Κουκούτσι, εξαμηνιαίο περιοδικό περιποίησης, τχ. 3
Με ένα ενδιαφέρον αφιέρωμα στην ισπανική «γενιά του ‘30», δηλαδή αυτή που ταυτίστηκε με τον ισπανικό ποιητικό μοντερνισμό, κυκλοφορεί το τελευταίο τεύχος του περιοδικού. Σύγχρονοι έλληνες μεταφραστές ανοίγουν έναν διάλογο με την κλασική πλέον ισπανική ποίηση, εμβολιάζοντάς την στην ελληνική γλώσσα∙ ευχόμαστε γονιμότητα.
Βέβαια, κάθε τεύχος, κάθε λογοτεχνικού περιοδικού (αφού πλέον, σχεδόν όλα, έχουν απεκδυθεί τη δέσμευση των αισθητικών προταγμάτων...), κρίνεται πρωτίστως από τις πιθανές εκπλήξεις που περιέχει, όσον αφορά την επιλογή και παρουσίαση συμβάντων και στιγμών από την εγχώρια ποιητική παραγωγή. Κι εδώ, μεταξύ άλλων, ξεχώρισα δύο, νομίζω ενδιαφέρουσες στιγμές.
ΟΡΦΕΥΣ ΛΥΟΜΕΝΟΣ
Μαγεμένο ακόμα τ’ αθάνατο βλέμμα∙/ ο κόσμος ομοίωμα∙ απατηλή η νίκη/ ο δρόμος που γύρισες χωρίς δάφνες ή αίμα/ -χαμένη δυο φορές η Ευριδίκη.
Γιώργος Γεωργούσης
ΤΟ ‘50
Να μη θυμάμαι εάν η πέτσινη ποδιά ήταν του γιατρού ή του χασάπη/ Εάν το ερείπιο στη Χέυδεν ήταν σχολείο/ Τα αντιαεροπορικά σακιά στην πρόσοψη, του Εθνικού ή του Μπενάκη/ Ο άδειος δρόμος, η Φυλής ή η Πυθίας/ Οι μάντρες με το Χ και την κορώνα αν ήτανε στην Πατησίων
Γιώργος Βέλτσος
Τριάντα ποιητές έως τριάντα ετών. Ένα τοπίο της νέας ποίησης, επιλογή Γιώργος Μπλάνας, Ντίνος Σιώτης, εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων
Η εν γένει πρακτική της ανθολογίας είναι παρωχημένη, αμφισβητούμενη και εξουσιαστική, συχνότερα δε παραφιλολογική. Σπανίως δικαιολογείται ως χρήσιμη, όταν π.χ. αποδελτιώνει ποιήματα που αναφέρονται σε μια θεματική, αν και εκεί ακόμα υπάρχουν σοβαρά προβλήματα, αφού η θεματική δεν επαρκεί για να περιγράψει την ποιητική διαχείριση ενός «θέματος».
Πόσο μάλλον, όταν τη θέση της θεματικής παίρνει η βιολογική ηλικία, σε μια ανθολογία που επιχειρεί να καταγράψει τις πρώτες εμφανίσεις των ηλικιακά νέων ποιητών. Εδώ, προκύπτουν επιπλέον ερωτήματα. Όλοι αυτοί, οι ανθολογούμενοι νέοι ποιητές, κομίζουν κάτι νέο στην ποιητική τέχνη; Γιατί ετούτοι και όχι κάποιοι άλλοι; Ερωτήματα αναπάντητα.
Ήδη στον «τηλεγραφικό» πρόλογο του ανά χείρας τόμου (τηλεγραφική είναι και η «Εισαγωγή») ο Ντίνος Σιώτης δηλώνει ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν δύο ακόμα ανθολογίες, με τις «ίδιες προδιαγραφές». Άρα; Γιατί δεν φτιάχτηκε μια ανθολογία με 90 αξιόλογους νέους ποιητές και ποιήτριες; Και, βέβαια, όντως διαθέτουμε 90 αξιόλογους νέους ποιητές, κάτω των 30 ετών; Άρα, σε όλη την ηλικιακή γκάμα, διαθέτουμε περί τους 500 αξιόλογους ποιητές; Δηλαδή, 500 διακριτές, ιδιότυπες και αξιόλογες ποιητικές φωνές; Και γιατί όχι δεκαπλάσιες, αφού τόσοι και περισσότεροι όντως γράφουν ποιήματα;
Μήπως η παρούσα ανθολογία αποτελεί «ένα τοπίο της νέας ποίησης», έστω ελλιπές αλλά πάντως «τοπίο», όπως δηλώνει ο τίτλος της; Σίγουρα όχι, γιατί τα λογοτεχνικά «τοπία» ορίζονται από τα αισθητικά προτάγματα που τα συνέχουν, από το διακύβευμα της εξέλιξης της ποιητικής γλώσσας. Και ο ανθολόγος πρέπει ήδη να έχει διαχειριστεί και αναδείξει αυτά τα προτάγματα, αυτό το διακύβευμα.
Η ανθολογία, η κάθε ανθολογία, συνιστά μια κριτική πράξη, με όλες τις απαιτήσεις, θεωρητικές, αισθητικές και κριτικές που αυτή συνεπάγεται, απαιτεί επιχειρήματα και τεκμηρίωση, γιατί μόνο έτσι έχει νόημα και μπορεί να κριθεί ως κριτική πράξη, δηλαδή ως ένα αφηγείσθαι. Αλλιώς, καταλήγει μια αποθήκη κειμένων, όπως πια είναι οι παλαιότερες, π.χ. του Αποστολίδη. Όταν δε οι ανθολογίες αφορούν νέους ποιητές, λειτουργούν εφησυχαστικά για τους άρτι εμφανισθέντες∙ ίσως και καταστροφικά, όπως συνέβη με τη «γενιά του ‘70», αφού τόσοι και τόσες, ήδη από τη νεότητά τους, «κεκυρώθησαν», αντί να ζήσουν την αγωνία της γραφής.
Τα τελευταία χρόνια, ενώ η ποίηση κοινωνικά απαξιώνεται, αγγίζοντας πια το μηδέν, ενώ η κριτική της συρρικνώνεται απελπιστικά, πληθαίνουν οι «διαδικασίες» που υποκαθιστούν την κοινωνική λειτουργία της ποίησης, καθώς και την απίσχναση του λόγου γι’ αυτήν. Κάθε μέρα, στην Αθήνα και άλλες πόλεις, γίνονται αμέτρητες ποιητικές εκδηλώσεις και «δράσεις», αναγνώσεις και ηχογραφήσεις, ενώ και στο διαδίκτυο φαίνεται να συμβαίνει μια κοσμογονία, αφού πολλοί, κάθε μέρα, γράφουν ποιήματα, που αποστέλλονται μαζικά. Είναι ένα φαινόμενο που κοινωνικά θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει θετικό, και όντως είναι, αφού αυτοί οι δέκα άνθρωποι, που κάθε φορά συμμετέχουν στις ποιητικές εκδηλώσεις, αντί να βλέπουν τηλεόραση στο σπίτι τους, κάνουν έστω αυτό∙ αφού κάποιοι διακινούν ποίηση στο διαδίκτυο, αντί να ανταλλάσσουν «επισκέψεις» και «μηνύματα». Αλλά μέχρις εκεί. Η ποίηση, ως τέχνη, το σημερινό της αδιέξοδο, η συνέχειά της, προϋποθέτει την άρνηση των υποκατάστατων. Θα έλεγα, την απόλυτη, ίσως και λυσσαλέα άρνησή τους. Για να συνεχίσει να υπάρχει η ποίηση, θα πρέπει να αντικρίσει κατά μέτωπο τον γκρεμό, όπως έξοχα το είπε ο Βύρων Λεοντάρης, μιλώντας για τον Καρυωτάκη, όπως το είπε με το έργο του ο Καρυωτάκης, μέσα στο «τοπίο» της μεσοπολεμικής παρακμής. Μας θυμίζει τίποτα αυτό το «τοπίο»; Να από πού, ίσως, θα μπορούσε να αρχίσει κανείς, ποιητής ή ανθολόγος...
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου