31/12/10

Το θέατρο στο Μεσοπόλεμο

TΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΕΤΡΑΚΟΥ

ΒΑΡΒΑΡΑ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η θεατρική κριτική στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα,  τόμ. Α’, 2009, τόμ. Β’, 2010

Λίγα λόγια για τη μεθοδολογία της έρευνας: εύρεση και φωτοτύπηση των κριτικών σημειωμάτων στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο και στους εκδεδομένους τόμους, οι οποίοι είναι ελάχιστοι, το κύριο σώμα του υλικού συλλέγεται πρωτογενώς. Κατ' επιλογήν βέβαια, αλλά που περιλαμβάνει εκατοντάδες και μάλλον περισσότερα από χίλια αποκόμματα. Μελέτη όλων τους, όπως και γενικότερων εργασιών, για να διαμορφωθεί το σχεδιάγραμμα και κατόπιν νέα μελέτη για να κατανοηθεί το υλικό και να εντοπισθούν τα σημαντικά για το εκάστοτε θέμα κομμάτια του, που θα μεταφερθούν αυτούσια ως παραθέματα ή σε πλάγιο λόγο στο κείμενο. Κατόπιν σύνθεση, σχολιασμός και ανάλυση.

Για τις απαρχές της θεατρικής κριτικής στο ελληνικό κράτος από τη δημιουργία του, δηλαδή από το 1828 ή 1832 ή και νωρίτερα, εφόσον κάποιες θεατρικές εκδηλώσεις αλλά και νέα θεατρικά έργα υπάρχουν από το 1826 περίπου, δεν έχει γίνει κάποια ειδική εργασία, επειδή ίσως στις πρώιμες αυτές εποχές δεν υπάρχει και θεατρική κριτική, αλλά πάντως κάποιες προνύμφες της έκαναν την εμφάνισή τους, και στο εισαγωγικό κεφάλαιο η Γεωργοπούλου συλλέγει τις υπάρχουσες πληροφορίες ώστε να δημιουργήσει μια βάση για τη συνέχεια, εκθέτοντας σε γενικές γραμμές τις τάσεις. Από το 1890 ως 1920 εξετάζει πιο λεπτομερώς τα νέα ρεύματα και εντοπίζει το αρχαίο δράμα ως «δείκτη» της θεατρικής κριτικής, εννοώντας ότι ο ισχυρότερος κριτικός διάλογος που αναπτύχθηκε από καταβολής στο νέο ελληνικό κράτος είχε ως έναυσμα την αναβίωση του αρχαίου δράματος, ως σημαντικότατου τμήματος της αρχαίας πολιτιστικής κληρονομιάς μας.  Μετά  τις πρώτες απόπειρες του Παλαμά και του Δημητρίου Καμπούρογλου, η θεατρική κριτική, θεωρητική και παραστασιακή αναπτύσσεται, με «πατριάρχη» της τρόπον τινά τον Γρηγόριο Ξενόπουλο,  και τα νέα ονόματα που συνεχώς εμφανίζονται και θα παραμείνουν στην περίοδο του μεσοπολέμου. Μπαίνοντας στο κεντρικό θέμα, η συγγραφέας αναλύει την εδραίωσή της σε συνάρτηση με την ανάπτυξη του θεάτρου. Το θεατρικό πεδίο δεν είναι αποκλειστικά η Αθήνα, εφόσον οι θίασοι περιοδεύουν κυρίως στις ανθούσες ελληνικές μεσογειακές παροικίες, είναι όμως το κέντρο της δραματουργίας και των σκηνικών εξελίξεων, επομένως και της θεατρικής κριτικής. Εστιάζοντας στους θιάσους της πρόζας, το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου διερευνά τις προσπάθειες που έγιναν από ορισμένους -ουκ ολίγους- θιάσους στον Μεσοπόλεμο για την αναβάθμιση και την πρωτοπορία, που μπορεί να μην μακροημέρευσαν αλλά αποτέλεσαν τη μαγιά για την ανάπτυξη και τη δραστηριότητα τόσο άλλων μεγαλύτερων θεατρικών σχημάτων όσο και για τη δραματουργία, ενώ έγιναν φυτώρια πρωτίστως ηθοποιών αλλά και σκηνοθετών, σκηνογράφων και ενδυματολόγων, που αργότερα πρόσφεραν πολλά στο ελληνικό θέατρο. Τα σχήματα αυτά ήταν το «Θέατρο του Ωδείου Αθηνών» (1918-1923), η «Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου» (1919-1921)  της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, η «Kαλλιτεχνική Θεατρική Εταιρεία» των Βεάκη-Νέζερ (1922), ο «Θίασος των Νέων» (1924-1927, 1929), η περίφημη «Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου» (1924-1929) η οποία, παρότι ερασιτεχνική, ανέδειξε μεγάλα ονόματα θεατρανθρώπων που εξασκήθηκαν και εκπαιδεύτηκαν εκεί, όπως ο Φώτος Πολίτης, ο Πέλος Κατσέλης, η Κατερίνα, ο Θάνος Κωτσόπουλος κ.ά., οι πρωτοποριακοί θίασοι του Σπύρου Μελά «Θέατρο Τέχνης» και «Ελευθέρα Σκηνή», σε σύμπραξη με την Κοτοπούλη και τον Μυράτ, το «Λαϊκό Θέατρο Αθηνών» (1930-1932) του Βασίλη Ρώτα στο Παγκράτι, οι παραστάσεις του Κoλεγίoυ Aθηνών και η  «Λαϊκή Σκηνή», όπου ο Κάρολος Κουν και ο Γιάννης Τσαρούχης έκαναν τις πρώτες τους απόπειρες (που έγιναν ευρύτερα γνωστές), αλλά και η «Νέα Δραματική Σχολή» του Σωκράτη Kαραντινού (1934-1938). Η Γεωργοπούλου βέβαια τις αντιμετωπίζει από τη σκοπιά της κριτικής, παραδίνοντάς μας όμως ταυτόχρονα και μια βαθιά ερευνητική τομή στα έργα που παραστάθηκαν αλλά και άλλα που εκδόθηκαν ή απλώς έγιναν γνωστά, και τις προθέσεις των δημιουργών - των έργων και των θιάσων. Κατόπιν έρχεται το ρεπερτόριο, και πάλι βέβαια εξετάζοντας πώς αντιμετώπισε η κριτική αναλόγως τα δραματικά είδη: την ηθογραφία, το δεσπόζον είδος της εποχής ή των περισσότερων εποχών, το αστικό δράμα, το ποιητικό θέατρο, το ιστορικό δράμα, αλλά επίσης τα ελαφρά όσο και τα πρωτοποριακά είδη. Γεωγραφικά-πολιτισμικά, κάνοντας την κάτοψη, αναλύει, μέσα από τα δεδομένα πάντα, το σκανδιναβικό θέατρο- Ίψεν και Στρίντμπεργκ κυρίως αλλά και μερικούς ελάσσονες, το ιταλικό, κλασικό (Γκολντόνι και Γκότσι) και πρωτοποριακό (Πιραντέλο) και τις τάσεις: νατουραλισμό, βερισμό και συμβολισμό. Ακολουθούν το ισπανικό, το βαλκανικό και το τουρκικό θέατρο, και το αμερικάνικο. Εννοείται ότι ένα μεγάλο κεφάλαιο είναι, ως όφειλε, αφιερωμένο στο Εθνικό Θέατρο. Επίσης στους ξένους θιάσους που επισκέπτονταν την Ελλάδα και ενίοτε επηρέαζαν τα θεατρικά πράγματα. Στο μουσικό θέατρο (οπερέτα και επιθεώρηση). Ο πρώτος τόμος τελειώνει με ένα ειδικό κεφάλαιο της θεατρικής κριτικής των επίσημων φορέων, κρατικών και μη, τους  θεατρικούς διαγωνισμούς, που ήταν βέβαια διαγωνισμοί δραματικών έργων, ακόμα και ο Αβερώφειος του Ωδείου Αθηνών που έκρινε τα έργα μέσα από την παράσταση για να εκτιμά καλύτερα τη σκηνική τους αξία.
 Στον δεύτερο τόμο μπαίνει η συγγραφέας σε μεγαλύτερο βάθος, εξετάζοντας μέσα από την κριτική υποδοχή το γαλλόφωνο θέατρο και τις διαστάσεις του: κλασικισμό, ρομαντισμό, διαφωτισμό, έργα με θέση, ρεαλισμό, συμβολισμό, βουλεβάρτο και πρωτοπορία. Ομοίως το αγγλόφωνο, με μικρότερη ίσως παρουσία στον ελληνικό χώρο, με τον Σαίξπηρ πάνω από όλα και τις δικές του εκφάνσεις του ρεαλισμού/συμβολισμού και τις κωμωδίες ηθών. Ακολουθεί το γερμανόφωνο με τους κλασικούς και τους μοντέρνους του συγγραφείς και το ουγγρικό, τσέχικο και πολωνικό, όπως και το ρωσικό με εμφάνιση επιτέλους στον ελληνικό χώρο των πολύπρακτων έργων του Τσέχοφ. Εκτίθεται όλη η θεατρική ζωή, με τους δεσπόζοντες και τους δευτερεύοντες άξονές της και άφθονα περιεκτικά παραθέματα των κριτικών και όχι απλές παραπομπές, που θα σήμαιναν ότι για να αποκτήσει ο αναγνώστης τις πληροφορίες του θα έπρεπε να επαναλάβει τη δουλειά που έκανε η συγγραφέας, κάτι αδύνατο και αντιδεοντολογικό. Όσο και αν ένα βιβλίο του είδους αυτού μας ωθεί στην περαιτέρω έρευνα, πρέπει να είναι και αυτοτελές. Ακολουθούν τα πλέον ενδιαφέροντα κεφάλαια, που είναι οι θεωρητικές αναλύσεις, με το κύρος και την πληρότητα που δίνει η προηγούμενη λεπτομερής και ξεκάθαρη τεκμηρίωση. Τα βασικά ιδεολογήματα του μεσοπολέμου: της παρακμής, που αφορά κυρίως στο θέατρο, και το γενικότερο της ελληνικότητας. Αναλύονται και ανιχνεύονται τα εσωτερικά και εξωτερικά τους αίτια. Κατόπιν η θεατρική κριτική εντάσσεται στα πλαίσια της γενικότερης πνευματικής ζωής, ελληνικής και παγκόσμιας, καθορίζονται οι μορφές της, διερευνάται η σχέση της με τους υπόλοιπους θεατρικούς παράγοντες, αναλύονται οι τάσεις της και η επίδραση σ' αυτήν της ευρωπαϊκής σκέψης και εκτίθεται η δράση του συλλογικού της οργάνου: της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.
Το τελευταίο κεφάλαιο, ως απόσταγμα όλης αυτής της έρευνας και μελέτης, γενικής και ειδικής, και ένταξης του ειδικού μέσα στο γενικό, εστιάζεται στους αισθητικούς και ιδεολογικούς άξονες, την ανάλυση της κριτικής ως καλλιτεχνικού φαινομένου, το μεσοπολεμικό δίπολο λαϊκότητα-ελληνικότητα στη συγχρονία και τη διαχρονία και τέλος στην πρωτοπορία, γνήσια ή μεταμφιεσμένη, ντόπια ή εισαγωγής, αναγνωρισμένη ή παρεξηγημένη.

Η Κυριακή Πετράκου διδάσκει Θεατρολογία στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: