31/12/10

Συγκριτική φιλολογία

ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ

ΕΛΕΝΗ ΠΟΛΙΤΟΥ-ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ, Συγκριτική Φιλολογία. Από τη θεωρία στην πράξη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 204

Η Ελένη Πολίτου–Μαρμαρινού, ομότιμη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος, στο παρελθόν, του Διοικητικού Συμβουλίου της Διεθνούς Εταιρείας Συγκριτικής Φιλολογίας και τώρα μέλος της Γαλλικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Φιλολογίας και ιδρυτικό μέλος (1987) της αντίστοιχης Ελληνικής Εταιρείας (στην οποία διετέλεσε Πρόεδρος κατά τα έτη 2000-2006), είναι η καθ’ ύλην αρμόδια να εκδώσει έναν τόμο όπως ο ανά χείρας, επιτυγχάνοντας, παράλληλα, να ανταποκριθεί πλήρως στον “βαρύ” και απαιτητικό τίτλο του. Τα ερευνητικά αντικείμενα της συγγραφέως προέρχονται, αφ’ ενός, από την ελληνική λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα και, αφ’ ετέρου, βέβαια, από τους χώρους της Συγκριτικής Φιλολογίας και της Θεωρίας της Λογοτεχνίας, κλάδους τούς οποίους πρώτη εισήγαγε στο πρόγραμμα διδασκαλίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, από το τέλος ήδη της δεκαετίας του ’70.
Οι δύο προαναφερθέντες κλάδοι, εξάλλου, συνεργάζονται αρμονικά αλλά και αναπόφευκτα σε όλα εκείνα τα πεδία που καλύπτονται από την ευρύτερη Διακειμενικότητα, η οποία ορίζεται και ανιχνεύεται στη βάση θεματικών, συμβολικών, τροπολογικών ή υφολογικών ομοιοτήτων και αντηχήσεων μεταξύ των κειμένων. Τα τελευταία, μάλιστα, εννοούνται με την ευρύτερη σημασία την οποία είναι δυνατόν να έχει το «κείμενο», το οποίο έτσι μπορεί να εξετασθεί, τόσο από τους συγκριτολόγους όσο και από τους θεωρητικούς της Λογοτεχνίας, και υπό το πρίσμα των διακαλλιτεχνικών του σχέσεων, των σχέσεων, δηλαδή, της Λογοτεχνίας με τις άλλες Τέχνες.
Αυτού του είδους την πραγμάτευση συναντούμε, επί παραδείγματι, στα δύο τελευταία από τα συγκεντρωμένα εδώ κείμενα της Ελένης Πολίτου–Μαρμαρινού, τα οποία συστεγάζονται στην πέμπτη Ενότητα, που επιγράφεται «Λογοτεχνία και άλλες Τέχνες». Στο δεύτερο από αυτά, πιο συγκεκριμένα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νατουραλισμός και ζωγραφική ή η εξορία της ποίησης», η ερευνήτρια επικεντρώνεται στο ερώτημα «γιατί το είδος «νατουραλιστική ποίηση» να είναι στην ουσία ανύπαρκτο στο εσωτερικό του γένους «ποίηση»» και επιχειρεί να επαληθεύσει, μέσω του έργου του αρχηγέτη του Νατουραλισμού, Εμίλ Ζολά, δύο ερευνητικές υποθέσεις: πρώτον, ότι στις περιπτώσεις που ο Ζολά ταυτίζει την λογοτεχνική δημιουργία με την επιστήμη αυτομάτως εξορίζει την ποίηση από το θεωρητικό του πλαίσιο και, δεύτερον, ότι σε εκείνες τις περιπτώσεις που ο Ζολά δέχεται πως η λογοτεχνία εμπεριέχει ένα ποσοστό επινόησης και ιδιοφυΐας, μιμούμενη ταυτόχρονα το «καθόλου» και αναπαριστώντας τον κόσμο ως δυναμική φιλοσοφική σύλληψη, ο ίδιος οδηγείται “αναγκαστικά” σε εμπρεσιονιστικές ζωγραφικές περιγραφές με έντονη ποιητικότητα. Το ερευνητικό αντικείμενο του δοκιμίου είναι, βεβαίως, ευρύτατο και εξαιρετικά ενδιαφέρον. Θεωρώ, μάλιστα, πως μία παράμετρος που προκύπτει, χωρίς να κατονομάζεται ρητά, από την όλη πραγμάτευση θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο την επιχειρηματολογία της συγγραφέως: η ποίηση που γράφεται από λογοτέχνες – επιστήμονες, κατάλληλο θα ήταν εδώ το παράδειγμα του γιατρού Τάκη Σινόπουλου, ακτινογραφεί και άρα «ζωγραφίζει» το ανθρώπινο σώμα με εντελώς διαφορετικές δυνατότητες και εργαλεία από την πλευρά τού δημιουργού, οδηγώντας έτσι τον μελετητή προς μία καινούργια εκδοχή νατουραλισμού στην ποίηση (κάτι παρόμοιο παρατίθεται αλλού από την ίδια την συγγραφέα σχετικά με τον ποιητή André Chénier, ο οποίος, «κατά τη σύνθεση των έργων του, αξιοποιούσε τα δεδομένα της αστρονομίας, της φυσικής και της φυσικής ιστορίας).
Στην τέταρτη Ενότητα, που επιγράφεται «Συγκριτική Φιλολογία και Θεωρία της Λογοτεχνίας», η συγγραφέας αναφέρεται στις θεμελιώδεις αλλά και στις επιμέρους συνάφειες των δύο προαναφερθέντων, και εδώ, χώρων (ύστερα και από την αλλαγή του καταστατικού της Διεθνούς Εταιρείας Συγκριτικής Φιλολογίας) μέσω των δύο δοκιμίων της, «Συγκριτική Ποιητική» (από μία άποψη, μάλιστα, ο προσδιορισμός της Ποιητικής με το επίθετο «Συγκριτική» είναι πλεονασμός ή ταυτολογία) και «Η ποίηση και η πεζογραφία στο πλαίσιο μιας Συγκριτικής Ποιητικής. Η έννοια του ρυθμού» (να σημειωθεί ότι τα πρώτα βήματα για τη σύλληψη της «βαθιάς δομής» της λογοτεχνίας άρχισαν να γίνονται προς την κατεύθυνση της Μετρικής, «προφανώς», όπως γράφει η ερευνήτρια, διότι «το πρώτο, αναμφισβήτητο και συγχρόνως χειροπιαστό χαρακτηριστικό των λογοτεχνικών κειμένων που τα διαφοροποιεί από κείμενα μη λογοτεχνικά είναι η «μετρικότητα» των ποιητικών κειμένων») – στο ίδιο πεδίο, αλλά από μία διακαλλιτεχνική σκοπιά, αναπτύσσεται και το δοκίμιο της πέμπτης Ενότητας «Ποίηση και μουσική: ο «μουσικός» Παλαμάς».
Τα κείμενα που συγκεντρώνει η συγγραφέας στις τρεις πρώτες Ενότητες, ενδεικτικά πιθανόν και κάποιων λογοτεχνικών της προτιμήσεων, εξετάζουν, γενικά, τη «Νεοελληνική λογοτεχνία από την προοπτική της Συγκριτικής Φιλολογίας», παρέχουν, σύμφωνα με την διατύπωσή της, «δείγματα του μεθοδολογικού τρόπου με τον οποίον είναι σκόπιμο να γίνονται οι συγκρίσεις ανάμεσα στη «Νεοελληνική λογοτεχνία και την αρχαία ελληνική γραμματεία»» και «πραγματοποιούν συγκρίσεις ανάμεσα σε «Νεοέλληνες λογοτέχνες και ξένους ομοτέχνους τους»»· συναντούμε εδώ τα ονόματα των Κωστή Παλαμά (ο οποίος, σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, μελετάται εκτενώς και ως συγκριτολόγος, τόσο πρακτικός όσο και θεωρητικός), Ανδρέα Κάλβου, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Γκυ ντε Μωπασσάν, Άντον Τσέχωφ, Κωνσταντίνου Καβάφη. (Για τον Παπαδιαμάντη, μάλιστα, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ως συμπέρασμα η ισότιμη τοποθέτησή του πλάι στους δύο άλλους κορυφαίους Ευρωπαίους διηγηματογράφους, καθώς και η ειδικότερη ιδεολογική και λογοτεχνική συγγένειά του με τον Τσέχωφ, ενώ, ως προς τον Καβάφη, τεκμηριώνεται η σχέση του με τον γαλλικό Παρνασσισμό, αφού, επιπλέον, ο τελευταίος «ως σχολή αποτελεί ακριβώς τη μορφή που πήρε ο Ρεαλισμός στην ποίηση»).
Είναι, δε, ευπρόσδεκτη η ενίοτε διαλογική ανάπτυξη του δοκιμιακού– κριτικού λόγου της Ελένης Πολίτου–Μαρμαρινού, δεδομένης της ενσωμάτωσης (και, όπου χρειάζεται, της ανασκευής) στα κείμενά της των διαφορετικών όπως και των ενισχυτικών, αναφορικά με τις δικές της, απόψεων. Η παραπάνω είναι μία πρακτική την οποία η Ελένη Πολίτου–Μαρμαρινού φαίνεται να υιοθετεί συστηματικά, για λόγους αρχής και σωστής συμπεριφοράς του ερευνητή· παρόμοια έπραττε, επί παραδείγματι, και στο πολύ ενδιαφέρον κείμενό της με τον τίτλο «Διασκελισμός και ελεύθερος στίχος», στον τόμο Η Ελευθέρωση των μορφών (ΠΕΚ, 1996), όπου, μεταξύ άλλων, ανέπτυσσε την πρωτότυπη όσο και ερευνητικά ελκυστική άποψη για τον ρόλο που μπορεί να παίξει ο “τυπογραφικός” διασκελισμός, ο οποίος δημιουργείται από το κομμάτι εκείνο του στίχου που δεν χωρά στην τυπογραφική αράδα.
Η σύγκριση στην Συγκριτική Φιλολογία, όπως φροντίζει πολλές φορές να επισημάνει η συγγραφέας, δεν είναι αυτοσκοπός, «νομιμοποιείται μόνον αν ύστερα από αυτήν αναδεικνύονται πτυχές των συγκρινόμενων έργων που διαφορετικά θα περνούσαν απαρατήρητες και των οποίων ο φωτισμός συντελεί στην ευχερέστερη και βαθύτερη κατανόηση, στην πληρέστερη περιγραφή, στην ασφαλέστερη κρίση, στην αμεσότερη βίωση της αισθητικής συγκίνησης»· σε όλα τα παραπάνω συμβάλλει αναμφίβολα και η ίδια η συγγραφέας με τα πλήρως τεκμηριωμένα και εύληπτα κείμενά της. Από την άλλη, όπως φροντίζει και πάλι η ίδια να διευκρινίσει, η αξία ενός έργου (τέχνης) κρίνεται στο μέτρο που αυτό έχει διαμορφώσει την μοναδικότητά του και μέσα από τις σωστές ιεραρχήσεις και τους μετασχηματισμούς τής συγκομιδής από τα λιβάδια των πηγών και των επιδράσεων. Αυτός είναι ο τρόπος, τελικά, για να θυμηθούμε και όσα γράψαμε εδώ στην αρχή, με τον οποίον το διακείμενο, όπως το συνέλαβε ο Rifaterre, αποκαλύπτει τον μηχανισμό της λογοτεχνίας.
  
Η Σταυρούλα Τσούπρου είναι διδάκτωρ Φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: