα, καστανά, κοντά ή μακριά, αλλά τα ασυνήθη, πόδια, αστραγάλους, πέλματα, δάχτυλα των ποδιών και μαζί υποδήματα. Υποδήματα όμως όχι όποια κι όποια, ούτε καν γόβες, το κατεξοχήν φετίχ των ανδρών, αλλά μονάχα πέδιλα, παντόφλες και σανδάλια, όσα, δηλαδή, αφήνουν έκθετη τη γύμνια των ποδιών.
Η μεγάλη προσοχή που δίνεται στα κάτω άκρα πιστοποιείται από το σύνολο των προσδιορισμών που συνοδεύουν τα διάφορα μέρη τους. Έτσι τα πόδια είναι ολόλευκα, λεπτά, γυμνά, όμορφα, οι αστράγαλοι σταθερά λευκοί, τα δάχτυλα εφηβικά, κοριτσίστικα, ερωτεύσιμα, κοντά, μακριά, λεπτά, μεστά, σεμνά, γυμνά, γλυκά, ανυποψίαστα, αρμονικά, πανέμορφα, τα νύχια βαμμένα με κόκκινη όζα, τα πέλματα ωραία, ενώ τα υποδήματα συνοδεύονται κι αυτά κατά περίπτωση από περισσότερους ή λιγότερους προσδιορισμούς: σανδάλια ξύλινα, λευκά, καφετιά· πέδιλα του καλοκαιριού, ωραία, μπεζ· παντόφλες φλατ, μαύρες, λευκές, ασημί, καλοκαιρινές, διχαλωτές, ωραίες. Τα δάχτυλα των ποδιών, όπως φαίνεται κι από το πλήθος των επιθέτων, είναι αυτά που γοητεύουν περισσότερο από κάθε άλλο σημείο του γυναικείου ποδιού το ποιητικό βλέμμα και το εξωθούν στη λατρεία τους. Η προτίμηση έχει να κάνει με την αίσθηση του ποιητικού υποκειμένου, ότι μέσω των δαχτύλων μπορεί να προσεγγίζει το ολόκληρο σώμα και να το ακολουθεί σε χώρους απρόσιτους, όπως είναι το δωμάτιο, το μπάνιο και το κρεβάτι.
Κι ενώ η ποιητική ματιά είναι ερωτική κι επίμονη, καμιά σχέση προσωπική δεν συνάπτεται ανάμεσα στο ποιητικό υποκείμενο και την ηρωίδα, όπως άλλοτε. Εποχή της χορτασμένης ωριμότητας πια, κι ο ποιητικός αφηγητής αποστασιοποιείται από τις ερωτικές περιπέτειες κι αρκείται στο ρόλο της κάμερας. Περιπατητής αθόρυβος, βγαίνει στο δρόμο να κόψει κίνηση και παρακολουθεί εκ του μακρόθεν το άγνωστο κορίτσι, έτσι που το ποίημα να μην είναι ουσιαστικά παρά η περίληψη μιας βόλτας («XLV»). Σε άλλες περιπτώσεις, καθισμένος στο καφέ ή το μπαρ, καταγράφει εικόνες κοριτσιών που δεν είναι απαραιτήτως μόνα. Εντός ή εκτός του πλάνου πάντως, αρέσκεται να κρύβεται, για να μπορεί να επιδίδεται απερίσπαστος στη σπουδή του υπέροχου πλάσματος που έχει μπροστά του. Μια σπουδή που επισημαίνει τη λεπτομέρεια και την αναδεικνύει σε καθοριστικό παράγοντα της σκηνοθεσίας, ενώ την όποια στατικότητα της εικόνας ανατρέπει αιφνίδια η απλή μετατόπιση του ποιητικού βλέμματος: Ο λοστρόμος του πλοίου μαλώνει μια ωραία τουρίστρια, γιατί απρόσεκτη πατά το δάπεδο που καθαρίζει. Σαν να μαλώνει τα ίδια τα μάτια μου πάνω στα ωραία της πέδιλα [«XXXIV (προς τα νησιά του αργοσαρωνικού)»].
Ο Θανάσης Μαρκόπουλος είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου