19/2/11

Μεγάλες περιαυτολογικές Ιδέες και η εξάλειψη του Μειονοτικού

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Το ανομολόγητο ζήτημα των μειονοτήτων στην Ελληνική Έννομη Τάξη, ΚΕΜΟ, Εκδόσεις Κριτική, 2008, σελ. 216

Στον τίτλο του βιβλίου δύο είναι οι λέξεις-κλειδιά: «ανομολόγητο» και «έννομη», οι οποίες και μας προϊδεάζουν για την αναζήτηση ενός μη ομολογημένου ζητήματος από νομική και επιστημονική οπτική. Θα έλεγα, όμως, πως o προσδιορισμός του θέματος στο νομικό πεδίο μάλλον παραπλανά περιοριστικά. Όσο κρίσιμη κι αν είναι η νομική ανάλυση, το εύρος της θέασης είναι κατά πολύ πλουσιότερο: το βιβλίο χρησιμοποιεί εργαλεία πολιτικής θεωρίας, συνταγματικής ιστορίας και ιστορίας των αντιλήψεων, ακόμη και στοιχεία ψυχανάλυσης, και καλύπτει τους κοινωνικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς που προκάλεσαν οι ευρωπαϊκές θεσμικές επιταγές στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ού αιώνα ως τις αρχές του 21ου.

Θα σταθώ ιδιαίτερα στην έννοια του «ανομολόγητου», που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο κινείται το βιβλίο, αλλά που υπεισέρχεται και στην εισαγωγή του επιμελητή Δημήτρη Χριστόπουλου: «Το ανομολόγητο ζήτημα των μειονοτήτων». Εκτός από το ζήτημα αυτό, ξεχωρίζω επίσης μια συστοιχία συναφών όρων που είναι διάσπαρτοι σε όλο βιβλίο: άβατα, λογοκριμένα, αόρατα, μυστικά, κρυφά, απαγορευμένα (εννοείται εδώ αρχεία και φάκελοι). Εν γένει διαπιστώνει κανείς μια συνεχή αναδιάταξη στη διαμάχη της ιστορικής μνήμης και λήθης. Σε μεγάλο βαθμό παρουσιάζεται η σωρεία κεντρικών αλλά και τοπικών αποφάσεων και εκδηλώσεων (όπως επιμνημόσυνες τελετές, πανηγυρικοί, σχολικές εορτές), που αφορούν τις εντός των συνόρων μειονότητες αλλά επίσης και τους εκτός συνόρων συνοριακούς λαούς.
Για παράδειγμα, το «δεν ξεχνώ» στην Κύπρο σηματοδοτεί την τουρκική εισβολή και έκτοτε την κατοχή. Ενώ περιπίπτει στη λήθη η δεκαετία που προηγήθηκε μέχρι το 1974, και το ελληνικό πραξικόπημα κατά Μακαρίου. Ακριβώς το αντίστροφο σημαίνει στα τουρκικά: «δεν ξεχνώ» τις εγκληματικές ενέργειες της ΕΟΚΑ Β' κατά των Τουρκοκυπρίων.
Ως προς το οθωμανικό παρελθόν, το μόνο που γνωρίζουμε είναι τα «400 χρόνια σκλαβιάς και φυλακής», και τον «αντιστεκόμενο χαρακτήρα των Ελλήνων». Και η εκκλησία της Ελλάδος; Πλέει σε αντιστασιακά πελάγη και είναι ανεπίδεκτη μαθήσεως, ως προς το ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε ισχυρός οθωμανικός θεσμός, και ως προς το ότι οι ξεσηκωμοί δεν προέκυπταν από το ελληνικό DNA, αλλά ξέσπαγαν σε περιόδους οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, εντασσόμενοι κατά κανόνα σε γενικότερους ξεσηκωμούς Σλάβων, Μουσουλμάνων και Τουρκομουσουλμάνων, σε Μικρά Ασία, Κύπρο και Κρήτη.
Η Σλαβομακεδονική εθνότητα όχι μόνο ήταν ανομολόγητη αλλά και, διά κεντρικών εγκυκλίων και ενός νομοθετικού πλέγματος, απαγορευμένη στους δημόσιους χώρους. Ανύπαρκτο και επομένως ανομολόγητο και το ζήτημα των Αλβανομουσουλμάνων Τσάμηδων και της εξόντωσής τους εν Ελλάδι (μέρα μνήμης της «γενοκτονίας» για τους Αλβανούς). Η Εβραϊκή κοινότητα Θεσσαλονίκης -που παραμονές Βαλκανικών πολέμων αριθμούσε το 55% του πληθυσμού- αγνοείται από τις καθιερωμένες ιστορίες και από τα σχολικά βιβλία, ενώ όταν δημοσιεύονται από το Υπ. Εξωτερικών τα συναφή αρχεία, αποκρύπτονται τα επώδυνα των περιουσιών, των υπαρκτότατων φακέλων, που τεκμηριώνουν το πλιάτσικο στις περιουσίες τους από Ελληνορθοδοξότατες αρχηγεσίες. Φυσικά, ανάλογα ισχύουν, στην διαχείριση των αρχείων και σε όμορες χώρες.
Οι Αλβανοί μετανάστες αντιμετωπίζονται ως ξένοι στο ελληνικό σώμα, επειδή έντεχνα αποσιωπάται πως αλβανόφωνοι πρωτοστάτησαν στην Ελληνική Επανάσταση του ‘21 και πως, όπως μας μεταφέρει έναν αιώνα αργότερα ο Εγγονόπουλος στον Μπολιβάρ, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης εάν δεν είχε μεταφράσει την αρχική εντολή «πυρ» σε «βρας», κανείς στο αλβανόφωνο πλήρωμα δεν θα καταλάβαινε και, αντί της επιτυχούς ναυμαχίας, το θωρηκτό Αβέρωφ κινδύνευε να χαθεί αύτανδρο!
Τ’ ανδραγαθήματα και οι ήρωες τού ενός έθνους είναι τα εγκλήματα και οι σφαγείς του άλλου. Ξεχωριστό παράδειγμα η σφαγή της Τριπολιτσάς, όπου γυναίκες και παιδιά, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι, εσφάγησαν μέχρι ενός, για να τους κλαίει το Δημοτικό τραγούδι και να εκδηλώνει τον αποτροπιασμό του ακόμη και ο Σολωμός στον «Ύμνο της Ελευθερίας», ενώ οι στίχοι αυτοί είναι αυστηρά απαγορευμένοι στα σχολικά βιβλία. Εν ολίγοις, η ιδέα του έθνους, η ιδεολογία του έθνους, μπορεί να συσπειρώνει ενθουσιωδώς μια πλειοψηφούσα μερίδα του πληθυσμού, συνάμα όμως διαιρεί και βαθαίνει το χάσμα με όλες τις άλλες μειονοτικές παρουσίες. Όπως εύστοχα διακηρύσσεται, «τακτοποιώντας ήρεμα και ωραία το εθνικό σου παρελθόν, νοικοκυρεύεις το μέλλον σου».
Από κοινού Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης και Δ. Χριστόπουλος γράφουν το δεύτερο κείμενο: «Από το πολυπολιτισμικό ‘μέγα όνειρον του Ελληνισμού’ των αρχών του 20ού στην ‘πολυπολιτισμική πραγματικότητα’ των αρχών του 21ου αιώνα». Πρόκειται για μια ανάλυση των ιδεολογικών εμμονών του δικαίου και της πολιτικής. Η συμβολή αυτή παρακολουθεί τη μετεξέλιξη του δίπολου αυτόχθονες και ετερόχθονες-ομογενείς, μετά το 1923, στο δίπολο ομογενείς απέναντι σε αλλογενείς. Παραπέμπει στην αντίληψη του Βενιζέλου, ο οποίος με βάση τη θεσμική του εμπειρία της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, θα διακηρύξει την απόλυτη ισότητα Χριστιανών και
Μουσουλμάνων, επειδή γνώριζε πως η επεκτεινόμενη ελλαδική επικράτεια δεν μπορούσε να περιορίζεται στο «γένος των Ελλήνων», καθώς ήταν αδιανόητη η «ελληνοποίηση» μεγάλων αριθμών αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων. Η ελληνική πολιτική για 180 χρόνια ακολουθεί σταθερά, παρά τις παλινδρομήσεις, τρεις τακτικές: αφομοιωτική ένταξη, έξωση, κοινοτική περιχαράκωση. Ακριβώς επειδή αφορούσε την ιστορικά παρούσα θρησκευτική μειονότητα, τα δεδομένα άλλαξαν άρδην την τελευταία 20ετία, με τη μαζική εισροή μουσουλμάνων μεταναστών και τις αντιδράσεις ως προς την κατασκευή τεμένους (με ή χωρίς μιναρέ, μήπως και χαλάσει τον ορίζοντα των τηλεοπτικών κεραιών!). Το άρθρο τελειώνει με έναν σχολιασμό πολιτισμικο-θεωρητικού περιεχομένου, ως προς την έννοια «πολυπολιτισμικότητα».
Δύο άλλες συμβολές θέτουν στο επίκεντρο τη σχέση «επικρατούσας θρησκείας» και θρησκευτικών μειονοτήτων. Καταρχήν του Μιχάλη Τσαπόγα, «Ανοχή και επιτήρηση υπό την σκιά της επικρατούσης θρησκείας», που εξετάζει τη φαντασιακή ταύτιση της θρησκείας με το έθνος, η οποία εδράζεται –θα συμπλήρωνα- στην αναδρομική κατασκευή του αντιστασιακού και εθναρχικού της ρόλου επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, παραβλέποντας πόσο κεντρικός οθωμανικός θεσμός υπήρξε - και μάλιστα από τους ισχυρότερους. Ως αδιαμφισβήτητα πλειοψηφική η Ορθοδοξία, αξιώνει δικαιωματικά και αδιαμεσολάβητα από το κράτος τη διαρκή επιτήρηση των θρησκευτικών μειονοτήτων από την ίδια (με βάση πλούσια νομολογία), χωρίς να την απασχολεί η εν τέλει παραβίαση των θρησκευτικών ελευθεριών. Η  Εκκλησία της Ελλάδος ως «επικρατούσα θρησκεία» κανοναρχούσε για το εάν ένας Καθολικός ναός ή μια συναγωγή θα επιδιορθωθούν, εάν ένα τζαμί θα κτιστεί, αλλά και επεδείκνυε αδιαφορία για τη μετατροπή καθολικών ναών σε ντίσκο και τζαμιών ή μεντρεσέδων σε κινηματογράφους. Η «επικρατούσα», με τη συνδρομή του κράτους, κανοναρχούσε επίσης  και ως προς τη γνησιότητα του Ορθόδοξου δόγματος, εις βάρος
ετεροδόξων χριστιανών, όπως Παλαιοημερολογίτες, Πεντακοστιανοί, Ευαγγελιστές, Μάρτυρες του Ιεχωβά, με διατάξεις περί προσηλυτισμού και ίδρυσης ευκτήριων οίκων. Η Εκκλησία αντιδρά ακόμη στις εορτές και στο διορισμό ετεροδόξων, δεν δέχεται μάλιστα μύγα στο ιερατικό σπαθί της, όταν της ασκείται κριτική από διεθνή δικαστήρια και διεθνείς οργανισμούς. Στο ίδιο κείμενο εξετάζεται η κατά κανόνα αμυντική στάση των θρησκευτικών μειονοτήτων.
Την τελευταία δεκαπενταετία αρχίζει να επικρατεί και στην Ελλάδα η διεθνής αντίληψη περί δικαιωμάτων και ιδιωτικότητας, και να εντάσσεται στα «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα» η δημόσια κατάθεση θρησκείας (γάμος, όρκος, η κατά συνείδηση παρακολούθηση μαθήματος θρησκευτικών), η δημόσια αναγραφή του θρησκεύματος. Με βήματα διστακτικά, προχωρούν οι μεταρρυθμίσεις ως προς τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, ακριβώς λόγω της πολιτικής ισχύος και της πελατειακής εξάρτησης των υποψηφίων των κυβερνητικών κομμάτων από την εκκλησία. Πρόσθετο ενδιαφέρον έχει η διεκδίκηση πολιτειακής αναγνώρισης και προνομίων από όλες τις θρησκείες, ακόμη και από τους δωδεκαθεϊστές, γενικεύοντας την λειτουργία ενός «θρησκευτικού κρατισμού».
Η Σοφία Παπαπολυχρονίου, με τη δεύτερη συναφή συμβολή, «Ο ερμηνευτικός πλουραλισμός ως όρος ένταξης των μειονοτικών αξιών στο δίκαιο: το παράδειγμα των θρησκευτικών μειονοτήτων στην Ελλάδα και η ‘επικρατούσα’ θρησκεία», ανιχνεύει τους ερμηνευτικούς μηχανισμούς που καθιστούν ορατές τις συλλογικές εμπειρίες αποκλεισμού και περιθωριοποίησης των μειονοτικών ομάδων, όπως και τη θρησκευτική διαστρωμάτωση ως παράμετρο σημασιοδότησης των συνταγματικών αρχών. Η «επικρατούσα», όπως είναι αναμενόμενο, κατέχει ξεχωριστή εθνο-πολιτισμικά ταυτοτική θέση, επινοώντας και τη μεγάλη αδιάσπαστη διάρκεια της ελληνο-ορθόδοξης ιδεολογίας. Λειτουργεί ακόμη και ως ερμηνευτικός γνώμονας των συνταγματικών διατάξεων (π.χ. «σκοπός» της παιδείας η θρησκευτική διάπλαση κ.ά.). Η «Συνταγματοδότηση» της κυρίαρχης Εκκλησίας δεν οδήγησε, όπως σε άλλες χώρες, στην ευμενή εξουδετέρωσή της αλλά στην ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης. Η ανάλυση αυτή συλλαμβάνει τη διαστρεβλωτική επίδραση στην αντιμετώπιση των ετερόδοξων και των αλλόθρησκων, μια που υπέρτερη αναδύεται η «επικρατούσα», απαγορεύοντας τη δημόσια «ορατότητα», δηλαδή την ομολογία, άλλου δόγματος ή άλλης θρησκείας. Το κείμενο, αποδομώντας την μία και μοναδική ερμηνεία που διεκδικεί η Εκκλησία της Ελλάδος, κινείται και προτάσσει έναν ερμηνευτικό πλουραλισμό, όπου θα είναι
αδιανόητη η διεκδίκηση της αποκλειστικότητας από έναν και μοναδικό ερμηνευτή.
Στην εκτενέστερη μελέτη, «Οι αόρατες εθνικές μειονότητες της ελληνικής έννομης τάξης», που υπογράφει ο Δημήτρης Δημούλης, αναφέρεται αρχικά πως πάνω από 5.000 εθνοτικές-εθνικές ομάδες ήταν διάσπαρτες σε 184 κράτη τη δεκαετία του 1990, δηλαδή πρόκειται για σύνηθες φαινόμενο της παγκόσμιας κοινωνίας και όχι για ελλαδική ιδιαιτερότητα. Εν συνεχεία, οδηγείται σε σειρά εννοιολογικών αποσαφηνίσεων, για να καταδειχθεί το πολιτικό διακύβευμα γύρω από τις σχετικές έννοιες, θέτοντας σειρά κριτηρίων, τονίζοντας το σχεσιακό-εξουσιαστικό, το οποίο συχνά υποβαθμίζεται, ως προς τα χαρακτηριστικά κάθε μειονότητας. Μεταξύ άλλων, υποστηρίζει πως, στην Ελλάδα των «ανύπαρκτων» μειονοτήτων, η έκφραση της ταυτότητάς τους είναι κολάσιμη.  Κατά τον Δημούλη, «οι περιπέτειες των μειονοτήτων στην Ελλάδα αναδεικνύουν τον δομικό αντι-φιλελευθερισμό, έτσι όπως εκδηλώνεται άλλοτε με την πολεμική βία, άλλοτε με την εθνοκάθαρση και άλλοτε εν ειρήνη με το πολλαπλά καταπιεστικό καθεστώς της Θράκης». Για να είναι αποτελεσματικές αυτές οι πολιτικές, το κράτος «αορατοποιεί» –όπως λέει- τις μειονότητες, ενίοτε επικαλούμενο και τον Φιλελευθερισμό. Στο κείμενο ελέγχονται λογικά τα νομικά επιχειρήματα και, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί υπόδειγμα επιχειρηματολογίας στο πεδίο της Φιλοσοφίας του Δικαίου.
Ο Χρήστος Παπαστυλιανός, στο καθαρόαιμα νομικό κείμενο «Ετερότητα και Δημόσια τάξη: η ελευθερία συνένωσης ως ‘μειονοτικό’ δικαίωμα στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Ελληνικών Δικαστηρίων», εξετάζει τις συνενώσεις πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται ως φορείς μειονοτικής ταυτότητας. Στο όνομα της προστασίας της δημόσιας τάξης, οι νόμοι αρνούνται την αναγνώριση μειονοτικών συνενώσεων, απαιτώντας την μη ορατότητα τους. Στη μελέτη αυτή καταδεικνύεται πως η στάση του ελληνικού κράτους -και όχι μόνο- καταδικάζεται συστηματικά από το ευρωπαϊκό έννομο πλαίσιο, καθώς «η επίκληση μειονοτικής συνείδησης δεν στοιχειοθετεί απειλή για την δημοκρατική κοινωνία».
Ο Νίκος Αλιβιζάτος δεν βρίσκεται μόνο στο ακροτελεύτιο κείμενο του βιβλίου αλλά το διατρέχει με μεγάλη συχνότητα ως κλασικό σημείο βιβλιογραφικής αναφοράς. Στο κείμενό του, «Μεταξύ κοινοτισμού και ισότητας ή για την θρησκευτική ελευθερία των μειονοτήτων»,  επιδιώκει να στηρίξει την άποψη των μελετητών τού Διαφωτισμού, σχετικά με τη γοητεία που ασκεί στη χώρα μας η έννοια της «ισότητας» απέναντι στην «ελευθερία». Θέτει το κρίσιμο ζήτημα, κοινοτισμός ή/και ισότητα στην αντιμετώπιση της θρησκευτικής ελευθερίας, τονίζοντας πως η επικράτηση της «κοινότητας» και του κοινοτισμού, επειδή ακριβώς προτάσσουν τις ιδιαιτερότητες των εθνικών και εθνοτικών ομάδων, λειτουργούν εις βάρος της ισότητας και της ελευθερίας. Καταλήγει σε έναν ακριβή προσδιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας: ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και της μεταβολής της∙ ελευθερία της δημόσιας λατρείας και της διάδοσης∙ ελευθερία των θρησκευτικών πρακτικών (κατά μόνας ή με άλλους). Για όλους αυτούς τους «κύκλους θρησκευτικής ελευθερίας», καταθέτει παραδείγματα -με τη γνωστή του γλαφυρότητα- σειρά συναφών διεθνών υποθέσεων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στη συνθετική του πρόταση περί θρησκευτικής ελευθερίας, φυσικά και εξαιρεί τις ακραίες περιπτώσεις βίαιων σωματικών και ψυχικών ακρωτηριασμών που υπαγορεύουν οι θρησκευτικές συνήθειες, όπως για παράδειγμα η κλειτοριδεκτομή.
Θα ήθελα πριν κλείσω να εξηγήσω γιατί μελέτες, σαν αυτή για τα μειονοτικά, έρχονται να συμπληρώσουν την κεντρική ιδέα των ενασχολήσεων μου εδώ και μια 20ετία: Πιστεύω πως με σημείο αναφοράς την Αρχαιότητα και ειδικότερα την Κλασική, που έλαμψε εκτυφλωτικά σε ποικίλες φάσεις της Ευρωπαϊκής ιστορίας και που άλλωστε έδωσε τροφή για την ενδυνάμωση του Φιλελληνικού Κινήματος και την ίδρυση, στερέωση του Ελληνικού Κράτους, λειτούργησε παράλληλα και μια άλλη διαδικασία: ο «Χρυσούς Αιώνας» έριξε την σκιά του, λιγότερο ή περισσότερο, σε όλες τις άλλες πρότερες και ύστερες εποχές, με αποκορύφωμα το μαύρο σκοτάδι στην Οθωμανική περίοδο. «Εμείς» οι νέο-έλληνες δεν θεωρήσαμε τον εαυτό μας απλώς μοναδικό (μοναδικοί πράγματι είμαστε ως άτομα και συλλογικότητες στον κόσμο τούτο)
αλλά ως απόγονοι «ενδόξων προγόνων» αυτοαξιολογηθήκαμε ανώτεροι των γειτονικών λαών (Τούρκων, Βουλγάρων, Μακεδόνων -με αφορμή το Μακεδονικό την τελευταία 20ετία, Αλβανών -με αφορμή το μεταναστευτικό) και υπέρτεροι κατά το φυλετικό γονιδιακό υλικό προς τις μειονότητες εντός συνόρων (Σλάβοι, Τσάμηδες, και εν γένει Μουσουλμάνοι, μετανάστες). Η Μεγάλη Ιδέα της Ελλάδας, κάποτε των πέντε θαλασσών και των δύο Ηπείρων, σήμερα μεταφράζεται σε «Μεγάλη Ιδέα για τον εαυτό μας»: Το φαρμάκι αυτό μας έχει διαβρώσει και, όταν δεν προσδιορίζει τις αποφάσεις μας, συχνά τις επηρεάζει αποφασιστικά. Γιατί, ας μην έχουμε αυταπάτες, οι συλλογικές στάσεις και συμπεριφορές είναι απόρροια πολλαπλών αποφάσεων στη χάραξη πολιτικής, όχι μόνο εξωτερικής αλλά και εσωτερικής, πολιτισμικής και εκπαιδευτικής - με όλα τα παρατράγουδα για τα σχολικά βιβλία να απασχολούν συχνά media και πολιτικούς. Σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης όχι μόνο οικονομικής και πολιτικής αλλά και ηθικής, είναι καιρός να βυθιστούμε σε αυτο-ανάλυση, ουσιαστική αυτο-κριτική και αναστοχασμό, ατομικό και συλλογικό. Άλλωστε, η αστείρευτη πηγή της αρχαιότητας που τροφοδοτούσε τις καλές προθέσεις των Ευρωπαίων έχει σε μεγάλο βαθμό στερέψει (μία μόνο ένδειξη το περυσινό εξώφυλλο του Γερμανικού περιοδικού Focus και η άμετρη υφή των αντιδράσεων πολιτειακών παραγόντων). Προς την κατεύθυνση αυτή το νέο βιβλίο του ΚΕΜΟ έρχεται ανεπιφύλακτα να προσδώσει πρόσθετη πρώτη ύλη για περίσκεψη.

Ο Στέφανος Πεσμαζόγλου διδάσκει στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου, και είναι συνεκδότης της επιθεώρησης Σύγχρονα Θέματα

Δεν υπάρχουν σχόλια: