12/2/11

Πλιάτσικο στις χαμένες μας ζωές


ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

Για μια κοινωνία που γαλουχήθηκε από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους με την ηρωική μορφή του κλέφτη-απελευθερωτή, στους κόλπους της οποίας μέχρι και μαρξιστές ιστορικοί διέγνωσαν έναν «αντιστασιακό χαρακτήρα» που διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία (Σβορώνος), η μελέτη της «παράδοσης ανταρσίας» (Στ. Δαμιανάκος), που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της δυσοίωνης ιστορίας της, αποτελεί οπωσδήποτε ζήτημα αυτογνωσίας.

ERIC HOBSBAWM, Ληστές, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 263

Η ληστεία προφανώς είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο με τη δική του Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας (Μπόρχες). Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι το ίδιο απαράλλαχτο σενάριο του Κουροσάβα μπόρεσε να μετατραπεί εύκολα στο Για μια χούφτα δολάρια, χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτα. Οι Ληστές του Hobsbawm αποδίδουν ακριβώς αυτή την παγκόσμια διάσταση μέσα από σπαρταριστές ιστορίες από κάθε άκρη της γης. Σκοπός βέβαια του γνωστού για τις αφηγηματικές του ικανότητες βρετανού ιστορικού είναι η οικοδόμηση μιας προβληματικής γύρω από το φαινόμενο της ληστείας και η εξαγωγή ορισμένων –προσωρινών πάντα- συμπερασμάτων. Το γεγονός βέβαια ότι το βιβλίο που εγκαινίασε τη μελέτη της ληστείας πριν από 40 χρόνια αντέχει ακόμα στο χρόνο προσδιορίζει και την αξία του. Ας δούμε μερικά από τα συμπεράσματα που αντέχουν ακόμα στο χρόνο.

Η κοινωνική ληστεία, έννοια που εισήγαγε ο Hobsbawm και αποτελεί και την ερευνητική εστία της μελέτης του “συναντιέται παντού σε όσες κοινωνίες βασίζονται στη γεωργία (συμπεριλαμβάνοντας εδώ και τις ποιμενικές οικονομίες) και αποτελούνται κατά κύριο λόγο από αγρότες και ακτήμονες δουλευτές, κοινωνίες που τις κυβερνούν, τις καταπιέζουν και τις εκμεταλλεύονται κάποιοι άλλοι – χωροδεσπότες, πόλεις, κυβερνήσεις, δικηγόροι ή ακόμα και τράπεζες” (σ. 39). “Η ληστεία έτεινε να γίνει επιδημική σε εποχές εξαθλίωσης και οικονομικής κρίσης” (σ. 43). Στο σημείο αυτό, ο συγγραφέας στην παρούσα αναθεωρημένη έκδοση  των Ληστών αποδέχεται την κριτική που του ασκήθηκε. Αν και επιμένει ότι “η κοινωνική ληστεία του παλιού μοντέλου δεν μπορεί να παραμένει ή ν’ αναβιώσει σε μια πλήρη καπιταλιστική κοινωνία” (σ. 229), δέχεται πως ο κοινωνικός ληστής “προσαρμόζεται στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, αποκόβεται σταδιακά απ’ την ύπαιθρο και μεταφέρεται στην πόλη” (σ. 254). Συνήθως όμως, τονίζει, αυτό συμβαίνει σε κοινωνίες “όπου ο θρύλος της κοινωνικής ληστείας  αποτελεί μέρος της λαϊκής κουλτούρας” (σ. 229). Έτσι ο Παλαιοκώστας άφησε τα Τρίκαλα, όπου δρούσε ο διαβόητος ληστής του Θανάση Παπακωνσταντίνου, για τη μεγαλούπολη, ενώ οι σύγχρονοι αντιεξουσιαστές βάλθηκαν να συνεχίσουν τη ληστρική παράδοση της χώρας μας. Πρέπει ωστόσο να σημειώσω ότι ο Hobsbawm είναι αρκετά επιφυλακτικός για το κατά πόσον οι σύγχρονοι “απαλλοτριωτές” είναι οι επίγονοι των παραδοσιακών κοινωνικών ληστών. Αν και είναι αρκετά πειστικός στη σύγκριση που επιχειρεί μεταξύ των δύο, τολμώ να σημειώσω ότι ο αναρχικός χώρος, ας πούμε στη χώρα μας, τείνει να ενσωματώσει την κοινωνική ληστεία στο ρεπερτόριο δράσης του με συλλογικό τρόπο.
Ποιος γίνεται όμως ληστής; Εκείνοι που μπορούν ή εκείνοι που δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς; Το αγροτικό πλεόνασμα του πληθυσμού, όσοι δεν μπορούν να ζήσουν από τα φτωχά ή άγονα χτήματά τους, οι βοσκοί, που άλλωστε το είδος της παραγωγικής τους δραστηριότητας δεν τους μαθαίνει να σέβονται τα όρια της ιδιωτικής ή δημόσιας περιουσίας, οι νέοι άντρες ανάμεσα στην εφηβεία και το γάμο, καθώς και “όσοι δεν αφομοιώνονται στην αγροτική κοινωνία και υποχρεώνονται έτσι να ζουν στο περιθώριο και την παρανομία” (σ. 57), οι “ένοπλοι και αγροφύλακες που δεν έχουν να ιδρώνουν δουλεύοντας τη γη, οδηγοί στα ταξίδια των κοπαδιών, καροτσέρηδες και κοντραμπατζήδες, βάρδοι και άλλοι παρόμοιοι” και τέλος “άντρες που δείχνουν απρόθυμοι να αποδεχθούν τον ταπεινό και παθητικό κοινωνικό ρόλο του υποταγμένου αγρότη” (σ. 58). Ο ληστής βγαίνει στο κλαρί συνήθως όταν δε γίνεται αλλιώς∙ θέλει και μπορεί συνάμα.
Πάνω απ’ όλα όμως ο ληστής είναι άνθρωπος των όπλων, ο οποίος χρησιμοποιεί το στρατιωτικό του “κεφάλαιο”, αν μου επιτρέπεται η κατάχρηση της λέξης, για ν’ αποκτήσει  οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό “κεφάλαιο”. Οι ληστές, τόσο σε επίπεδο ατόμων όσο και σε επίπεδο κοινωνικών στρωμάτων (σαμουράι, κλεφτοκαπεταναίοι) ή ολόκληρων λαών, με την πρακτική τους μας θυμίζουν ότι ο δρόμος για την εξουσία, αν και περνάει από τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας, δεν είναι υποχρεωτικό να ξεκινά από αυτόν. “Σε τελική ανάλυση”, τα όπλα μετράνε. Αυτό που ξέρανε όλοι οι ληστές, συχνά διέφυγε από τους μαρξιστές.
Πειρατές, κλέφτες, πιστολάδες και λοιποί ήρωες των παιδικών μας χρόνων ήξεραν άπαντες και κάτι ακόμα: για να σηκώσεις όπλο, δεν φτάνει, όπως είχε πει και ο Ηρακλής Πουαρώ, να έχεις συμφέρον, πρόθεση και όπλο. Χρειάζεται να ’χεις και ευκαιρία. Οι ληστές λοιπόν, όπως πολύ σωστά σημειώνει ο Hobsbawm, έδρασαν μαζικά όπου το κράτος αδυνατούσε να εξασφαλίσει το νόμο και την τάξη και μοιραία έχανε το μονοπώλιο της άσκησης της βίας. Οι πειρατές έτσι έδρασαν ανεξέλεγκτα στις θάλασσες που αδυνατούσαν να ελέγξουν οι αυτοκρατορικοί στόλοι, οι πιστολάδες στην Άγρια Δύση όσο το αμερικανικό κράτος έμενε ακόμα στις ανατολικές ακτές και οι κλέφτες στους ορεινούς όγκους της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η ευκολία διαφυγής των κλεφτών σε γειτονική επικράτεια υπήρξε βασική προϋπόθεση για τη δράση τους, όπως αναδεικνύεται τόσο στο έργο του Περικλή Ροδάκη για την προεπαναστατική Ελλάδα (Κλέφτες και Αρματολοί) όσο και στο έργο του Ι. Κολιόπουλου για τη μετεπαναστατική Ελλάδα (Περί λύχνων αφάς: Η ληστεία Ελλάδα του 19ου αιώνα).
Τι σχέση είχαν όμως οι ληστές με τους καταπιεζόμενους και εκμεταλλευόμενους αγρότες; Οι ληστές συνδέονταν με μεσάζοντες, για να μπορούν να πουλούν κλεμμένα ζώα ή να μεσολαβούν για τα λύτρα από τις απαγωγές, δεν έχαναν ευκαιρία να συμπεθερέψουν με τους δυνατούς της τοπικής τάξης πραγμάτων (όπως ο Κολοκοτρώνης που συμπεθέρεψε με τους αντιπάλους του Δεληγιανναίους), είχαν διασυνδέσεις με τοπικούς πολιτικούς, όπως έδειξε και ο Κολιόπουλος για τους μετεπαναστατικούς Ρουμελιώτες ληστές, αλλά και ο Edmond About για τους «Βασιλείς των ορέων» της Πάρνηθας, αφομοιώνονταν στο αυτοκρατορικό σύστημα εξουσίας, όπως οι κουρσάροι πρώην πειρατές, οι Σταυροφόροι πρώην κατάδικοι ή παράνομοι, οι άποικοι ανά την ιστορία ή οι αρματολοί πρώην κλέφτες που εκβίαζαν με τη δράση τους για την παραχώρηση του αρματολικιού. Ο Χρήστος Μηλιώνης του Παπαδιαμάντη εκδικήθηκε το ατίμασμα της βαφτιστικιάς του, την ίδια ώρα που εκβίαζε για το αρματολίκι της Ακαρνανίας. Φαίνεται λοιπόν δικαιολογημένη η κριτική που δέχτηκε ο Hobsbawm, σύμφωνα με την οποία η ληστεία συνδέεται μάλλον με την τοπική άρχουσα τάξη παρά με την αγροτιά. Στην κριτική αυτή ο συγγραφέας απαντά με πειστικό τρόπο. Ο ληστής, αν και προσανατολίζεται προς το σύστημα εξουσίας, ωστόσο προέρχεται από τους απόβλητους του συστήματος και λειτουργεί χάρη στην ύπαρξή τους. Αυτοί τον προστατεύουν και η καταπίεση που αυτοί υφίστανται δικαιολογεί τη δράση του. Σε αυτό συνίσταται και η διφορούμενη φύση της ληστείας.
Έχει κάποια σημασία λοιπόν η ληστεία για τη συλλογική προσπάθεια των καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων αγροτικών κυρίως μαζών να αποτινάξουν τα δεσμά τους; Οι ληστές, λέει ο Hobsbawm, δεν είναι επαναστάτες ούτε ιδεολόγοι (ή όπως έλεγε ένας ληστής τραπεζών στις πανέμορφες Λησταρχίνες ενός πρόσφατου ποπ γουέστερν, “άλλο τα ιδανικά και άλλο να ληστεύεις τράπεζες”). Διορθώνουν τα στραβά μιας παραδοσιακής τάξης πραγμάτων, δεν ζητούν να την ανατρέψουν. Δεν έχουν άλλωστε διαφορετικές ιδέες από τους αγρότες. Ωστόσο, η ύπαρξή τους “αποδείκνυε ότι η καταπίεση δεν ήταν οικουμενική και ότι η εκδίκηση για την καταπίεση ήταν εφικτή” (σ. 115). Ως σύμβολο ελευθερίας, στάθηκαν συχνά ο προάγγελος της επανάστασης, καθώς θεωρήθηκαν το κατάλοιπο μιας παλιάς ελευθερίας ή ο πυρήνας μιας μελλοντικής. “Ως άνθρωποι που έχουν ήδη κερδίσει την ελευθερία τους μπορεί να περιφρονούν συνήθως την αδρανή και παθητική μάζα, ακριβώς όμως σε στιγμές επανάστασης αυτή η παθητικότητα εξαφανίζεται” (σ. 138). “Και όταν φτάνουν οι μεγάλες στιγμές της Αποκάλυψης, οι συμμορίες των ληστών, που ο αριθμός τους αυγάτεψε στα χρόνια της δοκιμασίας και της προσδοκίας, μπορεί να μεταμορφωθούν ασυναίσθητα σε κάτι διαφορετικό [...] Όταν η ληστεία συγχωνεύεται σ’ ένα ευρύτερο κίνημα, γίνεται μέρος μιας δύναμης που μπορεί ν’ αλλάξει, και αλλάζει, την κοινωνία” (σ. 51). Όσο εύκολο ήταν όμως για τους ληστές να προσχωρήσουν στις αγροτικές επαναστάσεις, τόσο δύσκολο ήταν να προσαρμοστούν στα σύγχρονα επαναστατικά κινήματα. Με εξαίρεση τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα όπου “δεν χρειάζεται πολλή φιλοσοφία για ν’ αναγνωρίσει κανείς τη σύγκρουση ανάμεσα στο ‘λαό μας’ και τους ‘ξένους’” (σ. 144) οι ληστές δυσκολεύονταν να συμπορευθούν με τους επαναστάτες. Αν και ο Μάο πίστευε πως “αν καθοδηγηθούν με σωστό τρόπο, μπορεί να γίνουν επαναστατική δύναμη, […] ληστεία και κομμουνιστές συναντήθηκαν, όμως οι δρόμοι τους χώριζαν” (σ. 148-149).
Όσο όμως θα ζούμε σε κοινωνίες που κλέβουν ζωές, πάντα θα νοσταλγούμε όσους κάνανε “πλιάτσικο στις κλεμμένες μας ζωές”. 

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ

Δεν υπάρχουν σχόλια: