31/12/10

Εκκλησία πολιτευομένη

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΑΧΑΡΑ

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ, Εκκλησία πολιτευομένη. Ο πολιτικός λόγος και ρόλος της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1913-1941, εκδόσεις Επίκεντρο, σελ. 479

Οι σχέσεις εκκλησίας και πολιτικής είναι σίγουρα ένα ζήτημα που απασχολεί πολύ την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια και ως τέτοιο έχει γίνει ουκ ολίγες φορές μέρος του δημόσιου λόγου (ή και το αντίστροφο). Το βιβλίο του Τσιρώνη λοιπόν, με τον προκλητικό τίτλο του, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, παρόλο που αφορά μια ιστορική περίοδο η οποία φαντάζει ιδιαίτερα μακρινή (1913-1941). Όπως καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο, τα σημερινά ζητήματα στις σχέσεις εκκλησίας, κράτους και πολιτικής έχουν τη βάση τους πολύ πίσω στο παρελθόν και δεν αποτελούν απαραίτητα ίδιον μίας ξεχωριστής προσωπικότητας της Εκκλησίας. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η σύνδεση παρελθόντος με το παρόν είναι αναπόφευκτη, όταν θέλει κανείς να διερευνήσει σε βάθος γιατί πραγματικά λειτουργεί όπως λειτουργεί το σημερινό μοντέλο εκκλησίας-κράτους στην Ελλάδα και γιατί δημιουργούνται συνεχώς προβλήματα στις σχέσεις των δύο.

Το βιβλίο αυτό έρχεται να προσθέσει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στον κύκλο των ερευνών που άρχισαν στη δεύτερη χιλιετηρίδα, με μελέτες όπως αυτή του Παρασκευά Ματάλα για το έθνος και την ορθοδοξία στον 19ο αιώνα (Έθνος και Ορθοδοξία: Οι περιπέτειες μιας σχέσης. Από το 'Ελλαδικό' στο Βουλγαρικό σχίσμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2003) ή η αδημοσίευτη διατριβή του Τάσου Αναστασιάδη για τον εκσυγχρονισμό της εκκλησίας και τις σχέσεις της με το εθνικό κράτος (Comment réformer une institution traditionaliste? L’Église de Grèce et la sécularisation au temps de la formation de l’État national, 1852-1936: De l’inertie à la «rénovation conservatrice», αδημοσίευτη διατριβή, Παρίσι 2006). Η διαφορά του βιβλίου του Τσιρώνη είναι ότι προσθέτει στο πολύ σημαντικό κομμάτι του μεσοπολέμου τη λεπτομερή καταγραφή των κρίσεων και των πολιτικών και πελατειακών σχέσεων μεταξύ εκκλησίας και συγκεκριμένων κυβερνήσεων, πολιτικών κομμάτων ή φορέων, ξαναγράφοντας ουσιαστικά μια πολιτική ιστορία του μεσοπολέμου με τον φακό εστιασμένο συνέχεια στο ρόλο της Εκκλησίας. Ταυτόχρονα, δεν αγνοεί τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους με διάφορους πολιτικούς φορείς, θέτοντας σωστά στο επίκεντρο ορισμένες φορές την εκλογή κάποιου Αρχιεπισκόπου ή Μητροπολίτη. 
Όπως σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας στον πρόλογό του, το βιβλίο αυτό έρχεται να καλύψει ένα ιστοριογραφικό κενό, και όχι όλους τους τομείς οι οποίοι άπτονται των σχέσεων μεταξύ εκκλησίας, κοινωνίας και πολιτικής. Ο τίτλος και ο υπότιτλος του βιβλίου είναι τέτοιοι που προκαλούν ποικιλοτρόπως. Όχι μόνο λόγω της συγχρονίας του θέματος, αλλά και γιατί είναι αδύνατον να μη σκεφτεί κανείς αυτομάτως ότι πιθανόν να βρίσκεται μπροστά σε μια αντίστοιχη εργασία με το μνημειώδες έργο του Θ. Βερέμη «Οι επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική 1916-1936». Άλλωστε, οι συνειρμοί θα συνεχιστούν αμέσως μόλις ανοίξει κανείς τον πίνακα περιεχομένων και διαπιστώσει ότι το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Το Γουδί της Εκκλησίας», τίτλος πρωτοσέλιδου της εφημερίδας «Πατρίς» του 1914.
Ο συγγραφέας ξεκινά τη μελέτη του από την περίοδο των βαλκανικών πολέμων, πράγμα όχι τυχαίο, αφού όπως μας λέει οι βαλκανικοί πόλεμοι αναδιαμόρφωσαν το πολιτικό και εκκλησιαστικό σκηνικό ποικιλοτρόπως, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πρόκειται περί μιας τομής στην ιστορία που αφορά τα εκκλησιαστικά δεδομένα, πράγμα παραγνωρισμένο από τους ιστορικούς έως σήμερα. Προχωρώντας σε μια εξαντλητική μελέτη της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, ο συγγραφέας βούτηξε στα αρχεία, περνώντας από όλα τα γνωστά μέρη, για να μας παρουσιάσει τελικά το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της έρευνάς του, και άγνωστο ως σήμερα, τα εκκλησιαστικά αρχεία. Το αρχείο της Ιεράς Συνόδου, της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, του Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίου Παντελεήμονος, είναι μερικά από τα εκκλησιαστικά αρχεία που παρουσιάζονται από τον Τσιρώνη και τραβούν φυσικά την προσοχή.
Τα ερωτήματα που έθεσε για την έρευνά του στην εισαγωγή συνοψίζονται ως εξής: α) πώς επηρέασαν την εκκλησία οι ενδοπαραταξιακές συγκρούσεις και διαιρέσεις της σε σχέση με την πολιτική της στάση; β) πόσο επηρεαζόταν ο δημόσιος λόγος της από τις πολιτικές εξελίξεις; γ) υπάρχει μίτος που να ενώνει την εκκλησία με τις εκάστοτε κυβερνήσεις; δ) πώς αντιμετώπισε τις διάφορες πολιτειακές μεταβολές; Και φυσικά τα καίρια ερωτήματα, πρώτον, αν έχει ρόλο η επιδίωξη θεσμικής συμμετοχής στα νομοθετικά σώματα  και, δεύτερον, αν υπάρχει περίπτωση εμφάνισης κομματικού εκκλησιαστικού μηχανισμού.
Σε κάποιον μη σχετικό, ίσως φαντάζουν εξωφρενικά κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα, όμως διαβάζοντας κανείς το βιβλίο διαπιστώνει ότι όχι μόνο δεν είναι εξωφρενικά, αλλά έχουν και ιστορικό παρελθόν! Η περίπτωση των επιχειρημάτων της Εκκλησίας για να συμμετάσχει στη Γερουσία στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 ή της επέμβασης του Μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ το 1936, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Στην πρώτη περίπτωση η Εκκλησία διεκδίκησε τον πολιτικό της ρόλο προβάλλοντας επιχειρήματα, όπως, ότι ο κλήρος συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821 και άρα έπρεπε να έχει πολιτικό ρόλο και λόγο, ή ότι έπρεπε να υπάρξει ως αντίβαρο στην παρουσία των κομμουνιστών στο νεοσύστατο σώμα. Στη δεύτερη περίπτωση, ο Μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ έστειλε ανοικτή επιστολή προς τον Βασιλιά, την κυβέρνηση και το λαό, όπου ζητούσε να γίνουν παραγωγικά έργα, επέκταση του σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου, ίδρυση παιδαγωγικής ακαδημίας στην Κοζάνη, και ταυτοχρόνως έκανε παρατηρήσεις σχετικά με την άμυνα της χώρας και τις σχέσεις της με τα άλλα βαλκανικά κράτη. Η περίπτωση προκάλεσε τόσο έντονη συζήτηση, που έμεινε χαραγμένη στη συλλογική μνήμη για δεκαετίες αργότερα.
Στο πρώτο κεφάλαιο, που ξεκινά με τη λήξη των βαλκανικών πολέμων, εξετάζονται οι νέες σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους, όπως επαναπροσδιορίστηκαν μετά την αύξηση των εδαφών της Ελλάδας. Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει τα νέα προβλήματα που δημιουργήθηκαν την περίοδο του Εθνικού διχασμού και του περίφημου αναθέματος του Βενιζέλου, με την κομματική πολυδιάσπαση της εκκλησίας να αποκτά κεντρικό ρόλο έως το 1922, ενώ όπως επισημαίνει ο συγγραφέας είναι εντυπωσιακή η απουσία της από τη Μικρασία. Στο τρίτο κεφάλαιο μελετάται η νέα πορεία της εκκλησίας με την έλευση του Χρυσόστομου στην Αρχιεπισκοπή, την εποχή που το πολιτικό σύστημα προσπαθεί ακόμη να ισορροπήσει από τα πάθη του εθνικού διχασμού. Σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζονται οι σχέσεις της εκκλησίας τόσο με τη νεοσύστατη δημοκρατία του 1924 όσο και με τη σύντομη δικτατορία του Παγκάλου, καθεστώτα τα οποία θα αναζητήσουν θεσμικές και ουσιαστικές αλλαγές στην εκκλησία. Τέλος, το ζήτημα της διαδοχής του αρχιεπισκόπου το 1938 και οι πολιτικές και θρησκευτικές προεκτάσεις του μελετώνται στο τέταρτο κεφάλαιο ως το καλοκαίρι του 1941 όταν το ζήτημα επιλύεται πια από τις κατοχικές δυνάμεις.

Ο Δημήτρης Μπαχάρας είναι ιστορικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: