15/1/11

Η γοητεία του «πρωτογονισμού» και η γόνιμη αξιοποίησή του από τον μοντερνισμό

ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ Κ. ΑΝΘΗ

Είναι γεγονός ότι οι Γάλλοι υπερρεαλιστές στάθηκαν κριτικά απέναντι σε μύθους της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας και αναζήτησαν νέες πηγές καλλιτεχνικής έμπνευσης μέσα από μυθολογικές ή αισθητικές εκφράσεις άλλων πολιτισμών, εκείνων που η εξελικτική θεωρία της Δύσης oνόμασε «πρωτόγονους». Από την κοινωνική ανθρωπολογία και την εθνογραφία ως «πρωτόγονες» χαρακτηρίστηκαν αρχικά όλες οι μη δυτικές και άνευ γραφής κοινωνίες, οι οποίες συνιστούσαν επιβιώσεις κοινωνικών ομάδων ταυτόσημων με εκείνες που ζούσαν φυλετικά στο προϊστορικό στάδιο της ανθρωπότητας. Εξαιτίας όμως των έκδηλων μειωτικών χαρακτηριστικών ο όρος εγκαταλείφθηκε σταδιακά και σήμερα χρησιμοποιείται συμβατικά για να αποδώσει τα «παραδοσιακά συστήματα σκέψης».

Σε πολιτικό επίπεδο η στροφή στον «πρωτογονισμό» αρχίζει να αποκτά ιδεολογικό περιεχόμενο από την εποχή του Διαφωτισμού με τον Rousseau. Την εποχή αυτή η αντίληψη του πρωτόγονου αποκτά ένα δυναμικό χαρακτήρα και έρχεται σε αντίθεση με όλους εκείνους τους παράγοντες που έτειναν να παραμορφώσουν τον ελεύθερο και φυσικό αυθορμητισμό του ανθρώπου. Η άρνηση του αστικού κόσμου μεταφράζεται σε άρνηση μιας κοινωνίας, ενός τρόπου ζωής, μιας ηθικής αντίληψης. Στην τέχνη, η πολεμική ενάντια σε καθετί αστικό είχε ήδη αρχίσει από τους προρομαντικούς αλλά έγινε πιο συγκεκριμένη με τους συμβολιστές. Το παράδειγμα στην ποίηση το έδειξε ο Baudelaire. Στη ζωγραφική ο Gaugin. Ο όρος «μοντερνιστικός πρωτογονισμός», γνωστός ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα, αφορά στους τρόπους, κυρίως ιδεολογικούς, οικειοποίησης των χαρακτηριστικών της πρωτόγονης τέχνης από τους καλλιτέχνες σε μια προσπάθειά τους να αντιδράσουν στον ακαδημαϊσμό της εποχής και στα αισθητικά του πρότυπα. Εκτός από τον υπερρεαλισμό εντοπίζεται και σε άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα, όπως ο συμβολισμός, η art nouveau, ο κυβισμός, ο αμερικανικός αφηρημένος εξπρεσιονισμός.
Στο βιβλίο της Μοντερνιστικός πρωτογονισμός. Εκδοχές υπερρεαλισμού στο ποιητικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου (εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 406), η ΟΛΥΜΠΙΑ ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ, εξετάζει τις συνθήκες διαμόρφωσης του μοντερνιστικού πρωτογονισμού και διερευνά τις θεωρητικές προϋποθέσεις, που έκαναν δυνατή την πρόσληψή του από το γαλλικό υπερρεαλισμό. Στη συνέχεια προσδιορίζεται η έννοια της εθνογραφικής ετερότητας του γαλλικού υπερρεαλισμού και εξετάζονται μέσα απ’ αυτήν την οπτική δύο υπερρεαλιστικά περιοδικά, το Documents και το Minotaure, που αντιπροσωπεύουν δύο υπερρεαλιστικές ομάδες, με επικεφαλής τον Bataille και τον Breton αντίστοιχα. Να σημειώσουμε ότι οι υπερρεαλιστές δεν απορρίπτουν εξολοκλήρου τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό αλλά ασκούν κριτική στην κλασική του εκδοχή. Γοητεύονται από μυθολογικές μορφές της αρχαϊκής εποχής, της πρώτης «μυθικής» φάσης της ελληνικής μυθολογίας, που ήταν γεμάτη με γοργόνες και γρύπες, σφίγγες και μινώταυρους ή άλλες τερατόμορφες μυθολογικές μορφές. Η «ιστορική» μυθολογία, που είναι και πιο ανθρωπομορφική, δεν τους αφορά.
Στη συνέχεια, η συγγραφέας διερευνά, μέσα από τον περιοδικό τύπο της εποχής του Μεσοπολέμου, την εικόνα που είχε η ελληνική διανόηση για την έννοια του μοντερνιστικού πρωτογονισμού και την επίδρασή του στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική έμπνευση. Εξετάζονται κυρίως, τρία περιοδικά, τα Νεοελληνικά Γράμματα, το Τρίτο Μάτι και τα Νέα Γράμματα, που εκδίδονται το 1935, και το καθένα εκφράζει ένα διαφορετικό μέρος της πνευματικής ζωής του τόπου. Η παρουσία δημοσιευμάτων, άρθρων, κριτικών μελετών και αποκρίσεων σε έρευνα του γαλλικού περιοδικού Voyage en Grece με θέμα «Το ελληνικό πνεύμα και η επίδρασή του» (μεταφρασμένο στη Νέα Εστία), όπως παρατηρεί η συγγραφέας, δείχνει ότι το πρωτόγονο στοιχείο προσλαμβάνεται, άλλοτε μέσα από την παράδοξη ενσωμάτωσή του σε ένα λόγο ορθολογικό και άλλοτε μέσα από την αμηχανία κατανόησής του. Οι δημοσιεύσεις αυτές έδειξαν ότι ο μοντερνιστικός πρωτογονισμός ήταν κατά κύριο λόγο μια μορφή μοντέρνας τέχνης, που έγινε άμεσα κατανοητή περισσότερο στην περιοχή των εικαστικών και στην κριτική της τέχνης και λιγότερο στην κριτική της ποίησης και γενικά της λογοτεχνίας.
Τέλος, η συγγραφέας ασχολείται με την αισθητική της μεταξικής πολιτικής και την πρόσληψη του μοντερνιστικού πρωτόγονου από τη θεωρητική σκέψη του Εγγονόπουλου. Η συνάφεια των ζωγραφικών έργων της πρώτης περιόδου του Εγγονόπουλου με τα περίφημα ανδρείκελα της μεταφυσικής ή ρωμαϊκής περιόδου του Ντε Κίρικο, (η οποία υπήρξε και η αφορμή και την αποπομπή του τελευταίου από το κίνημα του υπερρεαλισμού) θέτουν το ερώτημα κατά πόσο στο έργο του Εγγονόπουλου μπορούν να ανιχνευτούν παρόμοιες προθέσεις επιστροφής σε συντηρητικές έννοιες τέχνης (ιστορικά συγκυριακή είναι η κίνηση επιστροφής, που παρατηρείται και από την πλευρά της μεταξικής πολιτιστικής πολιτικής). Η συγγραφέας επισημαίνει ότι η άποψη του Mario Vitti για τη μονομερή εισαγωγή του υπερρεαλιστικού ρεύματος στην Ελλάδα κατά το ένα σκέλος του, το μορφολογικό και όχι το ιδεολογικό-πολιτικό αφήνει ανοικτά ερωτήματα για το ιδεολογικό υπόβαθρο του ποιητικού έργου των Ελλήνων υπερρεαλιστών. Εδώ, επισημαίνονται οι απόψεις του Τάκη Καγιαλή για την αισθητική και την ιδεολογία των Ελλήνων υπερρεαλιστών (Εγγονόπουλου, Εμπειρίκου, Ελύτη), οι οποίες προκάλεσαν παλαιότερα αναταράξεις και τριγμούς στο χώρο της κριτικής. Η συγγραφέας κάνει μια ανασκόπηση στην ανάγνωση του ελληνικού υπερρεαλισμού από την πλευρά του Καγιαλή ως «αντιδραστικού μοντερνισμού», η οποία όσο προκλητική ή ιερόσυλη κι αν φαίνεται, έθεσε ουσιαστικά ερωτήματα για το ρόλο της πρωτοποριακής ποίησης στα πολιτισμικά και πολιτικά συμφραζόμενα του ελληνικού Μεσοπολέμου. Ζητούμενο, όμως, εξακολουθεί να αποτελεί η ιδεολογική συγγένεια των τριών ποιητών, η οποία κατά τη γνώμη μας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Η ελληνικότητα στον Εγγονόπουλο ή η σχέση του με την παράδοση, για την οποία κάποιοι επιδέξιοι δημοσιογράφοι φανατικά επέμεναν να τον ρωτούν στις συνεντεύξεις του, είναι στοιχεία που του επιτρέπουν να οριοθετεί έννοιες σχετικά με τη ζωή και την τέχνη, χωρίς να αποτελούν ίχνη μιας ταυτότητας, που εκβιαστικά θέλει να προσδώσει στο έργο του. Είναι κοντά στην ελληνικότητα του Παρθένη, του Πικιώνη, του Κόντογλου ή ακόμη και του αποσιωπημένου Τζούλιο Καΐμη.
Ένα μέρος της μυθολογικής και πρωτόγονης έμπνευσης των Γάλλων υπερρεαλιστών, που απαντάται και στο έργο του Εγγονόπουλου, είναι το πολιτισμικό μοντέλο του Μεξικού και της Νότιας Αμερικής, το οποίο εμφανίζεται σταθερά στο ποιητικό του έργο μέχρι τη συλλογή Έλευσις το 1948. Να θυμίσουμε ότι το 1938 ο Breton φεύγει για το Μεξικό, όπου συναντά το ζωγράφο Diego Rivera και τον εξόριστο Leon Troski. Ο Εγγονόπουλος γνωρίζει το περιεχόμενο, το οποίο οι υπερρεαλιστές αντλούν από την ιστορία και τον πολιτισμό του αρχαίου αλλά και του σύγχρονου Μεξικού. Έτσι γράφει στα γαλλικά το ποίημα «Espoirs mexicains» που το αφιερώνει στον Breton και δημοσιεύεται στη συλλογή «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής» το 1939. Σε αυτή την περίοδο της διαλεκτικής του Εγγονόπουλου με το μεξικάνικο και λατινοαμερικάνικο πολιτισμό (1938-1939) ανήκουν και τα ποιήματα «Levasion des centaures», «Esto Memor», «Νυκτερινή Μαρία», «Η ζωή και ο θάνατος των ποιητών». Στο ποίημα «Η ζωή και ο θάνατος των ποιητών» η Σινώπη είναι, σύμφωνα με την Ταχοπούλου, μια ετεροτοπία που: «τοποθετείται από τους ειδικούς άλλοτε μεν στην μέση ακριβώς μιας ευθείας γραμμής χαραγμένης ανάμεσα στο Μαρακαίμπο και στο Βαλπαραίζο της Χιλής άλλοτε πάλε στο Μαρακαίμπο και στο Ελμπασσάν». Ο Εγγονόπουλος λίγο πριν τον πόλεμο είχε οικειοποιηθεί μαζί με την ετερότητα των μεξικάνικων και την ετερότητα των βαλκανικών χαρακτηριστικών, διευρύνοντας έτσι τις αισθητικές και ιδεολογικές του επιλογές. Η Ταχοπούλου παρατηρεί μάλιστα, ότι η οικειοποίηση του αφρικάνικου, του αιγυπτιακού, του μεξικάνικου και του αλβανικού στοιχείου είναι σαφές ότι εκφράζει μια ιδεολογική αντίσταση στις διαδικασίες της εθνικής ομογενοποίησης αλλά και στην αποστειρωμένη ελληνικότητα του ‘30.
Η συνάντηση διαφορετικών πολιτισμικών ταυτοτήτων εξακολουθεί να υπάρχει και στις δύο πρώτες μεταπολεμικές συλλογές του ποιητή. Ωστόσο, κατά τη μεταπολεμική και εμφυλιακή περίοδο (1946-1948), παρατηρείται εμφανής αλλαγή στην προβληματική του. Ενώ, δηλαδή, η διαλεκτική στις προπολεμικές συλλογές ήταν κατά βάση καλλιτεχνική και αυτοαναφορική, στις δύο πρώτες μεταπολεμικές διαφαίνεται μια άμεση διαλεκτική με την ιστορία. Η ιστορική αίσθηση είναι πιο έντονη και ποιητικά εκφράζεται μέσα από την ανάγκη παρέμβασης του υποκειμένου στο ιστορικό παρόν. Στο ποίημα «Η επιστροφή της Ευρυδίκης» η αφήγηση αναπτύσσεται μέσα σ᾽ ένα κλίμα θυσίας και δράματος, στο οποίο κυριαρχεί μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του υπερρεαλιστικού πρωτόγονου, ο Μινώταυρος. Η Ταχοπούλου εντοπίζει τη μετάλλαξη της μυθικής μορφής, από οικεία και φιλική στο παρελθόν, σε απειλητική και εχθρική στο παρόν. Οι αφρικανικές μάσκες, τέλος, που αναφέρει ο Εγγονόπουλος στο ποίημα «Τα χρυσά οροπέδια» λειτουργούν ως μυητικό σύμβολο και στοιχείο μοντερνιστικού πρωτογονισμού. Είναι οι μάσκες που ενέπνευσαν τη νέγρικη περίοδο του Πικάσσο, ο οποίος τις είδε ως φετίχ, με μαγικές απελευθερωτικές δυνάμεις.
Στα Επιλεγόμενα, η συγγραφέας καταλήγει ότι ο Εγγονόπουλος διαφοροποιήθηκε από το κλίμα του νεοελληνικού μεσοπολέμου, που απέκλειε ή υποβάθμιζε την ουσιαστική συμμετοχή του ξένου ή ανοίκειου στη δημιουργία ενός νέου αισθητικού πεδίου. Οι μυθολογικές επιλογές και τα στοιχεία πολιτισμικής ετερότητας που αυτές διαγράφουν, αποδεικνύουν την πρόσληψη του μοντερνιστικού πρωτογονισμού, χωρίς όμως να μπορούμε με βεβαιότητα να υποστηρίξουμε την εκδοχή του υβριδισμού, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα προσωπικά κείμενα του ζωγράφου και ποιητή που έχουμε στη διάθεσή μας.

«η οικειοποίηση του αφρικάνικου, του αιγυπτιακού, του μεξικάνικου και του αλβανικού «πρωτογονισμού» από τον Εγγονόπουλο είναι σαφές ότι εκφράζει μια ιδεολογική αντίσταση στις διαδικασίες της εθνικής ομογενοποίησης αλλά και στην αποστειρωμένη ελληνικότητα του ‘30»

Ο Μιχάλης Κ. Άνθης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας και διδάσκει στην Ιωνίδειο Σχολή Πειραιά

Δεν υπάρχουν σχόλια: