8/1/11

Ο τελευταίος ρώσος κλασικός

ΙΒΑΝ ΜΠΟΥΝΙΝ, Ναταλί και άλλα διηγήματα, εκδόσεις Ροές, μτφρ. Πάνος Σταθόγιαννης, σελ. 278

Δεν ανήκα σε καμιά σχολή. Ούτε των συγγραφέων της παρακμής ή των συμβολιστών, των ρομαντικών ή των νατουραλιστών. Εξάλλου, δεν είχα σχεδόν καμιά σχέση με τους κύκλους των λογοτεχνών! Ταξίδεψα πολύ. Μ' ενδιέφεραν κυρίως τα φιλοσοφικά, θρησκευτικά, ηθικά και ιστορικά προβλήματα...
Ιβάν Μπούνιν

Η περίπτωση του Ιβάν Μπούνιν (1870-1953) έχει προσθέσει έναν ακόμα αριθμό στο μεγάλο κατάλογο των καλλιτεχνών, οι οποίοι αναγκάσθηκαν, από συστάσεως του ρωσικού κράτους, να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και να ζήσουν ως εμιγκρέ εις την ξένην. Ειδικά όσοι (αυτο)εξορίσθηκαν -όχι μόνον στα χρόνια της Σοβιετικής εξουσίας αλλά και προηγουμένως επί "μητέρας Ρωσίας"- είναι γνωστό ότι δέχθηκαν το πλήγμα του χωρισμού με μεγαλύτερη ένταση από άλλους ομοιοπαθείς απανταχού της Γης, δεδομένης της βαθιάς σχέσης του ρώσου με το νόστιμον ήμαρ. Ο μυστικός και κρυπτικός ενίοτε δεσμός του κατοίκου της χώρας του Ντοστογιέφσκι με την πατρίδα του, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, λειτουργούσε με τρόπο σχεδόν μεταφυσικό στη συνείδησή του. Ο Αντρέι Ταρκόφσκι απέδωσε νομίζω πιστά τη συγκεκριμένη διάθεση του αποκομμένου από το γενέθλιο τόπο ρώσου (πέρα από τις πιο ειδικές συμπαραδηλώσεις του όρου, που ήθελε ο σκηνοθέτης) στην ταινία Νοσταλγία. Το συναίσθημα αυτό, κατά τον Ταρκόφσκι, είναι  "ολοκληρωτικό και απόλυτο".
Ο Μπούνιν, αν και εξόριστος από το 1920, (κυρίως) στο Παρίσι,  συνεχώς "επιστρέφει" στη χώρα του μέσα από μια απίστευτη μνημονική κινητοποίηση, θα έλεγε κανείς, των αισθητηριακών του δυνάμεων, για να ανασυνθέσει "χρώματα και αρώματα" της Ιθάκης του. Πριν φύγει από την πατρίδα του, ήδη καταξιωμένος ως συγγραφέας, είχε προλάβει να δει δημοσιευμένο το πεζό του Το χωριό, ένα έργο-απάντηση στους σλαβόφιλους και τους τολστοϊκούς, απομυθοποιητικό όσον αφορά στον ενάρετο μουζίκο, στον οποίο το ρωσικό έθνος στήριζε τις ελπίδες του. Δεμένος με τη ρωσική γη και τους εργάτες της, παίρνοντας τα πρώτα μαθήματα προσήλωσης στη Φύση και τους υπηρέτες της από τον Τολστόι, του οποίου υπήρξε αρχικά καλός μαθητής (και μετέπειτα  μάλλον αποστάτης) συνέχισε στη γραμμή των κλασικών, με απαράμιλλη περιγραφική δεξιότητα, να τη συστήνει ως το καλύτερο φίλτρο της ανθρώπινης δοκιμασίας. Ο αναγνώστης του συνεχώς παραπέμπεται στις πιο αποδοτικές σελίδες της μείζονος ρεαλιστικής, απεικονιστικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα, αλλά και σε περιγραφικές στροφές του Γκόρκι (άλλου Πυγμαλίωνα του), όπου η στέπα, η λάσπη, το χωριό, οι αποφορές και οι ευωδιές της χλωρίδας και της πανίδας, μαζί με τις σημαίνουσες σιωπές και τα ηχηρά ξεσπάσματα του φυσικού κόσμου, δημιουργούν την πιο απροσδόκητη μουσική συνοδεία, ελεγειακή και πένθιμη, της δράσης.
Αν και ο ίδιος ο Μπουνιν αρνείται την επίδραση του νατουραλισμού στη μανιέρα του, στην πραγματικότητα ένας ιδιότυπος παθογενής δεσμός συνδέει το άτομο με το περιβάλλον στις μυθοπλασίες του, οργανώνοντας τις νομοτέλειες, οι οποίες έχοντας ως αφετηρία το καλά κεκρυμμένο "βιολογικό λάθος" ορίζουν το δραματικό αποτέλεσμα. Από το γνήσιο νατουραλισμό διασώζεται μέσω μιας φυγόκεντρης δύναμης, η οποία προσανατολισμένη  αμυδρά σε κάποιο ποιητικό αίτιο δεν συνδέει μηχανιστικά τα φαινόμενα. Φαίνεται ότι η δηλωμένη προτίμησή του, εκτός των άλλων, και προς τη γραφή του Τόμας Μαν, πρόσθεσε μια ιδιαίτερη πτητικότητα στις επιλογές του, σχετικά με την αναπαράσταση σκηνικών τα οποία φιλοξένησαν ιστορίες για το θάνατο, τη φθορά και την κληρονομικότητα.
Ακριβώς ο θάνατος του έρωτα, θα έλεγα σχηματικά, απασχολεί την προβληματική των δεκαεπτά διηγημάτων, που περιλαμβάνονται στην ανά χείρας συλλογή, μεταφρασμένων με αίσθηση των αποχρώσεων, από έναν άριστο γνώστη σλαβικών γλωσσών, τον πεζογράφο Πάνο Σταθόγιαννη. Τα μικρά αυτά πεζά είναι ανθολογημένα μέσα από ολόκληρο σχεδόν το έργο του δημιουργού και δίνουν μια συνολική εικόνα του βλέμματός του πάνω στο θέμα. Το πεπερασμένο, λοιπόν, και το θνησιγενές των ερωτικών σχέσεων πραγματεύονται οι ιστορίες του Μπούνιν, που εκτυλίσσονται, κυρίως, σε αγροτικό περιβάλλον, με ήρωες αστούς και αγρότες. Πρωτοπρόσωπα και μη, αφήνουν όλα, μέσα από ευσύνοπτες  αφηγήσεις, μια πικρή γεύση, έτσι καθώς τα αμφίβολα, λεπτά αισθήματα συμπλέκονται με το πρωτείο του σώματος, οι υπόγειοι, ψυχικοί κραδασμοί με το απερίφραστο του απτού, οι "αρχές της ηδονής", με άλλα λόγια, με τις "αρχές της πραγματικότητος", οι σκοτεινές πτυχές των ενστίκτων με το απροσδιόριστα ευγενικό και διαφεύγον, το εφικτό με το ανεκπλήρωτο ...
Οι γάλλοι κλασικοί, επίσης, ενοικούν στις σκληρές αυτές βινιέτες, που βυθομετρούν την ευαισθησία χωρίς ψευδαισθήσεις, ανακαλύπτοντας μέσα τους και το αντίθετό τους σύμφυτο. Ο Φλομπέρ, ο Μποντλέρ ή ο Μπαλζάκ κυκλοφορούν μέσα σε αυτές τις μικρές, αποτελεσματικές πινελιές που σχεδιάζουν την ανθρώπινη επιθυμία με ρεαλιστικό φόντο, κλείνοντας ραντεβού στον κοινωνικό νόμο με τα ψυχικώς ζητούμενα... Η ταξικότητα, αλλά, κυρίως, η ανερμάτιστη ατομικότητα θέτει τα όρια και κανονίζει τους όρους του παιχνιδιού. Υπηρέτριες, πόρνες, συναισθηματικά ανώριμες νεαρές υπάρξεις συναντούν επιπόλαιους ή υπερευαίσθητους αστούς και μουζίκους, αρθρώνοντας μια αλυσίδα από τραυματικά άτομα, που προχωρούν τυφλά σε ένα τοπίο συνήθως παγωμένο, συμβολικά.
Ο Μπούνιν (βραβείο Νόμπελ στα 1933, το πρώτο για τη Ρωσία), δικαιώθηκε, περιέργως πως, στα μέσα της δεκαετίας  του '60 και επί χρουτσοφικής περιόδου. Ο μελετητής της τύχης των αντιφρονούντων συγγραφέων στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης έχει πολλά και παράδοξα να καταγράψει. Διότι, ας μην ξεχνάμε, παράδοξη και αμφίθυμη ήταν και η στάση των σοβιετικών ηγετών απέναντι στη λογοτεχνία, από το 1917 μέχρι τον Γκορμπατσόφ. Από τη μια ο (αριστερός) μοντερνισμός της πρώτης εποχής, ο "αντικλασικός" λεγόμενος, γινόταν έστω με δισταγμό δεκτός από τους κρατούντες, από την άλλη, όμως, ο Λένιν ήταν καθαρά εναντίον των αντιπαραδοσιακών δυνάμεων. Ο Λουνατσάρσκι έχει μιλήσει, έτσι κι αλλιώς, για την ελλειπή κουλτούρα του Λένιν γύρω από ζητήματα τέχνης. Αντίθετα, ο Τρότσκι είχε αισθητικές γνώσεις και ήταν -με πολλές αντιρρήσεις- οπαδός του φουτουρισμού. Δεν πίστευε στην "προλεταριακή τέχνη" και δικαιολογούσε την άποψή του αυτή λέγοντας ότι η κοινωνία βαδίζει προς το στάδιο της αταξικότητας. Αλλά και αυτός, στο Λογοτεχνία και επανάσταση, τον μόνο ποιητή που βρήκε να εξάρει ήταν κάποιος Ντεμιάν Μπέντνι, ολότελα ασήμαντος...
Το συγκεκριμένο κομφούζιο, που οδήγησε στον Ζντάνοφ και το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, είχε προλάβει πάντως να φτιάξει το ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου δεν είχαν θέση οι "αστοί" καλλιτέχνες. Ακόμα και ο Μαγιακόφσκι, στου οποίου το παθητικό έχουν καταγραφεί πολλά ηχηρά, στρατευμένα κείμενα, άνευ αξίας, κρίθηκε εκποδών και είχε το γνωστό τέλος. Πώς να επιβιώσουν συγγραφείς, μεταξύ άλλων, όπως ο Μπουλγκάκοφ, η Τσβετάγιεβα, η Αχμάτοβα, ο Ναμπόκοφ ή ο Πάστερνακ; Οι συγγραφείς αυτοί ήσαν καταδικασμένοι ως "αντεπαναστάτες", "αντιπρολεταριακοί", "μηδενιστές", "συντηρητικοί", "ταξικοί" κ.ο.κ. Γνωστές οι περιπέτειες του Πάστερνακ με τον Δόκτορα Ζιβάγκο, μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε τελικά πριν από μερικές δεκαετίες στη Ρωσία. Ας μην αναφερθούμε στην τύχη των ποιημάτων της Αχμάτοβα ή των έργων του Μπουλγκάκοφ.
Και επειδή η Ιστορία επαναλαμβάνεται με ελαφρές παραλλαγές πάνω στο θέμα της αντίφασης, να επαναλάβω προσθέτοντας ότι ενώ τα έργα του Μπούνιν κυκλοφορούν στα μέσα της δεκαετίας του '60, βιβλία του Σολτζενίτσιν παραμένουν απαγορευμένα, έχει καταδικασθεί σε εξορία ο ποιητής Ιωσήφ Μπρόντσκι (Νόμπελ στα 1987), το "παιδί θαύμα" κατά την Άννα Αχμάτοβα, ενώ δικάζονται ως αντιφρονούντες οι συγγραφείς Ντάνιελ, Σινιάφσκι και Ταρσίς, με κατηγορίες οι οποίες  προκάλεσαν διαμαρτυρίες και από αριστερούς κύκλους του εξωτερικού (μη εξαιρουμένης και της Ελλάδος).
Η σοβιετική εξουσία είναι βέβαιο ότι, στα πρώτα χρόνια του καθεστώτος και μετά το σταλινισμό, παρά τις πολλές αμφιθυμίες της απέναντι στους "παρεκκλίνοντες" συγγραφείς, τελικά δεν ψήφιζε υπέρ των τελευταίων επειδή πίστευε, αντίθετα προς το ρηθέν, πως "οι στίχοι ανατρέπουν καθεστώτα". Δεν θα αστοχούσε, λοιπόν, κανείς εάν έλεγε ότι βρισκόταν πολύ μακριά από το σήμερα όπου είναι εδραιωμένη στο συλλογικό συνειδητό η πεποίθηση ότι μόνο μέσω της πολιτικής μπορεί να συμβεί κάτι παρόμοιο...

Ο Τάσος Γουδέλης είναι πεζογράφος και κριτικός κινηματογράφου

Δεν υπάρχουν σχόλια: