27/11/10

Η μη «παραδοσιακή» πεζογραφία του Βάρναλη


ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, Ο λαός των Μουνούχων (Ο λαός των Μουνούχων, Η ιστορία του Αγίου Παχωμίου, Οι Φυλακές) φιλολογική επιμέλεια Βασίλης Αλεξίου, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 235

Με το πολύστροφο, πολύστιχο, συνθετικό ποίημά του Προσκυνητής, που στέλνει το 1919 από το Παρίσι για δημοσίευση στο περιοδικό Μαύρος Γάτος, ο Βάρναλης, έχοντας «ολοκληρώσει τις δυνατότητές του στα ιδεαλιστικά πλαίσια», αποχαιρετά οριστικά τον ελληνοκεντρικό αισθητισμό και τον ιδεαλισμό, για να βρεθεί, σχεδόν αμέσως, «στα ακραία φυλάκια του μαρξισμού»∙ για να στρατευθεί -έξω από κομματικές κατευθυντήριες γραμμές-, όπως του υπαγόρευε η ιδιοσυγκρασιακά προσδιορισμένη ιδιαιτερότητά του, στις αρχές του «ιστορικού υλισμού». Έτσι, το καλοκαίρι του 1921 γράφει, στην Αίγινα, το Φως που καίει -το πρώτο, χρονολογικά, έργο της στρατευμένης λογοτεχνίας στην Ελλάδα-, που εκδίδεται το 1922 στην Αλεξάνδρεια από τα Γράμματα του Στ. Πάργα, με το χαρακτηριστικά αντιποιητικό ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας∙ την ίδια χρονιά δημοσιεύει τους «Μοιραίους» στο περιοδικό Νεολαία, καθώς και τη «Λευτεριά» στο περιοδικό Μούσα, όπου αντικρούει τις αντικομμουνιστικές νύξεις του Παλαμά στο ποίημά του «Τραγούδι των προσφύγων».
Ένα χρόνο μετά, το 1923, πάλι στην Αλεξάνδρεια και με το ίδιο ψευδώνυμο (Δήμος Τανάλιας) εκδίδεται Ο λαός των Μουνούχων, «το πρώτο έργο καθαρής πεζογραφίας» του Βάρναλη, αποτελούμενο από τρία κείμενα: τον «Λαό των Μουνούχων», την «Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» και τις «Φυλακές». Τρία διηγήματα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, τόσο θεματικά όσο και ως προς τον τρόπο της σύνθεσής τους, ενδεικτικά, ωστόσο, του ενθουσιασμού με τον οποίο ο συγγραφέας έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία της νέας ιδεολογίας του, έχοντας περισσότερο τον νου του «στο περιεχόμενο παρά στη φόρμα», δίνοντας έμφαση στην προβολή της ιδέας και συνειδητά παραβλέποντας -αυτός, ο τελειοθήρας του στίχου- τις όποιες υφολογικές αδυναμίες του εγχειρήματός του, προκειμένου να προβληθεί αμεσότερα και αποτελεσματικότερα ο αγωνιστικός και ανατρεπτικός στοχασμός του, ο οποίος φαίνεται ότι στον χώρο της αφήγησης βρίσκει προσφορότερο πεδίο έκφρασης και ανάπτυξης.
Όπως παρατηρεί και ο φιλολογικός επιμελητής του βιβλίου, και τα τρία αφηγήματα συνδέονται άμεσα με την ιδεολογική μεταστροφή του Βάρναλη, αποτελώντας τον πρωιμότερο καρπό της, αν κρίνει κανείς από την απροσχημάτιστη ιδεολογική τους σκοπιμότητα-στόχευση, από τη συχνά παρατηρούμενη «ανεπεξέργαστη ή και ωμή προσπάθεια μετατροπής της ιδεολογίας σε λογοτεχνία». Ιδιαίτερα στο πρώτο κείμενο της συλλογής («Ο λαός των Μουνούχων»), που μάλλον θα πρέπει να προηγείται χρονικά των άλλων δύο, η υφολογική μέριμνα υποχωρεί κάτω από την πίεση που ο αισθάνεται ο δημιουργός να καταθέσει, στο πεδίο της αφήγησης, με το πρόσχημα ενός παραμυθιού, τις κοινωνιστικές του αντιλήψεις. Αυτό που πάνω απ’ όλα τον ενδιαφέρει είναι, επιστρατεύοντας φαντασία, «σατιρικό και λυρικό οίστρο» (Κλέων Παράσχος), να συνθέσει έναν γκροτέσκο και διαχρονικό πίνακα της ανθρώπινης κοινωνίας∙ να «αφηγηθεί» και να αποκαλύψει, συνδυάζοντας συμβολισμό, αλληγορία, σάτιρα, σαρκασμό και ειρωνεία, τους προφανείς και τους σκοτεινούς μηχανισμούς της διαμόρφωσης του αστικού κράτους, των ιδεωδών και των αξιών του, όπως πατρίδα, θρησκεία, ιδιοκτησία, εξουσία, χρήμα, ταξικός διαχωρισμός, εκμετάλλευση των αδύνατων, πόλεμος κλπ. Ας σημειωθεί ότι ο Βάρναλης είχε πλήρη επίγνωση των λογοτεχνικών αδυναμιών αυτού του αφηγήματος και ίσως γι’ αυτό να το αποκήρυξε σιωπηρά, μην περιλαμβάνοντάς το στη δεύτερη έκδοση της συλλογής που, μαζί με άλλα πεζά του και με τον τίτλο Πεζός λόγος, κυκλοφόρησε το 1956, πιθανότατα λαμβάνοντας υπ’ όψιν του και τις επιφυλακτικές κριτικές που διατυπώθηκαν από ομοϊδεάτες του κριτικούς και συγγραφείς, όπως λ.χ. από τον Πέτρο Πικρό, για τον απαισιόδοξο και εν μέρει υποτιμητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται, στο εν λόγω αφήγημα, το προλεταριάτο.
Η Ιστορία του Αγίου Παχωμίου δικαίως θεωρείται από τον επιμελητή του βιβλίου ως το βαρναλικότερο, καρναβαλικότερο και τολμηρότερο αφήγημα της συλλογής, όπου συνδυάζονται και, συνάμα, υποτάσσονται στην ιδεολογική σκοπιμότητα του όλου εγχειρήματος η γνώριμη βαρναλική αισθησιακή και λεκτική ελευθεριότητα. Εδώ συγκρούονται ο άκρατος ιδεαλισμός, ο μυστικισμός, η θρησκοληψία και η περιφρόνηση των επιγείων, που πρεσβεύουν οι υπό τον Άγιο Παχώμιο μοναχοί, με την, άλλοτε σκληρή, άλλοτε γοητευτική και άλλοτε εκμαυλιστική πραγματικότητα, την οποία συμβολίζει η πανέμορφη κόρη του Διαβόλου. Στην ιστορία αυτή -και στις τρεις, αλλά σ’ αυτήν εντονότερα- αισθάνεται κανείς να καθαρίζει η ατμόσφαιρα από τις ομίχλες του ιδεαλισμού, που «σκέπαζαν μ’ ένα μυστικό πέπλο τη ζωή, τον άνθρωπο, την κοινωνία, την Ιστορία», και «να πέφτει το εκτυφλωτικό φως της διαλεκτικής» (Τίτος Πατρίκιος). Κυρίως, όμως, αισθάνεται να εκφράζεται, αλλιώς σημασιοδοτημένο και αλλού στοχεύοντας τώρα, η γνώριμη, από την ιδεαλιστική του περίοδο, απέχθεια του ποιητή προς καθετί το ρομαντικό, αφού, όπως λέει ο ίδιος, «Επηρεασμένος από την αρχαία φιλολογία, κι από την ψευτοκλασική ποίηση του Ντ’ Ανούντσιο με τον έντονο βιταλισμό του, ήμουνα λάτρης της νιότης και της αισθητικής ζωής. Μισούσα κι απόφευγα από σύστημα τις λέξεις ψυχή, όνειρο, θάνατος» (Φιλολογικά απομνημονεύματα).
«Οι Φυλακές» είναι, κατά γενική ομολογία, το αρτιότερο, λογοτεχνικά, αφήγημα του βιβλίου. Είναι, κατά τον Νίκο Κατηφόρη, «υπόδειγμα ψυχογραφικής προσέγγισης ενός ταπεινού και εξουθενωμένου ανθρωπάκου». Ενός αποφοίτου των φυλακών, ο οποίος παραδέρνει ανάμεσα στις τραυματικές του μνήμες, το ταραγμένο λογικό του και τη σκληρή και βυθισμένη στην άγνοια, παρά τις κάποιες θερμαντικές της ψυχής καθημερινές πτυχές της, πραγματικότητα. Είναι το μόνο κείμενο που πληροί τις προϋποθέσεις του διηγήματος και το μόνο που καταπιάνεται με την περιγραφή μιας συγκεκριμένης και, λίγο πολύ, αναγνωρίσιμης, σύγχρονης, απάνθρωπης κοινωνικής πραγματικότητας, ρίχνοντας φως στους αρμούς που τη συνέχουν∙ κυρίως, αποκαλύπτοντας, με παραστατικό τρόπο, τους μηχανισμούς που κρατούν τους απλούς και απροβλημάτιστους ανθρώπους καθηλωμένους στα μικροσυμφέροντά τους και ικανούς, προκειμένου να διατηρήσουν τα ασήμαντα κεκτημένα τους, να επιδείξουν την πλέον απάνθρωπη και κτηνώδη συμπεριφορά.
Και τα τρία κείμενα του βιβλίου, όπως επισημαίνει ο επιμελητής του, είναι το αποτέλεσμα μιας απολύτως συνειδητής και με συγκεκριμένους στόχους προσπάθειας του Βάρναλη για μια «στρατευμένη πολιτική γραφή». Για μια, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο απροσχημάτιστη, αντιπαράθεση δύο ακατάπαυστα αντιπαρατιθέμενων και μονίμως σε φανερή ή κρυφή σύγκρουση ευρισκόμενων, εκ διαμέτρου αντίθετων, δυνάμεων: της σκληρής πραγματικότητας των καταδικασμένων στην αφάνεια και στην εκμετάλλευσή τους από τους ισχυρούς απλών ανθρώπων, με τις ψυχικές τους εξάρσεις, τις ανατάσεις, τις παλινδρομήσεις, τις πτώσεις και τις καταβυθίσεις από τη μια, και του πνευματικού ιδεαλισμού, του ιδεολογικού συντηρητισμού και του μυστικισμού από την άλλη. Η συνειδητή και με προφανείς διδακτικούς και, ιδεολογικά, αφυπνιστικούς στόχους αντιπαράθεση αυτών των δύο πραγματικοτήτων, αυτών των κόσμων, λαμβανομένης μάλιστα υπ’ όψιν της αγωνιστικής ζέσης του νεοφώτιστου που διακατείχε τον Βάρναλη και της «πολεμικής στάσης του απέναντι στον παλιό κόσμο» είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συμβόλων-φορέων αυτής ή εκείνης της άποψης και όχι πραγματικών μορφών ζωής. Αυτό επισημαίνει, εν ολίγοις, ο Τίμος Μαλάνος, ο οποίος θεωρεί τα τρία κείμενα του βιβλίου μαθήματα ματεριαλιστικού διαφωτισμού και τα χαρακτηρίζει «αφηγηματικά δοκίμια ιδεολογικού περιεχομένου, που γράφτηκαν πιο πολύ για να υποστηρίξουν κάτι παρά για να υποβάλουν κάτι». Αυτό επισημαίνει και ο επιμελητής της έκδοσης, χωρίς να παραλείπει, ωστόσο, να τονίσει τη διαχρονική αξία των κειμένων, επισημαίνοντας, εκτός των άλλων, τη συνειδητή απόκλιση του ποιητή από τον κατεστημένο τρόπο συγκρότησης του πεζού λόγου∙ απόκλιση πραγματοποιούμενη με την έλλογη χρήση αλλότριων υλικών, την προσφυγή στην παρωδία, την έντονη παρουσία της ιδεολογίας και τον, εντελώς βαρναλικό, πληθωρικό πληβειακό υλισμό.

Ο Κώστας Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας 

Δεν υπάρχουν σχόλια: