15/1/11

Υπέρ καρπών της ποιήσεως

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΒΑΡΑ

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, ποιήματα, εκδόσεις Γαβριηλίδης (συνοδεύεται από CD, μουσική σύνθεση Νίκος Ζούδιαρης, Φοίβος Βλάχος).

Μετά πενταετή αγρανάπαυση στην ποίηση (εκδοτική εννοείται, γιατί αυτό το «κερατένιο επάγγελμα του λογοτέχνη σε θέλει 24 ώρες το 24ωρο») αλλά επιδιδόμενος σε παράλληλη διπλοκαλλιέργεια στην πεζογραφία ο Αργύρης Χιόνης (δημοσίευσε στο μεταξύ 2 πεζά και τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο το 2008) μας στέλνει τώρα από το αναχωρήτηριό του, από το Θροφαρί Κορινθίας (όπου ζει μόνιμα μετά την υπαλληλική του ευδόκιμο υπηρεσία στις Βρυξέλλες και τα ευρωπαϊκά σαλόνια) την επικαρπία του (επι-καρδία του ήθελα να πω, το ίδιο κάνει), καταγινόμενος εκεί με το να κλαδεύει, οργώνει, σπέρνει, καταβολεύει εναλλακτικά λέξεις, κλήματα, ελιές, δέντρα, αφού και η ποίηση κηπουρική λέξεων είναι και αρχιτεκτονική λεκτικών και άλλων κήπων.
Επικαρπία στυλοτική, ικανή να αντέξει κανείς σιτοδία χειμώνων που έρχονται και για το θερισμό της είχε οργώσει πριν γη και ουρανό (επικαρπία βιολογική, όχι με πλαστικό φαγητό που μας έχουν μπαφιάσει ποιητές του συρμού δηλ. του διασυρμού της καλλίστης των Τεχνών). Επικαρπία όπου ενδοκάρπιο και περικάρπιο είναι ένα, τρώγεται με τη φλούδα.
Σκέφτομαι τα υλικά του ονόματός του (το όνομα κάνει οιωνό πίστευαν οι Λατίνοι, nomina faciunt omina), άργυρος από γη, από τα σπλάχνα της και χιόνι από τον ουρανό και τις απάτητες κορφές της, πώς τα συγκέρασε και τα κυβερνά; Μα με την ενδιάμεση γύρη. Σκέφτομαι το βασικό στίγμα της δουλειάς του, το γεφύρωμα του γήινου και του επουράνιου, της ζωής και του ονείρου, την Ηρακλείτεια σύνθεση των αντιθέτων, τον Ακίνητο δρομέα του (τον ανίκητο ήθελα να πω) τον Τυφλό μπροστά στον καθρέφτη, το Τραγούδι της σιωπής του. Πολλοί από τους τροφίμους της ποίησής του έχουμε κατά καιρούς ζεσταθεί τους χειμώνες από τα καυσόξυλα της μαγικής αποθήκης του υπογείου του (έχω διαβάσει το σχετικό ποίημα πολλές φορές σε μαθητές μου σε παγωνιές και ζεσταίνονται), του χρωστάμε κοινόχρηστα πολλών χειμώνων, χώρια λαγούς και πετραχείλια που καθε τόσο μας χαρίζει από το πλούσιο κυνήγι των ονείρων του. Και πόσο εύκολα περνά από το κλαδευτήρι στην πένα και τον στίχο, ως άλλος Κιγκινάτος της ποίησης, που τη σώζει κάθε φορά στην πολιορκία της πόλης και ξαναγυρίζει δαφνοστεφής στους αγρούς του. Σπέρνει, κλαδεύει, φυτεύει, κορφολογεί, ξεγεννά την άνοιξη και τ’ αρνιά και τα ποιήματα με την ίδια ευχέρεια. Ακούω στο ξέφωτο κατά καιρούς τον κρότο της ντουφεκιάς του μαζί με τα μυδράλια και τα λουλούδια του Καρούζου (ωτακουστή μιας κουβέντας Μαχάτμα-Λένιν;). Χαίρομαι το ψαχνό της δουλειάς του. Όσο για τον Δυσμενίδη (σίγουρα Ευμενίδη) τον Τυανέα, θαυματοποιό και μάγο μαζί, δεν αμφιβάλλω καθόλου για την ταυτότητά του, ούτε για τη διαρκή του αναγεννητικότητα.
Ποιητής είναι αυτός που γράφει το όνομά του πάνω στο χιόνι, έχω κάπου διαβάσει, και το όνομά του δεν θα σβηστεί ποτέ γιατί το προστατεύει ο οιωνός που έχει-ενέχει, που συνδυάζει το σκληρό με το μαλακό (τον άργυρο με το χιόνι, που συμφιλιώνει τα αταίριαστα των αντιθέσεων ).
Σε καιρούς αποθέωσης της σκοτεινότητας, υπαινικτικότητας, συμβολισμών, πολυσημιών, η αφοπλιστική του περιγραφικότητα (για να χουν μεράδι στην πίτα της ποίησης όσο πιο πολλοί) συναντιέται με την καταλυτική περιγραφικότητα του γενάρχη, του Ομήρου. Μας εντυπωσιάζει ο σιαμαίος τίτλος του, που θα τον παραλλάσσαμε ελαφρώς σε Ό,τι περιγράφει, μας εγγράφει εσαεί. Τον διαβεβαιούμε. Ο πολλαχού παρών σαρκασμός του μας ανακουφίζει. Μιλάει για «προσωπείο του Τίποτε» για τον ποιητή, ένα κενό, αλλιώς πως θα γινόταν το προσωπείο του Χρόνου ηχείο και διασώστης του;
  Ο Χιόνης είναι ο νυχτοφύλακας που αγρυπνεί και καταγράφει όνειρα μεσημεριού και μεσονυχτίου, εντολοδόχος και εντολολήπτης μας, συλλέκτης αυτοκτονούντων διαττόντων για το δικό μας διάδημα στίχων και ποιημάτων. Ο Αργύρης που αργυρώνει και εξαργυρώνει, μεταποιεί τη ματαιότητα σε διάρκεια και παραμυθία που περιπολεί στις ακτές του ουρανού  για μας, αγρυπνεί όπως ο φύλακας στον Αγαμέμνωνα του Αισχύλου για να περισυλλέξει και αμισθί να μας χαρίσει τα πετράδια της αϋπνίας, ο Αργύρης που το αργύρι και το μπακίρι το αλχημίζει σε ποιήματα–κοσμήματα.
  Είναι φύσει και θέσει ο οικολογικότερος της γενιάς του. Πολλοί παριστάνουν τους «κηπουρούς». Αυτός, αυθεντικός κηπουρός, σαμάνος, παγανιστής, ωτακουστής του αρχαίου λυγμού των δένδρων, μιλά με τα δέντρα, έχεις τους κήπους σου και τους καταρράχτες και στο στόμα σου και στα σύννεφα (όπως ο Σαχτούρης) αλλά και στον κόρφο της Κορινθίας στο Θροφαρί στη φυσική τους έκφανση. Γράφει το ωραιότερο επιτύμβιο-επιτάφιο σε ένα φύλλο «Ταξίδι ήρεμο,/ απ’ το κλαδί ως το χώμα...», στο μεταξύ μας χαρίζει τόσα μαγευτικά ταξίδια και διαδρομές από σελίδα σε σελίδα και κυρίως από λέξη σε λέξη, στα ενδιάμεσα χέρσα. Άχρι θανάτου ερωτικός -πόσο μας παρηγορεί με τη «Θανή» του, θα την έλεγα Νίκη  όλων μας (κι ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη Θανή). Τα υπαρξιακά του ποιήματα είναι από τα πιο  παραμυθητικά.
Ένα βιβλίο που συνηγορεί αποτελεσματικά υπέρ καρπών και ποιήσεως, ή μάλλον υπέρ καρπών ποιήσεως.

Ο Γιάννης  Κουβαράς είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: