Σκίτσο σε ρωσική εφημερίδα του 1935, όπου απεικονίζεται ο Πάβελ Πόστισεφ, με το έλατο και τους σάκους με τα δώρα
Κάποτε δεν ξέραμε ότι υπάρχουν τα Χριστούγεννα. Δεν γνωρίζαμε τίποτα για τη Γέννησή Του, για τους τρεις μάγους με τα δώρα, για τον στάβλο και το άστρο της Βηθλεέμ.
Στην κορυφή του χριστουγεννιάτικου δέντρου φοράγαμε πάντως ένα φωτεινό αστέρι, που δεν είχε όμως καμία, μα καμία σχέση μ’ εκείνο που έφερε τους Μελχιόρ, Γάσπαρ και Βαλτάσαρ στη λεχώνα Θεομήτορα. Παρόμοια αστέρια, με το θαμπό, αχνό φωτοστέφανο το χειμώνα γύρω από τις ρουμπινένιες επιφάνειές τους, στόλιζαν τις κορυφές των πύργων του Κρεμλίνου. Άσε και το μπέρδεμα με το παλιό και το καινούργιο ημερολόγιο: μόνο οι γιαγιές στα χωριά γιόρταζαν τον ερχομό Του στις 6 του Γενάρη και άναβαν κεράκι σε κανένα έρημο ξωκλήσι.
Για μας υπήρχε ένα και μοναδικό ημερολόγιο, με την πιο λαχταριστή νύχτα του χρόνου, της Πρωτοχρονιάς, όταν ο παγανιστικός Παππούς Παγωνιάς έβαζε το δώρο κάτω από το μοσχοβολιστό έλατο κάθε σοβιετικού παιδιού. Ήταν αρχαίος, κοκκινομάγουλος, με μακριά κατάλευκη γενειάδα, την ερυθρόλευκη -σαν του Ολυμπιακού- στολή του, ψηλές, μαύρες στρατιωτικές μπότες και έναν τεράστιο σάκο με τα δώρα.
Τι άλλο δεν είχαμε; Δεν είχαμε πλαστικά χριστουγεννιάτικα δέντρα. Μικρά, για τα κουκλόσπιτα, ναι, υπήρχαν, με τα μικροσκοπικά πλην αληθινά στολίδια τους, αλλά ένα αληθινό δέντρο άναβε σε κάθε διαμέρισμα, ανεξαρτήτως αν οι διαστάσεις του ανταποκρίνονταν στα τετραγωνικά μέτρα του χώρου. Συνήθως δεν ανταποκρίνονταν, και τα παχιά γαλαζοπράσινα κλαριά του έλατου δικαιωματικά εκτόπιζαν καναπέδες, καρέκλες, ακόμα και φωτιστικά οροφής.
Σε κάθε γειτονιά, οι αγορές ελάτων άνοιγαν στα μέσα του Δεκέμβρη: εν μία νυκτί, ανάμεσα στις πολυκατοικίες φύτρωνε ένα ολόκληρο μυρωδάτο δάσος, που επίσης εν μία νυκτί χανόταν τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς.
Σε κάθε γειτονιά, οι αγορές ελάτων άνοιγαν στα μέσα του Δεκέμβρη: εν μία νυκτί, ανάμεσα στις πολυκατοικίες φύτρωνε ένα ολόκληρο μυρωδάτο δάσος, που επίσης εν μία νυκτί χανόταν τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς.
Ήμουν η δεύτερη γενιά που στόλιζε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η γιαγιά μου μεγάλωσε χωρίς το έλατο: το 1916, στη μέση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η Ιερά Σύνοδος το απαγόρευσε ως εχθρικό «γερμανικό έθιμο», και το 1927, κατά τη διάρκεια της αντιθρησκευτικής εκστρατείας, απαγορεύθηκαν και τα ίδια τα Χριστούγεννα, ως «θρησκευτικό κατάλοιπο και παπαδίστικη προκατάληψη».
Τις παραμονές του 1936, της γενέθλιας χρονιάς της μάνας μου, το έλατο επέστρεψε σε σπίτια, σχολεία, πολιτιστικά κέντρα, ακόμα και στο Κρεμλίνο. «Αποκαταστάθηκε», παρά την τρομοκρατία που εξαπέλυσαν οι αρχές: ο εμπνευστής της επιστροφής του έλατου, «κενροεπίτροπος» Πάβελ Πόστισεφ, εκτελέστηκε τρία χρόνια αργότερα και αποκαταστάθηκε 20 χρόνια μετά το έλατο...
Παλαιότερα, στη Ρωσία υπήρχαν τρεις γιορτές σε μία: στην κλασσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα βρίσκουμε, εκτός των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, και τα Θεοφάνεια, μαζί με όλα τα αξεσουάρ τους – τη φάντη, τη Μαρία, τον Ιωσήφ και τα ζωάκια, μαζί με τον Σταυρό, που αγιαζόταν ξανά και ξανά στον μακρινό Ιορδάνη ποταμό. Μισός αιώνας χρειάστηκε, και όχι μόνο το έθιμο, αλλά και η ανάμνησή του έσβησε από το σκληρό δίσκο της μνήμης μας, σαν να τον προσέβαλε κάποιος ιός.
Όμως, το εκπληκτικό ήταν ότι οι σχολικές χειμερινές διακοπές μας κρατούσαν ακριβώς όσο και οι σκανδαλιές των καλικάντζαρων, δύο εβδομάδες, από την παραμονή των Χριστουγέννων ως την ημέρα του Αι-Γιαννιού! Κι εδώ κρυβόταν ίσως το μεγαλύτερο μυστήριο! Δύο βδομάδες που μοσχοβολούσαν ρετσίνι, μπισκότα και πορτοκάλια: χάρτινα ζωγραφισμένα βαλιτσάκια, γεμάτα σοκολάτες, καραμέλες και τον απαραίτητο σοκολατένιο Παππού Παγωνιά.
Κι όμως υπήρχε μια πανάρχαια μορφή, που θύμιζε Εκείνον, σηματοδοτούσε την εναλλαγή χειμώνα και άνοιξης, λήθαργου και ξυπνήματος, θανάτου και ανάστασης, κήρυττε το βασίλειο της αγάπης. Ήταν η Κόρη του Χιονού, εγγονή του Παππού Παγωνιά, παιδί του ανύπαρκτου γιου του.
Ερχόταν από το πουθενά, ψηλόλιγνη, πάντα χλωμή, με θλιμμένα εκφραστικά μάτια και το αγκάθινο στεφάνι των νυμφών στο μέτωπό της. Δεν είχε εχθρούς, παρά μόνον έναν: τον παγανιστικό Ήλιο, που δεν άντεχε άλλη ομορφιά και λάμψη πέρα απ’ τη δική του. Κάθε άνοιξη στράγγιζε, και ξαναγεννιόταν μια χειμωνιάτικη νύχτα, νικώντας την ίδια τη φύση με τη δύναμη της αγάπης.
Εκείνη την άγια νύχτα, που ανασταίνονται οι ελπίδες, ψιθυρίζονταν οι ευχές και δίνονταν υποσχέσεις, οι οποίες συνήθως έλιωναν μαζί της στην πυρά της ανελέητης καθημερινότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου