26/2/11

Γιώργος Κοτζιούλας

ΛΟΓΟΣ ΕΝ ΠΡΟΟΔΩ, ΣΕΛΙΔEΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ

Σπαραγμένος ανάμεσα στην Αθήνα και την Ήπειρο, ο Κοτζιούλας βρήκε την ου-τοπία του στα βουνά της Αντίστασης, όπου περιηγήθηκε και τελικά έζησε πλάι στους αντάρτες του Βελουχιώτη, από τα μέσα του 1943 ως τον αφοπλισμό, τον Ιανουάριο του 1945.

ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ



Η φωτογραφία είναι των αρχών του 1945 και εικονίζει δεξιά τον Κοτζιούλα, αριστερά νοσοκόμο της 8ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ και στη μέση τον Γιώργο Σαμαρά, γιατρό της 8ης μεραρχίας (η σύζυγός του, Ευαγγελία, που ζει ακόμα, διέσωσε τα αρχεία του θεάτρου στα βουνά).

Η εμπειρία αυτή υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη για την ποιητική δημιουργία του, τον έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με ένα ευρύτερο και λαϊκότερο κοινό, και  τον βοήθησε να συμφιλιώσει, πρόσκαιρα έστω, την ποίηση με την πράξη, επουλώνοντας έτσι τις ενοχές του για το γεγονός ότι, ως φιλάσθενος διανοούμενος, δεν μπόρεσε ποτέ να ασχοληθεί με τις αγροτικές εργασίες ή να συμμετάσχει στον πόλεμο της Αλβανίας.

 Ήδη από το 1940, πάντως, ο Κοτζιούλας επιχείρησε ό,τι δεν τόλμησε η γενιά τού 1920 και οι επίγονοί της: να μετατραπεί από μελαγχολικός ποιητής της «φλογέρας» σε επαναστατικό ποιητή της «τρουμπέτας», συντονίζοντας (όπως δεν το έκανε, κατά τη γνώμη του, ο Καρυωτάκης) «την ψυχική του εξέγερση με κάτι γενικότερο, με κάτι γενναιότερο, που θα ’κλεινε μέσα του το σπέρμα της ελπίδας, τη δυνατότητα της σωτηρίας». Πλάι στο αυτοβιογραφικό στοιχείο, που ποτέ δεν θα πάψει να είναι η ραχοκοκαλιά του έργου του, ο Κοτζιούλας εισάγει στην ποίησή του την ταραχώδη κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα, συνδυάζοντας άρρηκτα το αίτημα της ελευθερίας με εκείνο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Εκφράζοντας πλέον ξεκάθαρα την αριστερή ιδεολογία του, με τόνο και λεξιλόγιο που ενίοτε ανακαλούν την ποίηση του Κώστα Βάρναλη, τα Σατιρικά γυμνάσματα του Κωστή Παλαμά και τα πρώτα, έμμετρα έργα του Γιάννη Ρίτσου, ο Κοτζιούλας προβάλλει την ποίηση ως μέσο επαναστατικής δράσης.
Απογοητευμένος, στα τέλη του 1942, από το γεγονός ότι δεν μπορούσε  να εκδώσει τα μαχητικά ποιήματά του (και συνεπώς να συναντηθεί με το πλήθος στο οποίο συνεχώς απευθύνεται) και πτοημένος από τις θλιβερές κοινωνικοϊστορικές συνθήκες, ο Κοτζιούλας εκφράζει, σε επιστολή του προς τον Ε.Χ. Γονατά, την πρόθεσή του να σταματήσει να γράφει ποίηση. Είναι πια τριαντατριών ετών και στο ομώνυμο ποίημα («33 ετών») πράγματι δηλώνει πως έκλεισε τον κύκλο της ποιητικής δημιουργίας του. Όταν όμως γνωρίζεται με τον Βελουχιώτη και, κυρίως, όταν περνάει τον Άραχθο για να γλιτώσει από τις επιδρομές των ταγματασφαλιτών στα χωριά και εντάσσεται στις τάξεις του ΕΛΑΣ, ξεκινάει γι’ αυτόν μια περίοδος γεμάτη συγκλονιστικές εμπειρίες, τις οποίες αφηγείται στα απομνημονεύματά του Όταν ήμουν με τον Άρη, και χάρη στις οποίες αναθεωρεί την απόφασή του να σταματήσει να γράφει στίχους. Το πέρασμα του αφρισμένου Άραχθου υπήρξε, θα λέγαμε, για τον Κοτζιούλα μια τελετουργία άνδρωσης, ένα βάπτισμα στα νάματα του ηρωισμού, και επανέρχεται συχνά σε αυτό στα κατοπινά ποιήματά του. Μολονότι δεν συμμετέχει στον ανταρτοπόλεμο παρά μόνο με τους στίχους του, μοιράζεται με τους συντρόφους του τους κινδύνους, τη σκληρή ζωή του βουνού, ακόμη και τον οπλισμό, όπως με περηφάνια αφηγείται. Δεν κρύβει την παιδιάστικη, θα λέγαμε, χαρά του για το γεγονός ότι βρέθηκε πλάι στους βουνίσιους ήρωες που ήταν πάντοτε τα είδωλά του. Θαυμάζοντας από τα μικρά του χρόνια την «αδάμαστη έκφραση» και την «αρρενωπή αλκή» των ορεσίβιων ληστών της Ηπείρου -«κρυφά από πάντα μου ζηλεύοντας τ' αντρίκεια», ομολογεί στον ύμνο του «Ίλαρχος καβαλάρης»- είδε το ιδανικό του να ενσαρκώνεται στις σκληραγωγημένες μορφές των ανταρτών και των θρυλικών μαυροσκούφηδων (της ιδιαίτερης, έφιππης φρουράς του Βελουχιώτη).
Ζώντας δίπλα στον Βελουχιώτη και τους συντρόφους του όπως περίπου οι ραψωδοί των καπεταναίων των κλεφτών και των οπλαρχηγών της επανάστασης του ’21, ο Κοτζιούλας γράφει επικαιρικά, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις ποιήματα για το Αντάρτικο, που αντιγράφει με το χέρι και μοιράζει στους συναγωνιστές του, νιώθοντας για μοναδική φορά στη ζωή του την ικανοποίηση ότι  επικοινωνεί με τον απλό κόσμο. Σε όλη τη διάρκεια του 1944, εξάλλου, ήταν ολοκληρωτικά σχεδόν απορροφημένος από την οργάνωση του καλλιτεχνικού τμήματος της VIIIης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και το ανέβασμα στα χωριά της ελεύθερης Ελλάδας παραστάσεων δικών του έργων με τον θίασο «Λαϊκή Σκηνή», με στόχο την εξύψωση του φρονήματος του αγωνιζόμενου λαού.
Με την πικρή αίσθηση της ματαίωσης και της εξαπάτησης μετά τον αφοπλισμό, μέσα στην ηλεκτρισμένη μετακατοχική ατμόσφαιρα, ο Κοτζιούλας περιηγείται στη Θεσσαλία με νωπές της μνήμες του αντάρτικου. Συγκινημένος από το αναγκαστικό «σκόλασμα του αγώνα», γράφει μια σειρά εγκωμιαστικών ποιημάτων, εμπνεόμενος από τη σωματική διάπλαση και το ακατάβλητο ήθος των ανταρτών. Το αποτέλεσμα είναι δύο ποιητικές συλλογές, που δημοσιεύονται το 1946: μία για τον Βελουχιώτη (Ο Άρης, 1946, με ξυλογραφίες και σχέδια του ζωγράφου Δημήτρη Μεγαλίδη, συντρόφου του Κοτζιούλα στο βουνό) και μία για τους οπλαρχηγούς του ΕΛΑΣ (Οι πρώτοι του αγώνα, 1946), άλλοι από τους οποίους εξοντώθηκαν, άλλοι φυλακίστηκαν και άλλοι αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της εξορίας. Μέσα από την εξύμνηση των ηρώων του λαϊκού στρατού ο Κοτζιούλας εκφράζει το καταστάλαγμα της κορυφαίας εμπειρίας του σύντομου βίου του, βέβαιος ότι διεκδικεί μερίδιο στην ανδρεία τους. Τα δεκαπέντε πορτρέτα οπλαρχηγών που συγκροτούν τη συλλογή Οι πρώτοι του αγώνα είναι γραμμένα στη μορφή του σονέτου (επιλογή ασυνήθιστη για «στρατευμένη» ποίηση), στο δούλεμα του οποίου ο Κοτζιούλας αποδεικνύεται μάστορας. Γραμμένα με ελεγχόμενο πάθος, ανυπόκριτο θαυμασμό και μεγάλη εκφραστική πυκνότητα, αυτά τα πινδαρικής πνοής σονέτα απογειώνουν, παρά τον ακραίο ρεαλισμό τους, τον αναγνώστη, και κερδίζουν το δύσκολο στοίχημα να μνημειώσουν σύγχρονες ιστορικές μορφές.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν αισθητά για τον Κοτζιούλα μετά την οριστική εγκατάστασή του στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1945. Γρήγορα ο ηρωισμός του βουνού αντικαθίσταται από την αντιηρωική βιοπάλη των τυπογραφείων, και παρά το γεγονός ότι ο ποιητής συμμετέχει ενεργά στην πολιτική επικαιρότητα, τόσο με την ποίησή του όσο και με την τακτική αρθογραφία του στον Ρίζο της Δευτέρας και τον Ριζοσπάστη, αρχίζει να οικτίρει τον εαυτό του για τον άχαρο, «χάρτινο» ηρωισμό του (Γ256). Η ανάμνηση της Αντίστασης στην Ήπειρο κάνει πιο επώδυνη την πνιγηρή καθημερινότητα στην εμφυλιακή Αθήνα, όπως φαίνεται στο ποίημα «Αθανασία».

                     ΑΘΑΝΑΣΙΑ
          Μια σφαίρα κάλλιο ας έρχονταν εδώ στ’ αστήθι, πάρα
          που μ’ έχει πιάσει από καιρό σαν πατρική κατάρα
          κάτι άλλο, κάτι μισερό που σ’ άντρα δεν ταιριάζει
                    και που το λεν μαράζι.

          Να ’μουν, απάνου στα βουνά και πάλι πιθυμούσα
          με τους αντάρτες βλάμηδες, με την κουμπούρα μούσα,
          κι ούτε θα μ’ ένοιαζε, μονός έτσι όπως έχω λάχει,
                    να χάνομουν σε μάχη.

          Τότε για πάντα στα φτερά θα μ’ είχε η φήμη πάρει
          για ν’ απανώβανες κι εσύ: «κρίμα στο παλληκάρι!»
          κι όχι έναν ήρωα χάρτινο της χάρτινης ειρήνης
                    σαν τώρα να με κρίνεις.
                       
Η «κουμπούρα μούσα» απηχεί νοσταλγικά την αντιστασιακή ποιητική της συλλογής του Οι πρώτοι του αγώνα, όπου τον ποιητικό Πήγασο αντικαθιστούν τα γενναία άλογα των ανταρτών, το πολυπόθητο στεφάνι δεν είναι από αγριελιά αλλά από τα αγκάθια του αντιστασιακού παιδεμού, και γενικότερα η αθανασία ανήκει όχι στην ποίηση αλλά στον ηρωισμό. Την ίδια εποχή, εξάλλου, σε ένα από τα σατιρικά τετράστιχα που συνήθιζε τότε να γράφει για αντικομμουνιστές διανοούμενους, όπως ο Αντρέας Καραντώνης ή ο Στράτης Μυριβήλης, ο Κοτζιούλας σαρκάζει τον Τέλλο Άγρα για τον τυχαίο θάνατό του από αδέσποτη σφαίρα στο τέλος της Κατοχής. Ο αντιηρωικός αυτός θάνατος καθίσταται ειρωνικός λόγω της πολιτικής αποστασιοποίησης του Άγρα, ο οποίος, όπως γράφει αλλού ο Κοτζιούλας, όχι μόνο «θεωρούσε την πολιτική πλεχτάνη και φενάκη για έναν άνθρωπο της τέχνης» αλλά και «φυλαγόταν να μην ανακατέψει τη ζωή με την τέχνη».  
Στους αντίποδες τού κατά τα άλλα αγαπητού ομοτέχνου του, ο Κοτζιούλας συμμετέχει στα κοινά, τόσο με τη μαχητική αρθρογραφία του όσο και με τα ευθέως πολιτικά και στρατευμένα ποιήματά του την τριετία 1945-47. Το 1947, μάλιστα, στα σκληρά χρόνια του Εμφυλίου, γράφει τα ωραιότερα, ίσως, ποιήματά του, ποιήματα θρήνου και πένθους για τη θλιβερή κατάληξη του αγώνα των αριστερών, αλλά και άκαμπτης μαχητικότητας και ελπίδας για τη μελλοντική ευόδωση των θυσιών τους. Το πιο σκοτεινό από τα ποιήματα αυτά είναι το ολιγόστιχο «Είνορο» (λέξη που στο ηπειρώτικο ιδίωμα σημαίνει όνειρο), όπου ο ποιητής αφηγείται ένα όνειρό του για τους μαυροσκούφηδες. Σε αντίθεση με το ποίημα «Μαυροσκούφηδες», που γράφτηκε τον Μάιο του 1945 και υμνεί με κάτι από την υπερβολή των ακριτικών τραγουδιών την άγρια δύναμη αυτών των επιλεγμένων από τον Βελουχιώτη έφιππων ανταρτών, το «Είνορο» μοιάζει με εικόνα από τη δαντική Κόλαση, έτσι όπως εμφανίζει τους νεκρούς μαυροσκούφηδες να χάνονται σα σκιές σ’ ένα σκοτεινό δάσος, ορφανεμένοι από τα άλογα και τον αρχηγό τους.

ΕΊΝΟΡΟ
          Με τα σπαθιά σερνάμενα, με χαμηλά τα μάτια,
          χωρίς τα πολεμόχαρα που σας γνωρίζαν άτια,
          φορώντας τα φανταχτερά καλπάκια σας μονάχα
          (που σα να λυποκράταγαν κι αυτά μαζί σας τάχα),
          σας είδα, μαυροσκούφηδες, καρδιές από στουρνάρι,
          σα χαραμήδες να είστε πια, σαν παλιοκαρβανάροι,
          σε σύδεντρο, ώρα που το φως με το σκοτάδι σμίγει,
          μικρό μπουλούκι αμίλητο, και μουδιασμένοι, κρύγιοι,
          τραβούσατε όλο πιο βαθιά με χόλιασμα, γενάτι,
          πάντα σας αγριοπρόσωποι κι όλοι μαυρογενάτοι.
          «Πού πάτε δίχως το γαμπρό, σας έκραξα, έρμο ψίκι;».
          Βαριά πατώντας χάθηκαν μες στο ρουμάνι οι λύκοι.
                        (18 Φεβρουαρίου 1947)

Προσωρινός τίτλος του βιβλίου: Μαχητικός και αντιμοντερνιστής. Ο Γιώργος Κοτζιούλας ως ποιητής και κριτικός.

Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: