ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, Καθρέφτης, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 100
Η εποχή που η λογοτεχνία -ιδίως το μυθιστόρημα, όπως το όρισε ο Σταντάλ- ήταν, ή όφειλε να είναι, ένας περιφερόμενος στους δρόμους του κόσμου καθρέφτης, απεικονίζοντας άλλοτε κομμάτια ουρανού και άλλοτε λάσπες, ανάλογα με τις κινήσεις αυτού που τον μετέφερε στους ώμους του, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο καθρέφτης δεν περιφέρεται πια στον κόσμο∙ ο ρόλος του είναι περιορισμένος, καθώς έχει μεταλλαχθεί σε ένα ακίνητο, οικόσιτο, σκληρό, υποχθόνιο και επίβουλο «πράγμα», προσφερόμενο για μοναχικές αναμοχλεύσεις της μνήμης, για το μέτρημα των μορφών που φευγαλέα φιλοτεχνήθηκαν στις διαστάσεις του και για επώδυνες ψαύσεις των προφανών και των κρυμμένων ψηγμάτων της φοράς τού εκάστοτε εικονιζόμενου. Η στίλβουσα και αδιαπέραστη επιφάνειά του μπορεί να στερείται βάθους, επιτρέπει, ωστόσο -προτρέπει, μάλλον, σε- επικίνδυνες καταβυθίσεις στα σκοτεινά περάσματα του ατομικού και του συλλογικού χρόνου.
Ψυχρός παρατηρητής και ανταποδότης όλων όσα και για όσο εμπίπτουν στην αναπαραστατική δικαιοδοσία του, επιπλέοντας στην πλαισιωμένη από το «τέλι-τέλος» του υδραργύρου επιφάνειά του -ο καθρέφτης-, στερούμενος μνήμης, άρα και συναισθημάτων, τα απεικονίζει ανεπεξέργαστα. Τα επιστρέφει ως έχουν, όπως ακριβώς κάνει και το άσπρο χαρτί, που, «σκληρός καθρέφτης, επιστρέφει εκείνο που ήσουν», για να θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη (Μήπως, στην προκειμένη περίπτωση, ο καθρέφτης δεν λειτουργεί ως πεδίο όπου συντελείται η διαδικασία της γραφής και, συνάμα, ως αμείλικτος παρατηρητής του γράφοντος;). Νοηματοδότης του τίποτα, υπονομευτής κάθε ψευδαίσθησης και, ταυτόχρονα, τροφός της φαντασίας και της φαντασίωσης, ο καθρέφτης, κρατάει και επιστρέφει το/τον εικονιζόμενο σε μιαν άυλη εκδοχή, πρόσφορη ωστόσο για επισημάνσεις και διαπιστώσεις, δεκτική συγκινησιακά φορτισμένων ή και νηφάλιων επιδαψιλεύσεων μνήμης και φαντασίας.
Γιατί ο καθρέφτης αφ’ εαυτού του στερείται μνήμης και συναισθημάτων, σε αντίθεση με τη φωτογραφία που, παράλληλα με την επιβεβαιωτική -υπάρξεων, γεγονότων και καταστάσεων- ισχύ της, είναι φορέας και αναθερμαντής συναισθημάτων, με συνέπεια να μπορεί να ανανεώνει και, υπό προϋποθέσεις, να εξωραΐζει το παγιωμένο, ακινητοποιημένο μέσα στο χρόνο, περιεχόμενό της. Αν η φωτογραφία είναι σιωπηλός θεματοφύλακας του παρελθόντος, ο καθρέφτης είναι αμείλικτος ανταποδότης ενός παντελώς αμεταποίητου παρόντος∙ κάθε φορά που τον κοιτάζει κανείς, «δηλώνει ακαλλώπιστα: ‘αυτός υπάρχεις’». Και μ’ αυτή του την ιδιότητα, ωστόσο, μπορεί να συμβάλει σε μια φευγαλέα, ακαριαία, φωτογραφική σύλληψη μιας στιγμής, η οποία αποτυπώνεται και αποκτά τη σταθερότητα της φωτογραφίας στη μνήμη και στη σκέψη του εκάστοτε «εμπλεκόμενου».
Η ψυχρή επιφάνειά του είναι το διαφανές και αδιαπέραστο, ακίνητο κι ωστόσο εναλλασσόμενο, διαχωριστικό όριο ανάμεσα στο εικονιζόμενο -πρόσωπο ή πράγμα, έμψυχο ή άψυχο- και στο είδωλό του. Το οποίο -είδωλο- αφενός επιβεβαιώνει-επαληθεύει την ύπαρξη του εικονιζόμενου και αφετέρου συμβάλλει στην εξοικείωσή του με αυτό που είναι∙ με τη μορφή του. Το είδωλο είναι ηδονοβλεψίας του εαυτού του και, ταυτόχρονα, ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του παρόντος του μοναχικού ανθρώπου που κοιτάζεται στον καθρέφτη. Που, όσο κι αν είναι βουβός, άηχος σαν τον χρόνο, όσο κι αν ανταποδίδει μόνο το σώμα, τον χρόνο και τη σιωπή που το περιβάλλει, στην προκειμένη περίπτωση, μέσω της γραφής, μετατρέπεται σε αντηχείο σκέψεων και συναισθημάτων∙ κι ακόμα πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση του Γιάννη Ευσταθιάδη, γίνεται ο δέκτης και, στη συνέχεια, ο πομπός μιας μουσικής που μοιάζει μονίμως να υποδαυλίζει, να συνέχει και να «ιριδίζει» τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του.
Ο Κώστας Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου