ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΚΑΡΤΣΗΣ (επιμ), Μια σύγχρονη ματιά στην ποιητική μας παράδοση. Μια νέα μελέτη του δημοτικού τραγουδιού και δεκαπέντε σημαντικών ποιητών μας, εκδόσεις Το δόντι, Πάτρα 2010, σελ. 302
Τη σκέψη, την οργάνωση και την ολοκλήρωση των δεκαέξι εισηγήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε δυο κύκλους στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, το 2009, όπως και τη συγκέντρωσή τους τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου σ’ ένα επιβλητικό βιβλίο τριακοσίων μεγάλων σελίδων, από τις εκδόσεις «Το δόντι», θα πρέπει να τις δούμε και ως γεγονός που ο σχεδιασμός του συνδυάστηκε με την επέτειο των τριάντα ετών παρουσίας του Συμποσίου Ποίησης στα ελληνικά πολιτισμικά. Ο τίτλος του βιβλίου, Μια σύγχρονη ματιά στην ποιητική μας παράδοση, εκτός των άλλων νομίζω ότι εκφράζει και τη συνεχή έγνοια των περισσότερων από τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής του Συμποσίου, ιδίως των παλαιών και ιδρυτικών που θέλησαν σ’ αυτά τα 30 χρόνια να το δουν σαν ένα ανοιχτό θεσμό της λογοτεχνικής μας ζωής. Την έγνοιά τους για το παρόν της νέας ελληνικής ποίησης, που δεν παύει να είναι την ίδια στιγμή συνέχεια αλλά και ταμιευτήρας του άγραφου συλλογικού παρελθόντος της, και πάνω απ’ όλα του δημοτικού τραγουδιού.
Μα και των πολλών, σημαντικών έργων που στόλισαν ανελλιπώς την προίκα της ποίησης, από τον 18ο και τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Αυτή την ταλάντωση και το παράλληλο κοίταγμα του τι γίνεται και του τι έχει γίνει στην ποίηση, αλλά και στις άλλες τέχνες, όπως τελικά και στην κοινωνία και στην ιστορία μας, νομίζω ότι έχουμε τη δυνατότητα να τα διακρίνουμε ως πάγιες ερμηνευτικές και αξιολογικές θέσεις του Συμποσίου, σε πολλά από τα αντικείμενα σπουδής που το απασχόλησαν. Γιατί είναι μεν το Συμπόσιο αφιερωμένο στην ποιητική δημιουργία και στους ποιητές, αλλά τα θέματά του δεν ήταν ποτέ στην κυριολεξία, με τη φιλολογική έννοια, ποιητικοκεντρικά. Το σχετικιστικό τους άνοιγμα προς άλλα συναφή είδη και πεδία δημιουργίας το μαρτυρά αμέσως: «Ποίηση και μυθιστόρημα», «Ποίηση και Εικόνα», «Το μοντέρνο στην ποίηση» κοκ. Και πώς αλλιώς, αφού τα πάσης φύσεως φαινόμενα (μαζί και τα αισθητικά) δεν γεννιούνται μόνα τους. Ενίοτε ενσωματώνουν με τρόπο οργανικό ουσίες και συστατικά από εδάφη (δηλαδή, από λογοτεχνικές πραγματικότητες) που μοιάζουν απόμακρα αλλά είναι απίστευτα κοντινά μας. Αυτός εξάλλου είναι και ο βασικός λόγος που ορισμένα από τα σύγχρονα ποιητικά έργα αντέχουν, ζουν και μας μιλούν. Ο λόγος που βρίσκουμε σ’ αυτά όταν τα διαβάζουμε, στα θέματα και στη γλώσσα τους, έννοιες, εικόνες και ρυθμούς που υποκινούν μέσα μας συγκινήσεις απολύτως τωρινές.Οι δυο κύκλοι των σεμιναριακών εισηγήσεων που αποτέλεσαν την ύλη αυτών των κατά κάποιο τρόπο πρακτικών, ξεκινούν από τη σύνδεση της προφορικής με τη γραπτή μας ποιητική παράδοση, από το δημοτικό τραγούδι. Το δημοτικό τραγούδι δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί έναυσμα και εφαλτήριο έμπνευσης ή εσωτερικού διαλόγου των ποιητών του καιρού μας, ή, αλλιώς, σημείο διασταύρωσης της αρχέγονης συμπαντικής αίσθησης του κόσμου (που διέθετε ο άγραφος, αρχαϊκός πολιτισμός) και, από ένα σημείο κι ύστερα, της εξατομικευμένης προσωπικής δημιουργίας. Έχουν γραφτεί πολλά για το πόσο υπήρξε το δημοτικό τραγούδι ένα μεγάλο σχολείο, όπου ο Σολωμός σπούδασε και έζησε τη γλώσσα όταν γύρισε από την Ιταλία. Όπως επίσης έχουν γραφτεί πολλά για το πώς ο Κάλβος ξανασυνδέθηκε με τα ακούσματα και τις εικόνες της μητρικής του γλώσσας, παρ’ ότι είχε φύγει μικρός από τη Ζάκυνθο και περιπλανιόταν επί χρόνια σε αλλόγλωσσους τόπους της Ευρώπης. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι τόσο εκείνος όσο και ο Φώσκολος γνώριζαν στην Ιταλία τον Ανδρέα Μουστοξύδη, η συλλογή του οποίου με δημοτικά τραγούδια ήταν η βάση (ή τουλάχιστον μία από τις σημαντικές βάσεις) για τις έρευνες του Κλωντ Φωριέλ και τη σύνθεση των δυο τόμων, το 1824 και 1825, των Δημοτικών τραγουδιών της σύγχρονης Ελλάδας.
Κατά τεκμήριο, οι εισηγητές που ανέλαβαν την παρουσίαση των ποιητών αυτών, οι οποίοι παρεμπιπτόντως συνιστούν μια μορφή κανόνα για την άρθρωση της γραμματολογίας μας, έχουν ασχοληθεί κατ’ επανάληψη με το έργο τους. Ορισμένοι μάλιστα είναι ειδικοί. Εκτός του Σκαρτσή, που ο αμετακίνητος ορίζοντάς του είναι το δημοτικό τραγούδι, οι ζεύξεις είναι περίπου αυτονόητες: ο Κάλβος και ο Βαγενάς, ο Παλαμάς και ο Κασίνης, ο Σικελιανός και η Φράγκου−Κικίλια, ο Καβάφης και η Αλεξανδροπούλου, ο Βάρναλης και ο Δάλλας, ο Σολωμός και ο Μπελεζίνης, ο Ελύτης και η Ηλιοπούλου, ο Εμπειρίκος και ο Μιχαήλ. Στη σειρά των ποιητών που ακολουθούν, στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, με πρώτο τον Παλαμά και έπειτα τον Σικελιανό, μάλλον δεν χρειάζεται να τονίσουμε το εκτόπισμα της δημοτικής παράδοσης στο έργο τους. Είναι σχεδόν αυταπόδεικτη. Και το αν λείπουν από αυτή τη σύναξη των «μειζόνων» (με τα μέτρα της εποχής αλλά και το ύψος της φωνής τους) ορισμένες ευδιάκριτες περιπτώσεις, όπως του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, θα έλεγα πως αυτό οφείλεται στο ότι αυτός που έφτιαξε τον τελικό κατάλογο θέλησε να μείνει στις απολύτως αντιπροσωπευτικές για κάθε χρονική περίοδο περιπτώσεις. Ωστόσο, το ότι οι δύο κύκλοι των σεμιναριακών εισηγήσεων θα μπορούσαν να είχαν πλουτιστεί κι άλλο, είναι αναμφίβολο: από τον Καβάφη και τον Βάρναλη περνάμε απευθείας στους ποιητές του ‘ 30∙ δεν υπάρχουν στάσεις στον Παπατσώνη, στον `Αγρα, αλλά ούτε καν στον Καρυωτάκη! Αλλά, από την άλλη μεριά, δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να εγερθεί αντίρρηση ή αμφισβήτηση για το ότι όσους συναντούμε στις υπόλοιπες σελίδες αυτής της συλλογικής εικόνας της σύγχρονης ποίησής μας, από τον Καβάφη και τον Βάρναλη, τον Σαραντάρη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, έως τον Ρίτσο, τους υπερρεαλιστές του ‘30 και τους μεταπολεμικούς, Σαχτούρη και Σινόπουλο, δεν είναι ψηφίδες σταθερές και αναντικατάστατες μιας «βίβλου» των ποιητικών τρόπων του περασμένου, 20ού αιώνα.
Οι σεμιναριακές εισηγήσεις που γίνονται έξω από το πανεπιστημιακό σπουδαστήριο προφανώς σημαίνουν ότι ως εισαγωγικές προσεγγίσεις που είναι γράφονται με σκοπό ένα κοινό δεκτικό, αλλά όχι αναγκαστικά και μυημένο ακόμα και σ’ αυτά που νομίζουμε ως φιλολογικά αυτονόητα. Έτσι, οι δύο κύκλοι του συνόλου των εισηγήσεων που έδωσαν «την αφορμή για ένα ουσιαστικό διάλογο, μέσα από ανά δεκαπενθήμερο εκδηλώσεις, διοργανωμένες την περίοδο Μαρτίου− Δεκεμβρίου του 2009» προϋπέθεταν κυρίως όχι την περισπούδαστη αναλυτική ερμηνευτική των σημείων της ποίησης και της γλώσσας της. Εν τέλει, όχι τον ερευνητικό μινιμαλισμό από τον οποίο ίσως πάσχει εδώ και χρόνια η διδασκαλία της λογοτεχνίας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, αλλά τον όσο γίνεται πιο ανοιχτό τρόπο για τη γνωριμία του κάθε έργου από ένα μη ειδικό ακροατήριο. Προϋπόθεση που θα έλεγα ότι τηρήθηκε απολύτως, αφού το κάθε εισαγωγικό κείμενο (να προσθέσω εδώ τα υπόλοιπα «ζεύγη» του βιβλίου: Σεφέρης−Χ. Αλεξίου, Ρίτσος−Κεντρωτής, Σαραντάρης−Ζήρας, Εγγονόπουλος−Σκαρτσή, Σαχτούρης−Λάζαρης, Σινόπουλος−Ρουμελιωτάκης) είναι κυριολεκτικά μια χειρονομία ερευνητικής αγάπης αλλά και προσωπικής έγνοιας και φροντίδας για τους αντίστοιχους ποιητές.
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου