19/2/11

«Ιστορική αίσθηση» και λογοτεχνία


ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Ό,τι εδώ νοείται ως «ιστορική αίσθηση» («der historische Sinn») έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς τη λογοτεχνία και τους μελετητές/τριές της. Τα επιμέρους κείμενα που συγκροτούν το παρόν βιβλίο δεν πραγματεύονται τις μορφές βίωσης της «ιστορικής αίσθησης» στο έργο λογοτεχνών (όπως προετοιμάζω το άλλο βιβλίο μου: Το κοινωνικό πεδίο της λογοτεχνίας), αλλά τους τρόπους κατανόησης αυτού του βιώματος από όσους/ες το έχουν αναγάγει σε αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο των νεοελληνικών σπουδών. Έτσι, το αρχικό ερώτημα είναι αν η «ιστορική αίσθηση» προκύπτει ως «έκτη αίσθηση» των ασχολούμενων με την τέχνη του γραπτού λόγου και με τις συναφείς θεωρητικές αντιλήψεις γι’ αυτήν.

Προφανώς, δεν μπορεί να νοηθεί οποιαδήποτε τριβή με την ιστορία του λογοτεχνικού πεδίου χωρίς αυτήν την «αίσθηση», όπως κι αν την προσδιορίσουμε. Δηλαδή χωρίς την προαπαίτηση του ιστορικώς εννοείν. Συχνά οι υποψήφιοι αλλά και οι «φτασμένοι» ερευνητές αυτού του πεδίου διαθέτουν μια λιποβαρή γνώση της ιστορίας. Κάποτε, μάλιστα, περιδιαβάζουν χέρι-χέρι ανιστόρητοι και αφιλοσόφητοι. Ούτε την κατανόηση του «όλου» διαθέτουν ούτε στην επεξεργασία του «μέρους» επιδίδονται. Μπο­ρεί να χρησιμοποιούν σχήματα ευφάνταστα ή να αραδιάζουν γεγονότα χωρίς ειρμό. Κάποτε, να επικαλούνται ιστορικά προηγούμενα χωρίς όμως καμιά σχέση με το υπό συζήτηση θέμα. Η ιστορία ως πρόβλημα, ωστόσο, αφορά τόσο το ιστορικό γίγνεσθαι όσο και την ανασύσταση της ιστοριογραφίας του. Ακριβώς ως προς το τελευταίο σημείο, εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτό το πεδίο της ιστορίας των ιδεών που συνέλκονται με τη λογοτεχνία.
Με ένα παράδειγμα, από «παλαιάς φιλοσοφίας εγκαταλείμμα­τα», όπως θα ’λεγε ο Αριστοτέλης χωρίς να ξέρει τι του επιφύλασσε ο Nietzsche, που δεν ήθελε να επιτρέψει στον «πρόγονο να μεταμορφωθεί στο τέλος σε Θεό» και —ως προς το θέμα μας— να μην συγκατανεύει μ’ εκείνον τον ιστορικό των ιδεών που στο «τέλος πιστεύει μόνο στο παρελθόν» (βλ. Στην αυγή του νέου αιώνα, §. 9.4.5). Και όμως είναι ο ίδιος που μίλησε για την «ιστορική αίσθηση» ως «έκτη αίσθηση». Πώς όμως; Έχει προηγηθεί στο Jenseits von Gut und Böse (1886, «Vorrede», §§. 1, 15, 23, 32, 62, 186, 194, 203, 223, 224) η δυνατότητα να «θέτουμε ερωτήσεις όπως ο γιατρός», η αποστροφή προς τις «προκαταλήψεις των φιλοσόφων», η αναμέτρηση με τη «φυσιολογία» των αισθητηρίων οργάνων και την πιθανότητα συγκρότησης μιας «πραγματικής φυσιο-ψυχολογίας», η διαίρεση της ιστορίας σε «προϊστορική» ή «προηθική εποχή» («η αξία ή η απαξία μιας πράξης προερχόταν από τα αποτελέσματά της»), σε «ηθική» (ως «πρώτη δοκιμή για αυτογνωσία» και με γνώμονα «αντί τα αποτελέσματα την προέλευση») και σε μια αναμενόμενη εποχή «εξωηθική» (όπου «θεμελιώδης ανατροχιοδρόμηση των αξιών» θα διακρίνει στην «ηθική των σκοπών» μια «προκα­τά­λη­ψη» ή μια «απερισκεψία»). Επίσης, έχει προηγηθεί η αναγωγή του «σημερινού Ευρωπαίου» σε «καχεκτική μετριότητα» και η ανάξεση μιας «φυσικής ιστορίας της ηθικής», με επίκεντρο την «αποτρόπαια επιβολή της ανοησίας και της σύμπτωσης που ονομαζόταν έως τώρα ‘ιστορία’».
Έτσι, με την αναφορά στον «ευρωπαϊκό συρφετό» ακολουθεί η επισήμανση ότι ο «κακάσχημος πληβείος χρειάζεται αναμφίβολα ένα κοστούμι» και επομένως «χρειάζεται την ιστορία σαν χώρο αποθήκευσης των κοστουμιών του». Ειδικότερα, το «ιστορικό πνεύμα» του 19ου αιώνα εμφανίζεται ως η «πρώτη σπουδαγμένη εποχή in puncto των κοστουμιών» (δηλαδή των «ηθικών, του άρθρου πίστης, των καλλιτεχνικών γούστων και των θρησκει­ών»). Για τούτο, η «ιστορική αίσθηση» ταυτίζεται με την «επιτηδειότητα να υποψιαζόμαστε γρήγορα την κατάταξη των εκτιμήσεων» και τη «σχέση της αυθεντίας των αξιών με την αυθεντία των επενεργών δυνάμεων». Ως «ιδιορρυθμία» των Ευρωπαίων, που την καθιστά «έκτη τους αίσθηση», αποτυπώνεται ως «πληβειακή αίσθηση» που βρίσκεται σε «αναγκαία αντίθεση προς το καλό γούστο», μια και δεν προσφέρει την ικανότητα να οικειοποιηθούμε «ό,τι είναι τέλειο και πλήρως ώριμο σε κάθε πολιτισμό και τέχνη». 
Εκτός από το Jenseitz, ο συγγραφέας της Γενεαλογίας της ηθικής (1887, §§. 1, 2), με τη μνεία Άγγλων ψυχολόγων στους «οποίους οφείλουμε τις μοναδικές απόπειρες που έγιναν έως σήμερα για να συγκροτηθεί μια ιστορία γένεσης της ηθικής», διατείνεται ωστόσο ότι τους «λείπει το ίδιο το ιστορικό πνεύμα» και ότι «σκέφτονται ουσιωδώς κατά τρόπο ανι­στο­ρικό». Ειδικότερα, είχε υπόψη του το βιβλίο Ιστορία των ευρωπα­ϊ­­κών ηθών, για το οποίο σημείωνε σε επιστολή του ότι η «‘ιστορική αίσθηση’ απουσιάζει» (24.3. 1887).
Τι όμως συνάγεται από το συνολικό έρ­γο του Γερμανού φιλοσόφου ως κριτική στάση απέναντι στον «Hi­st­o­rizismus»; Και ποιους είχε στο στόχαστρο όταν εκτόξευε την εξής φράση: «gerade Tatsachen gibt es nicht, nur Interpretationen» (βλ. Κόμβους, §§. 10, 108, 116.1); Με συναφές το ερώτημα, τόσο προς τους θετικιστές όσο και προς τους θιασώτες του «New Historicism» (με αγαπημένο τους τον Nietzsche, συχνά μέσω του Foucault): σε τι ακριβώς συνίσταται το «ιστορικώς εννοείν»; Αν υποθέσουμε ότι πλέον δεν ερίζουν οι ιστορικοί ως προς τον τόπο, το χρόνο και τους εμπλεκόμενους ενός «γεγονότος». Μόνο που κι αυτό το τρίπτυχο δεν εμφανίζεται τόσο αυτονόητο, αν επιμένουμε στα «αίτια» και τα «αποτελέσματά» του. Δηλαδή, η αιτιώδης συνάφεια εκτυλίσσεται στο χρόνο, διαδραματίζεται στον τόπο και τελείται με συγκεκριμένα υποκείμενα. Έτσι, η κίνηση από τα «αίτια» στα «αποτελέσματα», στην πληθυντική τους βέβαια αποτύπωση, δεν είναι γραμμική ούτε αποκλείει το ρόλο της «συγκυρίας». «Πρόβλημα», λοιπόν, είναι η δυνατότητα προβολής των «αιτίων» στα «αποτελέσματα», ό,τι δηλαδή συνιστά την πεμπτουσία του «ιστορικώς εννοείν». Απλούστερα, να παίζουμε στα δάχτυλα το «πότε», το «πού» και το «ποιοι» και να μας βασανίζει το «γιατί», με το οποίο δένουμε τα realia σε μια συνολικότερη πραγματικότητα, κατανοήσιμη και ερμηνεύσιμη. 
Η ιστορικο-κριτική ανάγνωση των πηγών μπορεί να περιγραφεί ως η μετάβαση από τη «χαοτική παράσταση του όλου» στην «πλούσια σε καθο­ρισμούς και σχέσεις ολότητα». Η ερμηνευτική αυτή αποσκοπεί στην ανασύσταση του επιχειρήματος που χρησιμοποιείται στην εκδίπλωση μιας ορισμένης προβληματικής, την οποία όμως προσγειώνει στις ανάγκες και τα αιτήματα μιας εποχής η σύστοιχη ιστορική οπτική. Η διακριτική σύζευξη «εν­δογενών», που προκύπτουν από την ίδια την αισθητική σκέψη, και «εξωγενών» παραμέτρων, που αφορούν το ιστορικό τους περιβάλλον, στο βαθμό που δεν νομιμοποιείται έτσι ένας ανυπόστατος δυϊσμός, αποφεύγει την ανιστορική σύλληψη της γένεσης και ιδίως της κυκλοφορίας αυτών των ιδεών.
Συνάμα, καθιστά περιττή την επινόηση κάποιου πάλλογου φαντάσματος της ιστορίας, που θα τακτοποιούσε με κάθε άνεση το σύνολο των εκδηλώσεων της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι μήτρες ιδεών, από τις οποίες αντλούν οι εκπρόσωποι ενός οποιουδήποτε «ρεύματος» αισθητικών ιδεών, βρίσκονται στη μεθόριο της «ενδογενούς» και της «εξωγενούς» ι­στο­ρίας του και επομένως αποκλείουν τόσο την παρθενογένεση όσο και την εκμηδένιση της αυτοδυναμίας. Ειδικότερα, μια τέτοια συζυγία «ενδογενών» και «εξωγενών» παραγόντων, όπου δαμάζεται το πάλλογο «τέρας» της ιστορίας που ενοχλείται με τη «διαφορά» και την «αντίθεση», επιτρέπει να αναδεικνύονται οι «φάσεις» και οι λόγοι της μετακίνησης ως προς τη στοιχειοθέτηση των ενδιαφερόντων, τον τρόπο εμβάθυνσης, τη χρήση του εννοιολογικού apparatus, τη δύναμη και την εκφορά του επιχειρήματος.
Εδώ και λίγες δεκαετίες το εκκρεμές των οικείων ερευνών επανήλθε στην αναζήτηση των αιτίων από την πρόσκαιρη επιμονή στο «πώς» συγκροτήθηκαν οι αφηγήσεις για το παρελθόν. Δηλαδή επανέκαμψε, σοφότερη πάντως και αρκετά υποψιασμένη, η έρευνα των αιτιωδών σχέσεων που επιτρέπουν την κατανόηση της λειτουργίας των μηχανισμών και των μορφών βηματισμού της «ιστορίας».

Το βιβλίο, «Ιστορική αίσθηση» και λογοτεχνία, θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Πεδίο».

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: