8/1/11

Ιστορία της νεότητας

ΤΗΣ ΕΦΗΣ ΑΒΔΕΛΑ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, ΕΥΗ ΟΛΥΜΠΙΤΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (επιμ.), Η ελληνική νεολαία στον 20ό αιώνα. Πολιτικές διαδρομές, κοινωνικές πρακτικές και πολιτιστικές εκφράσεις, ΑΣΚΙ - Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς, Θεμέλιο, σελ. 472

Είναι ένα εντυπωσιακό βιβλίο. Τριάντα τρεις ερευνητές και ερευνήτριες, με μικρότερη ή μεγαλύτερη εμπειρία στην ιστορική έρευνα, στην πλειοψηφία τους ιστορικοί, αλλά επίσης και κάποιοι κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες, αναπτύσσουν σε πεντακόσιες σελίδες και τριάντα μία συμβολές ζητήματα που αφορούν τις πολιτικές διαδρομές, τις κοινωνικές πρακτικές και τις πολιτισμικές εκφράσεις των νέων στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Ο τόμος είναι προϊόν του συνεδρίου που οργάνωσαν τα ΑΣΚΙ, το 2008 οπότε ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα στην Κοινωνία της Πληροφορίας που είχαν αναλάβει, με τίτλο: «Η ελληνική νεολαία στις συλλογές των ΑΣΚΙ. Πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Μεταπολίτευση», και παρουσίασαν τις σχετικές ψηφιακές συλλογές τους.

Η ιστορία της νεότητας έχει ευτυχήσει περισσότερο από άλλες ιστορικές θεματικές στον τόπο μας: από το 1983 ταυτίστηκε -σε συνδυασμό με την ιστορία της παιδικής ηλικίας- με ένα κρατικό ερευνητικό και εκδοτικό πρόγραμμα -το οποίο, παρά την πενταετή διακοπή του, συνεχίζεται μέχρι σήμερα-∙ τροφοδότησε επίσης ιδιωτικά ερευνητικά προγράμματα και εκδοτικές συλλογές με την ίδια θεματική∙ καλύπτει έναν ήδη μακροσκελή κατάλογο σημαντικών μελετών∙ αντλεί από πλούσια σώματα αρχειακού υλικού, άλλοτε εξειδικευμένα -όπως η σχετική ψηφιακή συλλογή των ΑΣΚΙ- άλλοτε όχι∙ και απασχόλησε τρία μεγάλα συνέδρια, περίπου ένα τη δεκαετία. Συγχρόνως, η ιστορία της νεότητας διδάσκεται ως μάθημα σε πλήθος πανεπιστημιακά τμήματα και προσελκύει συνεχώς νέες ερευνητικές δυνάμεις, με διπλωματικές εργασίες και διδακτορικές διατριβές. Δύσκολα μπορεί να πει κανείς αντίστοιχα πράγματα για πολλές άλλες ιστορικές θεματικές -εκτός ίσως από εκείνη για τη δεκαετία του ’40-, παρά την άνθιση της ιστοριογραφίας στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες και την αυξανόμενη ζήτηση για ιστορία από ένα όλο και ευρύτερο κοινό.
Δύο διαστάσεις του τόμου συνιστούν στοιχεία μιας γενικότερης ιστορίας της νεότητας: πρώτον, επειδή ακριβώς αφορά μια μεταβατική χρονική περίοδο στη ζωή όλων των ανθρώπων, τα όρια και το περιεχόμενο της οποίας αλλάζουν ανάλογα με τα ιστορικά και άλλα συμφραζόμενα, η ιστορία της νεότητας τέμνει κατά κάποιον τρόπο όλες τις άλλες ιστορικές θεματικές∙ και, δεύτερον, κατά τον 20ό αιώνα η «νεότητα» ως κατηγορία απέκτησε προνομιακή σχέση με την πολιτική, με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου. Και οι δύο διαστάσεις εικονογραφούνται καλά στον τόμο που παρουσιάζουμε σήμερα: η πρώτη στο εύρος των θεματικών του και η δεύτερη στον κεντρικό του προσανατολισμό.
Θα μείνω λίγο περισσότερο στη διάσταση της πολιτικής. Η «νεότητα» -ή «νεολαία»- συγκροτείται ως χωριστή κατηγορία στο γύρισμα του 20ού αιώνα, σε άμεση συνάρτηση και με την πρόσφατη τότε ανακάλυψη της εφηβείας ως περιόδου με διακριτές βιολογικές και ψυχολογικές ιδιότητες. Κατά τη διάρκειά του 20ού αιώνα η «νεολαία» αποτέλεσε κεντρική μεταφορά και εργαλείο στην πολιτική: γίνεται πρότυπο και ελπίδα για το μέλλον, αλλά επίσης συγχρόνως αντιμετωπίζεται ως αστάθμητος παράγοντας που απαιτεί επιτήρηση, ως απειλή. Οι ποικίλες αναπαραστάσεις και απεικονίσεις της «νεολαίας» σηματοδότησαν αφενός τις μελλοντικές συλλογικές προσδοκίες και αφετέρου τις κυρίαρχες προσλήψεις των νέων ως συγχρόνως φορέων ουτοπίας και φόβου και απορρόφησαν τις αγωνίες που γέννησαν οι τεράστιες αλυσιδωτές κοινωνικές ανατροπές του αιώνα, αυτό που κάνει ώστε η αρχή και το τέλος του να διαφέρουν περισσότερο από ό,τι σε οποιονδήποτε άλλο αιώνα, για να θυμηθώ την παρατήρηση του Έρικ Χόμπσμπομ.
Στον 20ό αιώνα λοιπόν οι νέοι, ως φορείς δράσης αλλά και ως αποδέκτες της κοινωνικής παρέμβασης, αναδείχθηκαν σε κεντρική συνιστώσα του δημόσιου πεδίου της πολιτικής και του περιεχομένου που πήρε το «κοινωνικό ζήτημα». Οι προβληματισμοί για τη «νεολαία» αποτέλεσαν συχνά το έναυσμα για παρεμβάσεις του κράτους ή άλλων επίσημων θεσμικών φορέων, με στόχο την ηθική ρύθμιση γύρω από ζητήματα εκπαίδευσης, υγείας, επαγγελματικής κατάρτισης, συμπεριφοράς κτλ. Συγχρόνως, κατανάλωση, εκπαίδευση, ψυχαγωγία, πολιτική, στη μαζική διάσταση που απέκτησαν στον 20ό αιώνα, τροφοδότησαν νεανικές υποκειμενικότητες με τις οποίες συνδέθηκαν συλλογικές μορφές νεανικής έκφρασης, σε συνομιλία ή σε σύγκρουση με κυρίαρχους λόγους, ιδιαίτερες εκδοχές ταυτότητας των νέων, τις πολλαπλές «νεολαίες» για τις οποίες κάνει λόγο ο Σπύρος Ασδραχάς στην εισαγωγή του στον τόμο. Με αυτόν τον τρόπο, η «νεότητα», είτε ως μορφή ετερότητας στην οποία στόχευε η παρέμβαση των θεσμών είτε ως ταυτότητα της οποίας οι φορείς διεκδικούσαν την αυτονομία, αποτέλεσε συστατικό στοιχείο για τις πολιτικές της δημόσιας δράσης.
Δεν είναι επομένως μόνο η αφετηριακή εστίαση του προγράμματος των ΑΣΚΙ στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες των νέων που έφερε την πολιτική στην πρώτη θέση των παρεμβάσεων στο συνέδριο και τώρα στον τόμο. Ο συνδυασμός ανάμεσα στη «νεολαία» και τον 20ό αιώνα παραπέμπει άμεσα στην πολιτική. Η «νεολαία» είναι πολιτική κατηγορία, συνδέεται, όπως φαίνεται και από τις παρεμβάσεις του τόμου, με ένα περιεχόμενο της πολιτικής με την ευρεία έννοια της δημόσιας δράσης, που περιλαμβάνει την κομματική στράτευση, τη συμμετοχή σε σωματεία και άλλες κοινωνικές συσσωματώσεις, καθώς και σε διαφόρων ειδών κινήματα. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι την έμφαση του τόμου στην πολιτική διάσταση την τροφοδοτεί επίσης το περιεχόμενο των αρχειακών συλλογών που παρέχουν τα ΑΣΚΙ και η πολύτιμη δουλειά τους, όπως φαίνεται και από όλες τις άλλες εκδηλώσεις τους. Με πλούσιο ταξινομημένο υλικό, πρόθυμους και πληροφορημένους διαχειριστές του, περιοδικό, ημερίδες, σεμινάρια, δεν είναι περίεργο που τα ΑΣΚΙ έγιναν τα ίδια μέσα στα χρόνια τόπος συσπείρωσης νέων ερευνητών, χώρος διαμόρφωσης συλλογικής ταυτότητας. Σε αυτά οφείλεται σε σημαντικό βαθμό η πρόσφατη άνθιση των μελετών για τη δεκαετία του ’40, αλλά και άλλων που ανέδειξαν νέες κατευθύνσεις στην ιστορική έρευνα. Ορισμένα αποτελέσματα καταγράφονται στον τόμο που παρουσιάζουμε σήμερα.
Δυο λόγια για τη διάρθρωσή του τόμου. Αποτελείται από πέντε μέρη, άνισα μεταξύ τους τόσο ως προς τον όγκο τους όσο και ως προς την εστίασή τους, που προφανώς καταγράφουν τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των συμμετεχόντων. Τα δύο μεγαλύτερα, με εννέα και δέκα παρεμβάσεις αντίστοιχα το καθένα, αφορούν, το πρώτο, τις «μορφές πολιτικής στράτευσης: τα πρόσωπα και τις οργανώσεις» και, το δεύτερο, -τρίτο στη σειρά του τόμου- τη «νεολαία στην κοινωνία: από τον αγροτικό κόσμο στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα»∙ τρία μέρη, το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο έχουν πιο εστιασμένες θεματικές: το «φοιτητικό κίνημα: διαδρομές, ιστοριογραφία, λογοτεχνικές αναπαραστάσεις», μετά «αθλητισμός: νεολαία και σώμα» και τέλος «νέες γυναίκες και πολιτική».
Βλέποντας τις παρεμβάσεις συνολικά, διαπιστώνει κανείς ότι οι περισσότερες εξετάζουν ομάδες νέων ως δρώντα υποκείμενα στο ευρύ πεδίο της πολιτικής, ενώ λιγότερες είναι όσες επικεντρώνονται στην πρόσληψη της νεολαίας ή στις κοινωνικές πρακτικές και τις πολιτισμικές εκφράσεις νέων. Η πολιτική διάσταση παρουσιάζεται πολύπλευρα: περιλαμβάνει την πολιτική στράτευση κατά κύριο λόγο στην Αριστερά (επαγγελματίες επαναστάτες, αντιστασιακές οργανώσεις στην κατοχή ή την περίοδο της χούντας, κομματικές οργανώσεις της μεταπολίτευσης), οργανώσεις με ποικίλα πολιτικά πρόσημα (την ΕΟΝ, τις θρησκευτικές νεολαίες, τις νεολαίες των δεξιών κομμάτων, αλλά και τους προσκόπους και οργανώσεις νέων σε χώρες της μετανάστευσης), καθώς και κοινωνικά κινήματα (το φοιτητικό, το Κυπριακό, αλλά και το πιο πρόσφατο κίνημα για το στρατό). Η κοινωνική διάσταση, οι «κοινωνικές πρακτικές» είναι λιγότερες στον τόμο: οι νέοι στην αγροτική κοινωνία, ως πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές και τις εξορίες, στον αθλητισμό, τα νέα κορίτσια στην κομμουνιστική αριστερά∙ μία μόνο ανακοίνωση για εργαζόμενη νεότητα, για τις υπηρέτριες στο μεσοπόλεμο. Ορισμένες παρεμβάσεις ασχολούνται με την «άλλη πλευρά», την πρόσληψη των νέων και των πολιτικών και πολιτισμικών τους εκδηλώσεων από τους μεγαλύτερους: την εκκλησία, τις προξενικές αρχές, το κόμμα, την τοπική κοινωνία, τη λογοτεχνία. Χρονικά, οι παρεμβάσεις είναι μοιρασμένες ανάμεσα στο μεσοπόλεμο και τη δεκαετία του ’40, ενώ αρκετές πραγματεύονται νεότερες περιόδους, από το ’50 ως το ’90 - μολονότι εκεί κυριαρχούν ακόμη οι πολιτικοί επιστήμονες και οι κοινωνιολόγοι.
Με την ποικιλία των παρεμβάσεων, την παρουσία πολλών νέων ερευνητών δίπλα σε έμπειρους και καταξιωμένους στο χώρο, ο τόμος προσφέρει ένα πανόραμα, ένα καλειδοσκόπιο της νέας ιστοριογραφίας για τον 20ό αιώνα. Αξίζει να τονιστεί η δυναμική που προοιωνίζονται οι νέες μέθοδοι έρευνας, οι νέες θεματικές, οι νέες περίοδοι και η ενασχόληση με νέα κοινωνικά στρώματα. Έντονη είναι η παρουσία της προφορικής ιστορίας, η χρήση προφορικών πηγών. Η έμφαση στις συνεντεύξεις και τις μνημονικές πηγές σε πολλές παρεμβάσεις ευνοεί τη στροφή στα υποκείμενα και στην τοπική διάσταση, δύο διαστάσεις που, μολονότι δεν είναι εντελώς καινούριες, υπόσχονται πολλά γιατί ακριβώς λείπουν από μεγάλο μέρος της παλαιότερης ιστοριογραφίας. Οι συνδυασμοί ανάμεσα στις προφορικές μαρτυρίες από τη μια και το συγκεντρωμένο αρχειακό υλικό που προσφέρεται σήμερα στους ερευνητές και τις ερευνήτριες από την άλλη -στα ΑΣΚΙ, φυσικά, αλλά και σε άλλες αρχειακές συλλογές, στο Μουσείο Μπενάκη, το ΕΛΙΑ, τα ανασυγκροτημένα ΓΑΚ, το ΙΑΠΑ- διαμορφώνουν τις νέες και πρωτότυπες θεματικές που εντοπίζονται στον τόμο: πρώτα πρώτα οι τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα έχουν πια ανοιχτεί στην ιστορική έρευνα∙ ύστερα νέες θεματικές κάνουν την εμφάνισή τους: ο στρατός, το κίνημα για το Κυπριακό, οι μη αριστερές νεολαίες και ευρύτερα πολιτικές δυνάμεις, οι οργανώσεις Ελλήνων του εξωτερικού, είτε μεταναστών είτε αντιστασιακών, ο αθλητισμός και ιδίως το ποδόσφαιρο, η θρησκεία∙ το ίδιο ισχύει και για νέες οπτικές σε παλαιότερες θεματικές, όπως για παράδειγμα την αγροτική κοινωνία.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσει κανείς και τις ελλείψεις, τα προβλήματα και τις ανεπάρκειες τις οποίες βγάζουν στην επιφάνεια οι παρεμβάσεις του τόμου, ελλείψεις, προβλήματα και ανεπάρκειες που, κατά τη γνώμη μου, δεν αφορούν τον ίδιο τον τόμο και τους όρους παραγωγής του αλλά ευρύτερα τη σύγχρονή μας ιστοριογραφία. Ας σημειωθεί ότι οι παρατηρήσεις που ακολουθούν είναι γενικές εντυπώσεις που δεν αφορούν το σύνολο των συμβολών. Σε έναν τόσο μεγάλο συλλογικό τόμο είναι φυσικό τα κείμενα να είναι άνισα. Η εμπειρία, η τεχνογνωσία της επιστημονικής μελέτης φαίνονται καθαρά σε αρκετά από αυτά που ξεχωρίζουν. Κάποια νεότερων ξεχωρίζουν επίσης για τη συστηματικότητα και την πληρότητά τους.
Εκείνο πάντως που κάνει εντύπωση στον τόμο είναι η περιορισμένη παρουσία της κοινωνικής και της πολιτισμικής διάστασης, την οποία υπαινίχθηκα και παραπάνω. Οι άνθρωποι, οι δραστηριότητές τους, η ζωή τους, οι επιθυμίες τους, οι απόψεις τους και οι πρακτικές τους σε διάφορες ιστορικές περιόδους του 20ού αιώνα, κοντολογίς η κοινωνική και η πολιτισμική ιστορία, φαίνεται ότι δεν γοητεύουν τόσο τους νέους ιστορικούς, όσο η κομματική πολιτική, τα κινήματα, οι οργανώσεις ή το κράτος. Το μαρτυρεί -οι αναφορές είναι ενδεικτικές και θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν- η υποβάθμιση της ιστορίας της εργασίας, η απουσία μελετών για λαϊκά στρώματα -εκτός από τους αγρότες και τις υπηρέτριες-, για όψεις της ζωής νέων ανθρώπων που τους φέρνουν αντιμέτωπους με θεσμούς επιτήρησης και τιμωρίας άλλους από την άμεση πολιτική καταστολή.
Αντίστοιχες σκέψεις προκαλεί και η σχέση με την ιστοριογραφία και με τη θεωρία. Δεν είναι πολλά τα κείμενα που αμφισβητούν ιστοριογραφικούς κοινούς τόπους, που θέτουν νέα και πρωτότυπα ιστορικά ερωτήματα, που εντάσσουν την πραγμάτευσή τους σε ένα ευρύτερο, μη ελληνικό ιστοριογραφικό τοπίο, πολύ περισσότερο που αντιμετωπίζουν την ανάλυσή τους ως συμβολή στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία. Βέβαια, πρέπει να σημειώσει κανείς ότι έχουμε εδώ σχετικά σύντομες συμβολές, άρθρα. Ωστόσο, οι διαφορές ανάμεσα στα κείμενα είναι εμφανείς. Κυρίως δεν μοιάζει να μοιράζονται όλα τον προβληματισμό των κατηγοριών και μάλιστα της «νεολαίας», την έστω υπόρρητη παραδοχή ότι συνιστά ιστορική, δηλαδή μεταβαλλόμενη και πληθυντική κατηγορία, για να αναφερθώ πάλι την παρατήρηση του Σπύρου Ασδραχά.
Ο προβληματισμός των αναλυτικών κατηγοριών και η ένταξη στις ιστοριογραφικές συζητήσεις είναι φυσικά ζητήματα που παραπέμπουν στη χρήση της θεωρίας. Δεν θα πω κάτι καινούριο αν αναφερθώ στη δύσκολη σχέση που έχουμε μαζί της οι ιστορικοί - και όχι μόνο οι «δικοί» μας. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να αναρωτιέται κανείς πώς συνδέεται η απουσία της σε μεγάλο μέρος του τόμου με τις τόσο έντονες αντιπαραθέσεις που σημάδεψαν την τελευταία δεκαετία την κοινότητα των ιστορικών γύρω από το τι είναι και πώς κάνουμε ιστορία... Δεν ισχύει φυσικά αυτό για όλες τις παρεμβάσεις. Οι κοινωνιολόγοι και οι πολιτικοί επιστήμονες είναι εξάλλου πιο εξοικειωμένοι με τη χρήση της θεωρίας, έστω και όταν παίρνει τη θέση του μοντέλου που εφαρμόζεται. Αλλά μεταξύ αρκετών ιστορικών κάνει εντύπωση η έντονη περιγραφικότητα, η επιστροφή στη σαγήνη της πηγής, γραπτής όσο και προφορικής, η χρήση της ως αντικειμενικού δεδομένου, η απουσία της συστηματικής «επίσκεψης» της ιστοριογραφίας, η απουσία εντέλει της τάσης τουλάχιστον να αμφισβητήσουν, αν όχι να αποδομήσουν τα παραδεδεγμένα. Ο φόβος που στοίχειωνε τα τελευταία κείμενα της Ρένας Σταυρίδου-Πατρικίου, από τα ιδρυτικά στελέχη των ΑΣΚΙ, ότι υποβαθμίζεται η αρχειακή έρευνα έναντι της θεωρίας στην ιστορική παραγωγή, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνεται εδώ, αλλά μάλλον, κατά τη γνώμη μου, αντιστρέφεται.
Σε έναν τόμο για την ελληνική νεολαία στον 20ό αιώνα με έμφαση στην πολιτική, στις αρχές του 21ου αιώνα, σε δύσκολες συνθήκες, με ζητούμενο όχι μόνο το επαγγελματικό μέλλον αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο της πολιτικής, οι νέοι του σιναφιού μας αναζητούν το δρόμο τους. Οι έμπειροι ερευνητές που τους συντροφεύουν δείχνουν τις δυνατές κατευθύνσεις. Αλλά και έξω από τον τόμο, εδώ, σήμερα, στα ΑΣΚΙ, στις πανεπιστημιακές αίθουσες, επιβεβαιώνεται καθημερινά ότι η συλλογικότητα μετράει και μπορεί να κινήσει τα ιστοριογραφικά μας πράγματα σε ελπιδοφόρες και ανανεωτικές τροχιές. Να διαμορφώσει τις πολιτικές διαδρομές, τις κοινωνικές πρακτικές και τις πολιτισμικές εκφράσεις της ιστοριογραφίας που θα γραφτεί στη διάρκεια αυτού εδώ του αιώνα. 

Η Έφη Αβδελά είναι ιστορικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: